Η ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ

Κυβερνητικά μέτρα χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση

Κυβερνητικά μέτρα χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της λειτουργίας της σύγχρονης Δημοκρατίας όπως διαμορφώθηκε στην Ευρώπη

Του Ανδρέα Γ. Δημητρόπουλου
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Π.Α.

Το βασικότερο χαρακτηριστικό της λειτουργίας της σύγχρονης Δημοκρατίας όπως διαμορφώθηκε στην Ευρώπη, είναι ότι οι εκπρόσωποι του Λαού (Κυβέρνηση – βουλευτές) ενεργούν πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της λαϊκής εντολής όπως αυτή σχηματίζεται στις εκλογές (και στα δημοψηφίσματα).

Η γενική δέσμευση των βουλευτών και της κυβέρνησης σε πλαίσια, που τίθενται από το εκλογικό σώμα κατά τις εκλογές, υποστηρίχθηκε πολύ νωρίς στην Αγγλία, την κοιτίδα του αντιπροσωπευτισμού, κυρίως υπό την έννοια, ότι βασικές αλλαγές της πολιτικής δεν πρέπει να γίνονται, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του λαού. Τις αρχές της θεωρίας αυτής ανάγει ο W. I. Jennings ήδη στο έτος 1886, όταν ο λόρδος Hartington υποστήριξε την ύπαρξη συγκεκριμένων ορίων, που προκύπτουν από τις σχέσεις του κοινοβουλίου με τους εκλογείς και τα οποία το κοινοβούλιο δεν επιτρέπεται να υπερβεί. Δεν έχει το κοινοβούλιο το δικαίωμα να θεσπίσει νομοθεσία - εφόσον δεν υπάρχει απρόβλεπτη και επείγουσα περίπτωση (Emergency) - για θέματα πάνω στα οποία οι εκλογείς δεν είναι πληροφορημένοι .

Η θεωρία αυτή της γενικής εντολής (general mandate) γίνεται γενικότερα δεκτή στην Αγγλία, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πολιτικό πρακτικό επίπεδο . Στις βάσεις της ανήκει η αντίληψη, ότι η κυβερνητική πολιτική πρέπει να έχει την εκλογική επιδοκιμασία, να έχει δηλαδή εγκριθεί από τον λαό πριν από την εφαρμογή της. Η κυβέρνηση αντίθετα δεν μπορεί να προβεί στην εισαγωγή μέτρων, που προεκλογικά δεν υποβλήθηκαν στην κρίση του λαού και δεν έχουν έτσι την λαϊκή έγκριση. Σε αυτή της την έννοια, η αγγλική θεωρία της γενικής εντολής, συνοψίζεται στην πρόταση: Τόσες μόνο αλλαγές, όσες έχει εγκρίνει το Εκλογικό Σώμα. Εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα της εκ των προτέρων έγκρισης των ληπτέων μέτρων και της εφαρμοστέας πολιτικής, γίνονται δεκτές για τα απρόβλεπτα γεγονότα, που εμφανίζονται στο μεταξύ δύο εκλογών χρονικό διάστημα. Πέρα όμως απ' αυτές τις εξαιρέσεις η κυβερνητική πολιτική πρέπει να έχει την εκλογική επιδοκιμασία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω έχουν υπάρξει στην Αγγλία, κατά το παρελθόν, παραδείγματα κοινοβουλίων, που διαλύθηκαν για να εξασφαλίσει η κυβέρνηση εκλογική εντολή για ένα συγκεκριμένο θέμα, το οποίο δεν είχε τεθεί προεκλογικά. Στις δύο εκλογές του 1910, η φιλελεύθερη κυβέρνηση, επιδίωξε την εκλογική επιδοκιμασία για τα ειδικά ζητήματα του οικονομικού προϋπολογισμού (Finance Bill) και για την μεταρρύθμιση των εξουσιών της βουλής των Λόρδων. Το 1923 ο Baldwin προέβη σε πρόωρη διάλυση του κοινοβουλίου, για να πάρει ειδική εντολή για δασμολογικές μεταρρυθμίσεις. Το 1961 και το 1967 υποστηρίχθηκε, ότι η Αγγλία δεν θα έπρεπε να εισέλθει στην Κοινή Αγορά, μέχρις ότου εκφρασθεί το εκλογικό σώμα για το ειδικό αυτό ζήτημα στις εκλογές ή με δημοψήφισμα, όπως και έγινε τελικά. Η αντίληψη ότι οι βασικές πολιτικές αποφάσεις πρέπει να παίρνονται άμεσα από τον λαό, έχει επικρατήσει στην σύγχρονη δημοκρατία.

Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο έχει χαρακτηρισθεί ως αντισυνταγματική η συμπεριφορά της κυβέρνησης - τόσο στην Αγγλία, όσο και στην Γερμανία - σε περιπτώσεις, που έχουν ληφθεί αποφάσεις, ασυμβίβαστες με την λαϊκή εντολή .

Οι παραπάνω βασικοί κανόνες λειτουργίας της σύγχρονης Δημοκρατίας παραβιάζονται απερίφραστα στην Ελλάδα. Έστω και αν μπορούσε να δικαιολογηθεί η λήψη ορισμένων επειγόντων μέτρων στην αρχή της θητείας αυτής της κυβέρνησης σε καμιά περίπτωση δεν νομιμοποιείται συνταγματικά και δημοκρατικά η λήψη τόσο βασικών, τόσο πολλών και τόσο αντίθετων προς τη λαϊκή θέληση μέτρων, όπως αυτών που ακούμε και ζούμε σήμερα. Η κυβέρνηση ανήλθε με άλλο πρόγραμμα στην εξουσία και δεν νομιμοποιείται συνταγματικά να λαμβάνει τόσο μεγάλης σημασίας μέτρα, που δεν έχουν τεθεί στη κρίση του Ελληνικού Λαού. Τα μέτρα αυτά στερούνται δημοκρατικής νομιμοποίησης και είναι συνταγματικά μετέωρα. Η κυβερνητική συμπεριφορά δεν συνιστά ειλικρινή εφαρμογή του Συντάγματος. Αντίθετα συντείνει στη δημιουργία συνθηκών συνταγματικής εκτροπής.

Η αποκατάσταση της συνταγματικής ομαλότητας απαιτεί την έκφραση της λαϊκής θέλησης το συντομότερο δυνατό.