ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Αναρμόδιο δήλωσε το ΣτΕ για την αίτηση της πρώην εισαγγελέως Τσατάνη

Αναρμόδιο δήλωσε το ΣτΕ για την αίτηση της πρώην εισαγγελέως Τσατάνη

Η υπόθεση για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά η κ. Τσατάνη αφορά στην αφαίρεση της δικογραφίας του εκλιπόντος επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου από τα χέρια των εισαγγελέων διαφθοράς λίγο πριν από το στάδιο των διώξεων και στη συνέχεια στην αρχειοθέτησή της.

Έξι χρόνια μετά την προσφυγή της συνταξιούχου πλέον εισαγγελέως εφετών Γεωργίας Τσατσάνη, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή της στέρησης μισθού 60 ημερών που της είχε επιβληθεί από το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου.

Η υπόθεση για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά η κ. Τσατάνη αφορά στην αφαίρεση της δικογραφίας του εκλιπόντος επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου από τα χέρια των εισαγγελέων διαφθοράς λίγο πριν από το στάδιο των διώξεων και στη συνέχεια στην αρχειοθέτησή της.

Αναρμόδιο δήλωσε το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ, που απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης της κυρίας Τσατάνη, καθώς αρμόδιο να επιληφθεί της πειθαρχικής υπόθεσης είναι το δικαστήριο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια είχαν κρίνει οι χειρισμοί της κ. Τσατάνη δεν συνάδουν με τα καθήκοντα της εισαγγελικής λειτουργού. Η πρώην εισαγγελέας Εφετών ζητούσε από το Συμβούλιο της Επικρατείας να ακυρωθεί η απόφαση του Δευτεροβάθμιου 9μελους Πειθαρχικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου με την οποία επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση που τις επέβαλε την ποινή της στέρησης μισθού 60 ημερών για την εν λόγω υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι έχει παραβιαστεί η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και η Ελληνική νομοθεσία.

Με την απόφαση 1893/2023 το ΣτΕ έκρινε ότι τα πειθαρχικά συμβούλια αποτελούν «δικαστήρια» (…) και, ως εκ τούτου, παρέχουν αυξημένες εγγυήσεις ανεξάρτητης και αμερόληπτης κρίσης, αποφαίνονται δε κατά τρόπο δεσμευτικό εντός της δικαιοδοσίας τους, με βάση κανόνες δικαίου και στο πλαίσιο οργανωμένης διαδικασίας αναλυτικώς προβλεπόμενης στον νόμο (ν. 1756/1988), ενώ οι πειθαρχικώς διωκόμενοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης –μόνοι ή με δικηγόρο– και να λαμβάνουν τον λόγο, να υποβάλλουν υπομνήματα και να ασκούν έφεση κατά των οριστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε πρώτο βαθμό. Συνεπώς, σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ, στις πειθαρχικές διαφορές των δικαστικών λειτουργών εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού η εθνική νομοθεσία δεν αποκλείει την πρόσβαση των πειθαρχικώς διωκομένων σε «δικαστήριο» κατά την έννοια της §1 του ίδιου άρθρου.