ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αν ο "Θεός αγαπάει το χαβιάρι" τότε σίγουρα μας κάνει χοντρή πλάκα

Αν ο "Θεός αγαπάει το χαβιάρι" τότε σίγουρα μας κάνει χοντρή πλάκα

Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος, ανακαλύπτει πως μια κινηματογραφική εμπειρία μπορεί να μοιάζει με επώδυνη αποτρίχωση.

Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΧΑΒΙΑΡΙ

Βαθμολογία: 2 / 10

Στηρίζω το ελληνικό σινεμά ΔΕ σημαίνει στρουθοκαμηλίζω απέναντι στις βρεφικές του ασθένειες. ΔΕΝ του χαϊδεύω το επαρχιώτικο κόμπλεξ μεγαλομανίας. ΔΕΝ του συγχωρώ την διαφημιστική του έπαρση ως προς το πραγματικό μέγεθος μιας δημιουργίας. Και φυσικά, ΔΕ συμμετέχω στο μαζικό ψυχωσικό επεισόδιο των καινούργιων ρούχων του αυτοκράτορα, επειδή φοβάμαι πως αν φωνάξω ο «Βασιλιάς είναι γυμνός» θα δυσαρεστήσω συνεργάτες και θα διαταράξω την ηρεμία των διαπλεκόμενων σχέσεων μου.

Έχω ήδη εκφραστεί δημόσια μέσα από παραληρηματικά tweets για αυτό το απίστευτα κακόγουστο και κακοπαιγμένο, φτωχομπινεδιάρικο στην αισθητική και αφηγηματική του ποιότητα, αντικηνιματογραφικό "έπος". Ένα κολάζ αστείων σκηνών παιδικού θεάτρου σε περιοδεία, που μοιάζουν να γράφτηκαν εκ των υστέρων για να δικαιολογηθεί η παρουσία ορισμένων παροπλισμένων mega σταρ σε cameo ρόλους. Φαντάζομαι ότι εκεί δικαιολογείται και το κόστος της ταινίας, γιατί σου λέει η Κατρίν Ντενέβ «τι έχω να χάσω να παίξω δυο λεπτά εμφάνιση, μια μέρα γύρισμα στην Ουγκάντα αν είναι να πάρω ένα φράγκο χωρίς σχεδόν να σηκωθεί καν ο κώλος μου από τη βασιλική του καρέκλα;» Το ίδιο και ο Τζον Κλιζ καθισμένος σε ένα σκηνικό να ακούει την αφήγηση των περιπετειών του Βαρβάκη.

Για τον Λαζόπουλο σε μια δίλεπτη επίσης εμφάνιση σε ρόλο ψαρά – γέροντα Παίσιου, η μοναδική μου παρατήρηση είναι πως πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά το γιατί αυτή του η εμφάνιση είναι πιο αστεία από τα τελευταία του "Τσαντίρια". Ο Άκης Σακελλαρίου είναι όλα τα λεφτά στη σκηνή του στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη με το υποτίθεται κομμένο από βόλι πόδι του να φαίνεται ότι το μασκάρει παίζοντας κουτσό. Άλλα δύο λεπτά και ο Παπακαλιάτης στην αυλή της τσαρίνας, φορώντας μια περούκα που του ξέμεινε από το βεστιάριο του «Αμαντέους». Που αυτό δεν ήταν αυλή τσαρίνας, ένα υπερμεγέθες σαλονάκι ήταν με δέκα έρμους κομπάρσους, ξύλινο πατωματάκι παρκέ, τρία χαλιά της Μοιραράκη και μια ταπετσαρία από ξενοδοχείο της Disneyland στον τοίχο.

Τι έμεινε; Ο Σεμπάστιαν Κοχ. Ο πρωταγωνιστής. Σε ποιο ρόλο; Γιατί ρόλος δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει και ταινία. Υπάρχουν αυτόνομα επεισόδια που τα βλέπουμε σαν view master. Τώρα ο Βαρβάκης πειρατής, ξαφνικά ο Βαρβάκης μπουρλοτιέρης, μετά πεφωτισμένος, μετά με την κόρη του που είναι σκύλα και όπως εμφανίζεται εξαφανίζεται χωρίς λόγο και αφορμή, λίγο πριν με την τσαρίνα, λίγο μετά με μια γυναίκα που δεν τον αγαπά, λίγο αργότερα με μια τροφαντή πουτάνα που τον αγαπά και στη σκηνή που χορεύουν φοβάσαι μην του πατήσει το πόδι η ατσούμπαλη και του βγάλει κανένα δάχτυλο. Το πώς ο Βαρβάκης γίνεται το ένα, μετά το άλλο μετά το παράλλο, τι συντελεί στις αλλαγές του χαρακτήρα του (του ποιου;) εντυπωσιακά απών.

Αν φυσικά εξαιρέσεις μια αλήστου μνήμης στη γελοιότητα της σκηνή που ο ήρωας είναι πεσμένος μέσα στη θάλασσα και τον επισκέπτονται κάτι μπάλες φωτός. Σταλμένες προφανώς από το Θεό για να του δείξει το δρόμο το σωστό. Όλα αυτά με χαρακτήρες να μπαίνουν και να βγαίνουν, χωρίς λόγο, χωρίς να ξέρεις ποιοι είναι και χωρίς κανείς να μπάινει στον κόπο να σου εξηγήσει, ούτε καν οι ίδιοι οι ηθοποιοί με το αξιολύπητο αγγλικό τους ντουμπλάρισμα. Με αφετηρία την εισαγωγή του Βαρβάκη στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου (μετά από υποτιθέμενη βρετανική προδοσία) και την παράλληλη εξιστόρηση της ζωής του από δύο ανθρώπους που σημάδεψαν την πορεία του. Ο ένας πιστός του φίλος και υπηρέτης τα λέει σε μια παρέα από κακομοιριασμένα πιτσιρίκια που μοιάζουν να έχουν βγει από το σίριαλ «Νησί» και ο άλλος ο τεκνός Χουάν Ντιέγκο Μπότο που τα λέει στον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου. Τον τελευταίο υποδύεται ο Τζον Κλιζ και κάθε τόσο κάνει ένα πομπώδες («όου γιες, γουότ α μαν") σαν να προετοιμάζει σκετς των Μόντι Πάιθον.

Σε μια "υπερπαραγωγή" (???) που μπροστά της ο «Σουλεϊμαν ο Μεγαλοπρεπής» έχει επιδόσεις Χόλιγουντ, γυρισμένη παρά τα ταξίδια στο εξωτερικό, σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εσωτερικούς χώρους. Να μη σας πω ότι ήταν ένας ο κλειστός χώρος και απλώς του άλλαζαν ταπετσέρα. Αν περιμένεις να μάθεις κάτι για το Βαρβάκη, θα μάθεις πολύ λιγότερα με την ταινία από ότι αν ψάξεις από ένα άρθρο 1000 λέξεων και δέκα λεπτά κόπου ανάγνωσης στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Το δοκίμασα και έμεινα μαλάκας, αν μιλάγαμε για τον ίδιο ήρωα. Αν περιμένεις να δεις ελληνικό έπος εποχής, που θα σου τονώσει το εθνικό φρόνημα, ειλικρινά, η «Μαντώ Μαυρογένους» με την Τζένη Καρέζη έχει πολύ περισσότερο συναίσθημα, μέσα στην γελοιότητα της παραγωγής της και τις "ταπεινές" φιλοδοξίες της εξ' ου και είναι πιο τίμια. Κάτι που από δω απουσιάζει μεγαλοπρεπώς. Το συναίσθημα είναι που απουσιάζει, όχι η φιλοδοξία και εννοείται πως δεν απουσιάζει η γελοιότητα που η φιλοδοξία κουβαλάει, όταν είσαι αλλού ξημερωμένος για τις δυνατότητές σου. Αυτή είναι καταλυτικά και εθνικά υπερήφανη, παρούσα.

*Στις αίθουσες από την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου

***ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο facebook στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο profile Tassos Theodoropoulos, στο twitter ως klarinabourana ή στοterra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης