ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ουνίτες επιτέθηκαν σε ορθόδοξους στην Ουκρανία

Ουνίτες επιτέθηκαν σε ορθόδοξους στην Ουκρανία

Το πατριαρχείο Μόσχας καταδικάζει την επίθεση.

Επιθέσεις δέχθηκε η πομπή ειρήνης, αγάπης και προσευχής που πραγματοποιήθηκε στην Ουκρανία με πρωτοβουλία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (του Πατριαρχείου Μόσχας), από την ηγεσία της ελληνοκαθολικής εκκλησίας της Ουκρανίας.

Στην Πομπή συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες Ορθόδοξοι Ουκρανοί, οι οποίοι διήνυσαν χιλιάδες χιλιόμετρα εντός της χώρας προσευχόμενοι υπέρ της ειρήνης στην Ουκρανία.

Ουσιαστικά οι πομπές ήταν δύο, η μία πορευόταν προς το Κίεβο από τη Δυτική Ουκρανία, ενώ η άλλη εισήλθε στην ουκρανική πρωτεύουσα από την Ανατολική Ουκρανία.

Οι δύο πομπές ενώθηκαν την ημέρα του Εκχριστιανισμού της Ρωσίας και της μνήμης του Αγίου Ισαπόστολου Πρίγκιπα Βλαδημίρου, που εορτάζεται στις 28 Ιουλίου, για να συμμετάσχουν από κοινού με τους κατοίκους του Κιέβου στη Θεία Λειτουργία στην περίφημη Αγία Λαύρα Κοιμήσεως Θεοτόκου των Σπηλαίων.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων (ΤΕΕΣ) του Πατριαρχείου Μόσχας, η πομπή δέχθηκε «κυνικές επιθέσεις και άδικες κατηγορίες εκ μέρους της ηγεσίας της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας της Ουκρανίας (ΕΚΕΟ)».

Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης του Πατριαρχείου Μόσχας:

«Στις 27 Ιουλίου 2016 στο Κίεβο ολοκληρώθηκε η πνευματικής και πολιτικής σημασίας Πανουκρανική θρησκευτική πομπή ειρήνης, αγάπης και προσευχής για την Ουκρανία, πρωτοβουλία την οποία ανέλαβε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Στην πομπή συμμετείχαν από 40 έως 80 χιλιάδες Ορθόδοξοι πιστοί, προκειμένου να ενωθούν με πλήθος κατοίκων Κιέβου κατά τη Θεία Λειτουργία στην Αγία Λαύρα Κοιμήσεως Θεοτόκου των Σπηλαίων του Κιέβου την ημέρα εορτασμού της Βαπτίσεως των Ρως και τη μνήμη του Αγίου Ισαποστόλου Πρίγκιπος Βλαδιμήρου.

Διασχίζοντας εκατοντάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα και αντιμετωπίζοντας καθοδόν δυσκολίες εξαιτίας συνεχιζόμενων συγκρούσεων, οι πιστοί προσευχόμενοι πορεύονταν ο ένας προς συνάντηση του άλλου, να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος, να πρυτανεύσει η αγάπη, η ειρήνη στην πολύπαθη Ουκρανική γη.

Εν τούτοις, ακόμη και ένα τέτοιο εγχείρημα έτυχε επιθέσεων και κατηγοριών, εκ μέρους της ηγεσίας της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας της Ουκρανίας (ΕΚΕΟ), η οποία η ηγεσία επωφελήθηκε του γεγονότος αυτού, βλέποντάς το ως αφορμή για νέες φαύλες και κυνικές κατηγορίες σε βάρος της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Ο ύπατος αρχιεπίσκοπος της ΕΚΕΟ Σβιατοσλάβ Σεβτσιούκ στις 24 Ιουλίου παραχώρησε συνέντευξη στο Τμήμα Πληροφοριών της ΕΚΕΟ, όπου δήλωσε ότι η Πανουκρανική θρησκευτική πομπή είναι μια πολιτικού περιεχομένου φιλορωσική ενέργεια.
Σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο, «το Πατριαρχείο Μόσχας συχνά χρησίμευε ως εργαλείο στα χέρια του εχθρού». Ο Αρχηγός της ΕΚΕΟ παρομοίωσε τη θρησκευτική πομπή με «ζωντανή ασπίδα από αμάχους πολίτες» και προειδοποίησε ότι «η ενδεχόμενη εξαπόλυση αντιουκρανικών συνθημάτων και η διενέργεια αντιουκρανικών προβοκατσιών από τους μετέχοντες της θρησκευτικής πομπής αυτής θα υποδηλώνει το τέλος του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία». Ο αρχιεπίσκοπος επίσης ισχυρίσθηκε ότι «καταγράφηκαν πάμπολλα παραδείγματα συμπεριφοράς ασυμβίβαστης προς τον τίτλο του Ουκρανού πολίτη και αυτά πρέπει να τα αναλάβει η Υπηρεσία Ασφάλειας της Ουκρανίας».

Αυτές οι δηλώσεις του αρχηγού της ΕΚΕΟ, τονίζει το Πατριαρχείο της Μόσχας, είναι ανάξιες όχι μόνο αρχιεπισκόπου, αλλά και χριστιανού εν γένει και αποβλέπουν στην υποδαύλιση του διομολογιακού διχασμού και προκαλούν αγανάκτηση και απέχθεια στις καρδιές των Ορθοδόξων πιστών.

Παρά τις πολλές θυσίες, όποιες συνεννοήσεις στο ανώτερο επίπεδο μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η ουνία και πάλι εμφανίζεται ως δύναμη, η οποία σπέρνει έχθρα και μίσος και με τρόπο συστηματικό και παρακωλύει την συμφιλίωση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, επισημαίνει η ανακοίνωση του Πατριαρχείου της Μόσχας.

Στις 19 Ιουλίου στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΚΕΟ αναρτήθηκε συνέντευξη του πρώην αρχηγού της εκκλησίας αυτής καρδιναλίου Λιουμπομίρ Γκούζαρ, ο οποίος εκτόξευσε κατηγορίες έναντι των αρχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, κατηγορώντας την ότι κινείται ανιδιοτελώς και πολιτικά: «Αυτές τις θρησκευτικές πομπές τις κηρύσσει και οργανώνει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Όλα αυτά φαίνονται ως πονηρό κόλπο. Είναι κυνισμός και δυσκολεύεται κανείς να φαντασθεί κάτι χειρότερο από αυτό» είπε ο Καρδινάλιος.

Από αυτές τις οργισμένες δηλώσεις, συμπεραίνεται ολοφάνερα πως η κανονική Ορθοδοξία εξακολουθεί να παραμένει στο στόχαστρο των λυσσωδών επιθέσεων των Ουνιτών ηγετών. Στο διάβα των αιώνων οι ουνίτες, είτε, όταν ήταν δυνατόν, με υποστήριξη των κοσμικών αρχών, είτε μέσα από ραδιουργίες, παραποιήσεις και ψέματα, αποπειράθηκαν να εξαφανίσουν την Ορθοδοξία. Και σήμερα με πολιτικοποιημένες δηλώσεις της η ηγεσία των Ελληνοκαθολικών και πάλι προσπαθεί να δημιουργήσει ρήγμα μεταξύ των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, να παρεμποδίσει την εξομάλυνση των διεκκλησιαστικών σχέσεων και τον διάλογο στην Ουκρανία. Οι αρχηγοί της ΕΚΕΟ είναι προφανές ότι δεν διατίθενται να διενεργούν κάποιο εποικοδομητικό διάλογο με την κανονική Ορθοδοξία προς επίτευξη ειρήνης και αμοιβαίας κατανοήσεως. Οι όποιες πρωτοβουλίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, όπως η Πανουκρανική θρησκευτική πορεία, μόνο με επιθέσεις αντιμετωπίζονται από πλευράς Ελληνοκαθολικών.

Μέσα από τις ενέργειες των Ελληνοκαθολικών σαφέστατα αναδεικνύεται η ουσία της ουνίας, η οποία η ουνία ανάγεται στο ΙΣΤ’ αιώνα και οφείλεται στους πολιτικούς λόγους. Όπως αναφέρει το κείμενο της Μικτής Επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τίτλο «Ουνιτισμός: Μέθοδος ενώσεως του παρελθόντος και η σημερινή αναζήτηση για πλήρη κοινωνία» (Balamand, 1993), οι ενωτικές «προσπάθειες οδήγησαν στη συνένωση κοινοτήτων με το Θρόνο της Ρώμης και ως αποτέλεσμα στη διακοπή της ενότητας αυτών με τις Μητέρες Εκκλησίες της Ανατολής. Τούτο δεν γινόταν άνευ αναμείξεως εξωεκκλησιαστικών συμφερόντων και ούτως δημιουργήθηκε η κατάσταση, η οποία αποτέλεσε αφετηρία συγκρούσεων και ταλαιπωριών, πρώτα για τους Ορθοδόξους, και μετά, για τους Καθολικούς». Η αρχή του «διαίρει και συνέκρουε» η οποία από την αρχή διείπε την ουνία, εξακολουθεί και στις ημέρες μας να αποτελεί αφορμή ταλαιπωριών για πολλούς ανθρώπους και είναι εμπόδιο στην πορεία αμοιβαίας κατανοήσεως μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Στη Κοινή Δήλωση του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κυρίλλου και του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου, την οποία συνυπέγραψαν στις 12 Φεβρουαρίου 2016 στην Αβάνα, αποτυπώνεται η αποδοχή ότι «η μέθοδος του «ουνιτισμού» των προηγούμενων αιώνων, προέβλεπε την προσαγωγή μιας κοινότητας στην ενότητα με την άλλη διά της αποσχίσεως αυτής από την ιδική της Εκκλησία.

Αυτό όμως δεν αποτελεί πλέον τρόπον αποκαταστάσεως της ενότητας», ενώ περιλαμβάνει και την έκκληση στη συμφιλίωση και την αναζήτηση των αμοιβαίως αποδεκτών μορφών συνυπάρξεως (παρ.25). Και όμως αυτή η έκκληση όχι μόνο δεν εισακούσθηκε από την ηγεσία της ΕΚΕΟ, αλλά αυτή η τελευταία εκτόξευσε επιθέσεις σε βάρος της Κοινής Δηλώσεως και των συντακτών της, του Πάπα Φραγκίσκου και του Πατριάρχη Κυρίλλου και με αυτό τον τρόπο συνέβαλε και εξακολουθεί να συμβάλει στην αντιπαράθεση μέσα στην Ουκρανική κοινωνία.

Λόγω της άνευ προηγουμένου επιθετικής ρητορικής του ύπατου αρχιεπισκόπου της ΕΚΕΟ Σβιατοσλάβ Σεβτσιούκ και του καρδιναλίου Λιουμπομίρ Γκούζαρ σε βάρος της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας και του Πατριαρχείου Μόσχας ἐν γένει, το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας πιστεύει ότι είναι άμεση η ανάγκη επαναφοράς στο θέμα κανονικών και ποιμαντικών συνεπειών της ουνίας στα πλαίσια της επόμενης συνεδρίας της ολομέλειας της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου, η οποία προγραμματίσθηκε από 15 έως 22 Σεπτεμβρίου 2016 στην πόλη Κιέτι Ιταλίας. Είναι δυνατόν να διεξάγουμε διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επί ετέρων θεολογικών θεμάτων τη στιγμή κατά την οποία το θέμα της ουνίας παραμένει αιμορραγούσα πληγή και οι αρχηγοί του ουνιτισμού δεν απέχουν από την βλάσφημη και πολιτικοποιημένη ρητορική σε βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας; Πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα ο διάλογος επί του θέματος των κανονικών και ποιμαντικών συνεπειών της ουνίας, ο οποίος διακόπηκε βιαίως με ευθύνη των Ελληνοκαθολικών».

Σχετικές ειδήσεις