ΚΟΣΜΟΣ

Nettie Stevens: Η βιολόγος που ανακάλυψε το ρόλο των Χ και Υ χρωμοσωμάτων

Nettie Stevens: Η βιολόγος που ανακάλυψε το ρόλο των Χ και Υ χρωμοσωμάτων

Η Nettie Maria Stevens ήταν από τις πρώτες γυναίκες γενετίστριες.

Αυτή και ο Edmund Beecher Wilson ήταν οι πρώτοι ερευνητές που περιέγραψαν την χρωμοσωμική βάση του φύλου. Γεννήθηκε στις 7 Ιούλη 1861, στο Cavendish του Vermont. Η οικογένειά της ήταν μεσοαστοί και είχαν ζήσει στην Αγγλία για πέντε γενιές. Ο πατέρας της ήταν μαραγκός και πολυτεχνίτης. Η δουλειά του πήγαινε αρκετά καλά και κατάφερε να κάνει αρκετή περιουσία στο Westford, ώστε να στείλει τα παιδιά του στο σχολείο.

Παιδί εργαζόμενων γονέων, η Stevens μεγάλωσε σε μια εποχή, όπου ήταν περιορισμένες οι δυνατότητες εκπαίδευσης των γυναικών. Εκείνη την περίοδο η εκπαίδευση δεν ήταν συνηθισμένη για τις γυναίκες, αλλά η Stevens είχε την τύχη να παρακολουθήσει τα μαθήματα στην ακαδημία Westford, η οποία ήταν ανοικτή σε μαθητές όλων των εθνικοτήτων και των δυο φύλων. Αυτό φαίνεται πως επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το επαγγελματικό της μέλλον.

Η Stevens αποφοίτησε από την ακαδημία στα 19 της χρόνια, ολοκληρώνοντας σε μόνο δυο χρόνια την εκπαίδευση της και όχι σε τέσσερα, όπως θα έπρεπε. Αποφοίτησε μάλιστα με την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία της χρονιάς της, όπως βέβαια συνέβαινε και σε κάθε σχολική χρονιά. Αποφάσισε να πάει στο κολλέγιο των εκπαιδευτικών στη Μασαχουσέτη και στη συνέχεια εργάστηκε ως δασκάλα για κάποιο διάστημα, αρκετό για να εξοικονομήσει κάποια χρήματα για την περαιτέρω εκπαίδευση της και με σκοπό να παρακολουθήσει ένα πανεπιστήμιο στην Καλιφόρνια.

Ως δασκάλα η Stevens δίδασκε λατινικά, μαθηματικά, αγγλικά, καθώς και φυσιολογία και ζωολογία στο γυμνάσιο του Λίβανου, στο Χάμσαϊρ, και είχε μεγάλο ζήλο για μάθηση, τον οποίο προσπάθησε να μεταδώσει και στους μαθητές και στους συναδέλφους της. Αργότερα, εργάστηκε και ως βιβλιοθηκάριος, ωστόσο υπάρχουν κενά στην ιστορία της που αγνοούνται από αυτή την περίοδο έως ότου γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ το 1896 σε ηλικία 35 χρόνων. Εκεί σπούδασε φυσιολογία υπό τον καθηγητή Oliver P. Jenkins.

Πέρασε τα καλοκαίρια της μελετώντας στο εργαστήριο Hopkins Seaside, στην Καλιφόρνια, εκδηλώνοντας έτσι την αγάπη της για τη μάθηση και την επιστήμη της βιολογίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Stevens αποφάσισε να αλλάξει καριέρα και να συγκεντρωθεί στην έρευνα αντί για τη διδασκαλία. Αφού απέκτησε το μεταπτυχιακό της πάνω στη βιολογία - ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο επίτευγμα για μια γυναίκα εκείνη την εποχή -, γράφτηκε στο κολλέγιο του Bryn Mawr στην Πενσιλβανία, ως απόφοιτη βιολογίας. Ήταν τόσο καλή φοιτήτρια, ώστε της χορηγήθηκε υποτροφία που της έδινε τη δυνατότητα να σπουδάσει στο Ζωολογικό Σταθμό στη Νάπολη της Ιταλίας και στη συνέχεια στο Ζωολογικό Ινστιτούτο του Theodor Boveri στο Wurzburg της Γερμανίας.
Ο Boveri την περίοδο εκείνη δούλευε πάνω στο πρόβλημα του ρόλου των χρωμοσωμάτων στην κληρονομικότητα. Η Stevens πιθανώς εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για το θέμα αυτό κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της εκεί. Επιστρέφοντας στο Bryn Mawr, απέκτησε το διδακτορικό της το 1903 και, από τη στιγμή αυτή, έγινε ερευνήτρια στη βιολογία στο Bryn Mawr. Από το 1903 έως το 1905, η έρευνα της χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Carnegie.

Το 1905 προήχθη σε συνεργάτιδα στην πειραματική μορφολογία, μια θέση την οποία κατείχε μέχρι το θάνατό της, το 1912. Την ίδια χρονιά δόθηκε στη δημοσιότητα το έργο της σχετικά με τη διαπίστωση του φύλου και το ρόλο των χρωμοσωμάτων. Η Stevens πέθανε το 1912 από καρκίνο του μαστού, πριν προλάβει να καταλάβει τη θέση της ερευνήτριας καθηγήτριας που δημιουργήθηκε γι’ αυτήν στο Bryn Mawr.

Παρόλο που η Stevens συνεργάστηκε με τον Hunt Morgan, το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας το εκτέλεσε ως ανεξάρτητη ερευνήτρια. Ορισμένοι πιστεύουν πως η θέση της στον τομέα της γενετικής είχε σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί, διότι τα εύσημα για την ανακάλυψη των Χ και Υ χρωμοσωμάτων και του ρόλου τους στον καθορισμό του φύλου είχαν δοθεί στον Wilson και στον Morgan, οι οποίοι μοιράστηκαν και το Νόμπελ για αυτή την ανακάλυψη. Ο Wilson μάλιστα είχε διαβάσει χειρόγραφα της Stevens για τα χρωμοσωμικά μοντέλα πριν από τη δημοσίευση της δικής του εργασίας.
Ο Boveri την περίοδο εκείνη δούλευε πάνω στο πρόβλημα του ρόλου των χρωμοσωμάτων στην κληρονομικότητα. Η Stevens πιθανώς εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για το θέμα αυτό κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της εκεί. Επιστρέφοντας στο Bryn Mawr, απέκτησε το διδακτορικό της το 1903 και, από τη στιγμή αυτή, έγινε ερευνήτρια στη βιολογία στο Bryn Mawr. Από το 1903 έως το 1905, η έρευνα της χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Carnegie.

Το 1905 προήχθη σε συνεργάτιδα στην πειραματική μορφολογία, μια θέση την οποία κατείχε μέχρι το θάνατό της, το 1912. Την ίδια χρονιά δόθηκε στη δημοσιότητα το έργο της σχετικά με τη διαπίστωση του φύλου και το ρόλο των χρωμοσωμάτων. Η Stevens πέθανε το 1912 από καρκίνο του μαστού, πριν προλάβει να καταλάβει τη θέση της ερευνήτριας καθηγήτριας που δημιουργήθηκε γι’ αυτήν στο Bryn Mawr.

Παρόλο που η Stevens συνεργάστηκε με τον Hunt Morgan, το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας το εκτέλεσε ως ανεξάρτητη ερευνήτρια. Ορισμένοι πιστεύουν πως η θέση της στον τομέα της γενετικής είχε σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί, διότι τα εύσημα για την ανακάλυψη των Χ και Υ χρωμοσωμάτων και του ρόλου τους στον καθορισμό του φύλου είχαν δοθεί στον Wilson και στον Morgan, οι οποίοι μοιραστήκαν και το Νόμπελ για αυτή την ανακάλυψη. Ο Wilson μάλιστα είχε διαβάσει χειρόγραφα της Stevens για τα χρωμοσωμικά μοντέλα πριν από τη δημοσίευση της δικής του εργασίας.

Η Stevens είχε κάπως αμφιλεγόμενο χαρακτήρα. Μετά το θάνατο της, ο Hunt Morgan έγραψε μια εκτεταμένη, αν και απορριπτική νεκρολογία, υπονοώντας ότι ήταν περισσότερο μια τεχνικός παρά μια επιστημόνισσα. Αυτή η μεταγενέστερη εκτίμηση έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη δήλωση του σε μια συστατική επιστολή: «Aπό τους μεταπτυχιακούς φοιτητές που είχα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα χρόνων, δεν υπήρχε κανείς τόσο ικανός και ανεξάρτητος, όσο η δεσποινίς Stevens...».

Η Stevens δίδαξε σε ολόκληρη τη σχετικά σύντομη διάρκεια της ζωής της, εμπνέοντας πολλούς φοιτητές που θέλουν να σταδιοδρομήσουν στον τομέα της επιστήμης. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 38 εργασίες από το 1901 μέχρι το θάνατό της πάνω στην κυτταρολογία και την πειραματική φυσιολογία.