Η ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ

Προτάσεις μέτρων οικονομικής δικαιοσύνης

Προτάσεις μέτρων οικονομικής δικαιοσύνης

Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και την αναμενόμενη εισαγωγή νέων μέτρων, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης διαπραγμάτευσης, η απόσταση μεταξύ ελληνικής κοινωνίας και Ευρωπαίων εταίρων ενδέχεται να γίνει ακόμα μεγαλύτερη, δεδομένης της οικονομικής εξάντλησης των πρώτων και της αύξησης των απαιτήσεων των δεύτερων.

του Χρήστου Κλειώση, Δικηγόρου Αθηνών
Προέδρου «Ένωσης Φορολογουμενων Ελλάδος»

Για το λόγο αυτό σκόπιμο είναι να εισαχθούν στο δημόσιο διάλογο κάποιες θέσεις για την φορολογική πολιτική και γενικότερα την οικονομική πολίτική οι οποίες θα επιχειρήσουν να ισορροπήσουν μεταξύ ανάπτυξης και αλληλεγγύης γιατί η κρυμμένη ένταση που επικρατεί στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις, οι οποίες σώφρον είναι να προληφθούν. Με αποκλειστικό γνώμονα την εμπέδωση ενός κλίματος ασφάλειας στους πολίτες αυτής της χώρας που έχουν απομείνει οι μόνοι σταθεροί χρηματοδότες του κράτους πιστεύω ότι η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να ζητήσει αυτονόητες μεταρρυθμίσεις προστασίας της οικονομικής τους επιβίωσης τους οι οποίες θα κινούνται σε τρεις άξονες: την κοινωνική δικαιοσύνη, την ανάπτυξη και την διαφάνεια. Θέτουμε επομένως υπ’ όψιν της κοινωνίας αλλά και κάθε ενδιαφερόμενου παράγοντα τις εξής θέσεις εξομάλυνσης της σημερινής κατάστασης.

Πρόταση 1η – Αξιοποίηση της δικαστικής οδού ως εναλλακτικής μεθόδου προσδιορισμού φορολογικής αξίας ακινήτου.

Πλήθος συμπολιτών μας αλλά και συναδέλφων αντιμετωπίζουν αδυναμία καταβολής του ΦΑΠ και του ΕΝΦΙΑ που τους αναλογεί επειδή τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν για να καλύψουν το ποσό αυτού του φόρου. Για αυτό το λόγο άλλωστε, πέρσι τον Σεπτέμβρη είχαμε κινητοποιήσει απλούς πολίτες να προσφύγουν κατά του άδικου αυτού φόρου. Συνεπείς σε αυτή τη θέση προτείνουμε σήμερα δυο πράγματα:

Αφενός να διευκολυνθεί δικαστικά η αμφισβήτηση της αντικειμενικής αξίας από κάθε φορολογούμενο πολίτη, όπως γίνεται σε πολλά κράτη της Ευρώπης, στα πλαίσια μιας εξειδικευμένης δίκης που θα έχει μόνο αυτό το αντικείμενο, την εξεύρεση της φορολογητέας αξίας ενός ακινήτου βάσει των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του, δεδομένου άλλωστε ότι το ΣτΕ έχει κρίνει ότι είναι μαχητή η αξία ενός ακινήτου που προσδιορίζεται αντικειμενικά (ειδικά για τον ΦΑΠ βλεπε την ΣτΕ 86/2015). Ως διευκόλυνση της δικαστικής αμφισβήτησης θα μπορούσε να νοηθεί μεταξύ άλλων και η νομοθετική πρόβλεψη ταχείας εκδίκασης και μειωμένου παραβόλου.

Αφετέρου να αναστέλλεται για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα φορολογικό έτος), δικαστικώς ή διοικητικώς, η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του προσώπου που αδυνατεί να καταβάλει τον φόρο από τα εισοδήματά του. Ο πολίτης που έχει περιουσία και ενδεχομένως αναζητά τρόπο ρευστοποίησης ή αξιοποίησης για να φανεί συνεπής ως φορολογούμενος δεν πρέπει να ζει υπό τον φόβο της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού. Έτσι εξισορροπείται το συμφέρον του δημοσίου που δεν χάνει το φόρο του, με την ανάγκη του πολίτη να προστατευθεί από μια άδικη αναγκαστική εκτέλεση για όσο διάστημα ανυπαιτίως στερείται των κεφαλαίων για να πληρώσει τον φόρο

Ας σημειωθεί ότι αυτή η ομάδα φορολογούμενων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα και για αυτό δεν πρέπει να αγνοηθεί. Αντιθέτως θα πρέπει να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση ώστε να μην εξωθηθεί σε ακραίες και ριζοσπαστικές λύσεις λόγω του ανορθολογισμού του φορολογικού μας συστήματος αναφορικά με τις «αντικειμενικές αξίες».

Πρόταση 2η – Καταπολέμηση της ασάφειας της φορολογικής νομοθεσίας με τη διεθνή πρακτική των tax rulings

Η πρακτική της «καταστρεπτικής αμφισημίας» των φορολογικών νόμων επιτρέπει στους φορολογικούς ελεγκτές να έχουν ευρύτατο περιθώριο ερμηνείας των φορολογικών διατάξεων, ορισμένες από τις οποίες εισήχθησαν την δεκαετία του 1950, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε δικαστικές διαμάχες δεκαετιών.

Ως αντίδοτο στη γενικευμένη ασάφεια προτείνεται η εισαγωγή ενός θεσμού που αναγκάζει την διοίκηση να πάρει θέσει με τρόπο δεσμευτικό πριν καν λάβει χώρα ένας φορολογικός έλεγχος: τον θεσμό των tax rulings που εφαρμόζεται στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον οποίο αν τεθεί θέμα ασάφειας διάταξης ή αν ο φορολογούμενος θέλει να διευκρινιστεί πως εφαρμόζεται ο φορολογικός νόμος στην δική του περίπτωση, μπορεί, καταβάλλοντας ένα αντίτιμο στο δημόσιο ταμείο, να λάβει μια δεσμευτική απάντηση από την φορολογική αρχή η οποία δεσμεύει την φορολογική αρχή σε κάθε μελλοντικό φορολογικό έλεγχο μέχρι να ανακληθεί.

Δυστυχώς σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο με τον νόμο 4174/2013 έχει αποφασίσει ότι οι πληροφόρηση του φορολογούμενου από την διοίκηση δεν είναι δεσμευτική για αυτήν. Έτσι η φορολογική διοίκηση μπορεί να μην παρει θέση ή αν πάρει θέση ξέρει ότι μπορεί να αλλάξει άποψη εκθέτοντας σε κινδύνους κυρώσεων τον φορολογούμενο που την εμπιστεύτηκε. Είναι προφανές ότι κανείς δεν θέλει να επενδύσει ούτε ένα ευρώ σε ένα φορολογικό ναρκοπέδιο ούτε να εξαρτηθεί από την «καλή πρόθεση» φορολογικών ελεγκτών που ξέρουν πως ότι και αν αποφασίσουν θα αναιρεθεί μετά από αρκετά χρόνια στα διοικητικά δικαστήρια.

Άλλωστε έτσι έμμεσα εξορθολογίζεται η φορολογική δικαιοσύνη: Αντί να κατατίθενται φορολογικές προσφυγές επί των δεκάδων καταλογιστικών πράξεων ενός φορολογικού ελέγχου, όταν αυτός λάβει χώρα μετά από αρκετά έτη, θα ήταν πιο πρακτικό για τους διαδίκους αλλά και για τα δικαστήρια να τίθενται ενώπιον της δικαστικής κρίσης προληπτικώς όλα τα νομικά ζητήματα για τα οποία διαφωνούν οι φορολογούμενοι με τη φορολογική διοίκηση. Έτσι και μικρότερος θα είναι ο όγκος εργασίας για τα δικαστήρια, και δεν θα εξαρτάται η επιβίωση μιας επιχείρησης από την έκβαση μιας φορολογικής υπόθεσης.

Πρόταση 3η – Καθιέρωση κοινού μηχανισμού εκπαίδευσης υπαλλήλων ΥΠΟΙΚ και ιδιωτών Φοροτεχνικών.

Στο σημείο της εφαρμογής της κάθε φορολογικής πολιτικής μεγάλο ρόλο παίζει η έγκαιρη ενημέρωση υπαλλήλων και φορολογούμενων. Αυτό που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια συνεχή και ομοιόμορφη ενημέρωση των υπαλλήλων, αλλά και των φορολογούμενων καθώς και των επαγγελματιών του χώρου με χαμηλό κόστος σε χρήμα και χρόνο θα ήταν η εφαρμογή μεθόδων εκπαιδεύσεως εξ αποστάσεως e-learning.

Με την χρήση μιας ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας σαν αυτές που χρησιμοποιούνται ήδη στο εμπόριο, το Υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε :
α) Να προσδιορίζει ποιοι υπάλληλοι, λόγω αντικειμένου, θα πρέπει να ενημερωθούν κάθε φορά αλλάζει μια διάταξη. Π.χ. κάθε φορά που αλλάζει μια διάταξη της φορολογίας κεφαλαίου, θα καλούνται όλοι υπάλληλοι των τμημάτων κεφαλαίου, να παρακολουθήσουν το εξειδικευμένο ηλεκτρονικό σεμινάριο.
β) Να ορίζει με ευελιξία τον χρόνο επιμόρφωσης ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Είναι σίγουρα πολύ πιο βολικό να ορίζει η κάθε υπηρεσία τον χρόνο μετεκπαίδευσης των υπαλλήλων της, από το να πρέπει να προσαρμοστεί στις ημέρες και ώρες διεξαγωγής ενός σεμιναρίου που διοργανώνεται κεντρικά.
γ) Να επιβεβαιώνει ότι ο υπάλληλος αντιλήφθηκε πλήρως τις νομοθετικές μεταβολές με την χρήση ηλεκτρονικού τεστ αξιολόγησης (π.χ. multiple choice question) με το πέρας του ηλεκτρονικού σεμιναρίου.
δ) Να τοποθετεί υπαλλήλους στη κάθε υπηρεσία ανάλογα με τις πιστοποιημένες μέσω εξετάσεων γνώσεις του στο συγκεκριμένο αντικείμενο.
ε) Να υπάρχει τέλος μια υπηρεσία καταγραφής και κοινοποίησης των τυχόν εξειδικευμένων αναπάντητων ερωτημάτων ανά αντικείμενο φορολογίας, ώστε να δρομολογείται η σύνταξη και η κοινοποίηση σε όλους τους ενδιαφερόμενους απαντητικών εγκυκλίων προκειμ΄νεου να επιτυγχάνεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του νόμου ακόμη και στο πιο εξειδικευμένο νομικό ζήτημα.
Σκοπός είναι να εξαλειφθεί η απάντηση «δεν ξέρω» από το στόμα των υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομικών.
Επίσης υπογραμμίζεται ότι η χρήση της μεθόδου e-learning θα διευκόλυνε την κατάρτιση τόσο των νεοδιοριζόμενων υπαλλήλων όσο και των υπαλλήλων που λόγω υπηρεσιακής μεταβολής αλλάζουν αντικείμενο (π.χ. μεταφέρονται από το τμήμα του κεφαλαίου στο τμήμα εσόδων).

Τέλος εννοείται ότι όλη αυτή η βάση δεδομένων με εκπαιδευτικό υλικό θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε όλους τους φοροτεχνικούς ή άλλους σχετιζόμενους επαγγελματίες όπως οι συμβολαιογράφοι, ώστε να διευκολύνεται η εφαρμογή του νόμου και στον ιδιωτικό τομέα.

Πρόταση 4η - Επαναφορά του αφορολόγητου ορίου στους ανεξάρτητα απασχολούμενους επαγγελματίες και σύνδεσή του με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα σε ειδικές περιπτώσεις ευπαθών κοινωνικών ομάδων (πολύτεκνοι, ανάπηροι, καρκινοπαθείς κλπ)

Το αφορολόγητο όριο δεν είναι «φιλοδώρημα» της εκάστοτε φορολογικής διοίκησης που το προσδιορίζει ανάλογα με τις προτεραιότητές της όταν το εισηγείται στα φορολογικά νομοσχέδια. Είναι υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 2 του Συντάγματος, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα έναν οικουμενικό κανόνα δικαίου, την υποχρέωση του κράτους να σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σήμερα το αφορολόγητο όριο είναι αδικαιολόγητα χαμηλό ή ανύπαρκτο σε δυο ομάδες συμπολιτών μας: τους ανεξάρτητα απασχολούμενους επαγγελματίες και τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες του άρθρου 21 παρ.2 του Συντάγματος.
Για την πρώτη ομάδα φορολογούμενων θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η οικογένεια ενός ελεύθερου επαγγελματία δεν πρέπει να στερηθεί τα απαραίτητα για να πληρωθεί ο φόρος εισοδήματος, όπως ακριβώς συμβαίνει, και ορθώς, με την οικογένεια του μισθωτού. Είναι επομένως συνταγματικώς επιβεβλημένο να υπάρχει ένα ελάχιστο όριο εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία, το οποίο δεν θα μειωθεί περεταίρω με φόρους. Ξέρουμε ότι υπάρχει η μομφή της φοροδιαφυγής που ενδημεί στους ελεύθερους επαγγελματίες και προκαλεί αυτή τη δυσμενή μεταχείριση, αλλά με τέτοια αντιμετώπιση το κράτος καταλήγει τελικά να τιμωρεί τους αδύναμους έντιμους ελεύθερους επαγγελματίες, γιατί όσοι φοροδιαφεύγουν έχουν εξασφαλίσει το βιοτικό τους επίπεδο μέσω του μαύρου χρήματος που διαθέτουν. Η λύση βρίσκεται στην αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, όχι στην ισοπεδωτική τιμωρία της κατάργησης του αφορολόγητου ορίου.
Αντί αυτής της αδικαιολόγητης εξάλειψης του αφορολόγητου ορίου το κράτος θα έπρεπε να αναζητήσει μηχανισμούς εξάρθρωσης της φοροδιαφυγής στους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως η πληρωμή μέσω τρίτων που εξασφαλίζει και τους φόρους συναλλαγών (ΦΠΑ κυρίως). Τονίζεται εξάλλου ότι ήδη ορισμένες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών, όπως οι ασφαλιστές, αδυνατούν να φοροδιαφύγουν αφού η αμοιβή τους εκκαθαρίζεται και καταβάλλεται όχι από τον πελάτη αλλά από τρίτο (π.χ. ασφαλιστική εταιρεία) που κάνει τις σχετικές κρατήσεις.

Εξάλλου, το δημοσιονομικό κόστος της εξάλειψης αυτής της άδικης μεταχείρισης είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με την συνέπεια που έχει σταδιακά η απουσία αφορολογήτου ορίου: Το οριστικό λουκέτο μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων των οποίων η οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να γεννήσει φορολογικά έσοδα αν τους εξασφαλιστεί ένα ασφαλές και βιώσιμο περιβάλλον. Παράλληλα ας υπογραμμιστεί μια ακόμη παρενέργεια: όλοι οι πρώην ανεξάρτητα απασχολούμενοι επαγγελματίες, αν αναγκαστούν να κλείσουν τις ατομικές επιχειρήσεις τους, θα αναζητήσουν εργασία ως μισθωτοί, πράγμα που θα εκτινάξει τα ποσοστά της ανεργίας. Για αυτό το λόγο πρέπει πάση θυσία, ως συμβολική ενέργεια αποκατάστασης φορολογικής δικαιοσύνης, να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο αφορολόγητο όριο και για αυτούς ώστε να παραμείνουν οικονομικά ενεργοί.

Όσον αφορά τους πιο εξασθενημένους οικονομικά φορολογούμενούς μας θα θυμίσουμε ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει μια ξεκάθαρη υποχρέωση που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο : «Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος.»

Αυτή η «ειδική φροντίδα» θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνο ύστερα από την εξατομικευμένη προσέγγιση της φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό. Θα πρέπει δηλαδή για αυτές τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, που έτσι και αλλιώς είναι μειωμένης φοροδοτικής δυνατότητας και ο δημοσιονομικός αντίκτυπος της επιείκειας προς αυτούς είναι εξ’ ορισμού μειωμένος, να προσδιορίζεται το αφορολόγητο όριο, εφόσον το επιθυμούν φυσικά και οι ίδιοι, όχι αφηρημένα από το νόμο αλλά με εξατομικευμένη προσέγγιση από τη διοίκηση ή τη δικαιοσύνη με γρήγορες διαδικασίες και αφού ληφθεί υπόψη το σύνολο των οικονομικών δυνατοτήτων του νοικοκυριού τους, δηλαδή ο οικογενειακός τους προϋπολογισμός. Διαφορετικά το κράτος διεκδικεί από αυτούς τους φορολογούμενους ένα τμήμα από το εισόδημα του που του είναι απαραίτητο για την βιολογική πλέον επιβίωση των μελών του.

Πρόταση 5η – Διαγραφή βεβαιωμένων ποσών κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών των ανεξάρτητα απασχολούμενων (ΟΑΕΕ & ΕΤΑΑ) που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν καθώς και του αντίστοιχου χρόνου ασφάλισης που αντιστοιχεί σε αυτές τις οφειλές.

Σήμερα, υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες υπερχρεωμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες στον ΟΑΕΕ αλλά και στο ΕΤΑΑ. Όλοι αυτοί χρωστούν με τη σειρά τους δεκάδες χιλιάδες ευρώ χωρίς ποτέ να υπάρχει η ελπίδα να αποπληρώσουν, αφού όπως είπαμε στην προηγούμενη πρόταση οι εισφορές υπολογίζονται επί μη ρεαλιστικών δεδομένων, με αποτέλεσμα να σταματούν την οικονομική τους δραστηριότητα και να μην παράγονται έσοδα να για ν αποπληρωθούν τα συσσωρευμένα χρέη στα ταμεία.

Η αντιμετώπιση του αδιεξόδου δεν είναι να απειλήσουμε αυτούς τους ανθρώπους με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς για να εξοφλήσουν χρέη στα ταμεία τους, τα οποία αδυνατούν να εξυπηρετήσουν, αλλά να τους πάρουμε από πάνω το βάρος με αντάλλαγμα να «σβηστεί» ο ασφαλιστικός χρόνος που αντιστοιχεί στις εισφορές που δεν μπορούν να εξοφληθούν. Με απλά λόγια, ας διαγραφούν τα χρέη στα ταμεία μαζί με το χρόνο ασφάλισης στον οποίο αντιστοιχούν. Φυσικά επειδή ελλοχεύουν κίνδυνοι κατάχρησης θα πρέπει να υπάρχουν κριτήρια για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μέτρο, από τα οποία θα διαγιγνώσκεται η πραγματική αδυναμία καταβολής και όχι η δυστροπία του οφειλέτη, αφού υπάρχουν και περιπτώσεις οφειλετών που μπορούν να τακτοποιήσουν τις οφειλές αλλά δεν το πράττουν, και αυτοί δεν θα πρέπει να σε καμία περίπτωση να τύχουν μιας τέτοιας ευνοϊκής μεταχείρισης.

Επίσης όμως θα πρέπει να παρέχεται η ευχέρεια να εξαγοραστεί μελλοντικά ο χρόνος που διαγράφηκε έναντι ενός ευλόγου ποσού, που θα προσδιορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ταμείου.

Πρόταση 6η – Αρχές δίκαιης και ωφέλιμης αντιμετώπισης των (ψευδο)μεγαλοφειλετών από την πολιτεία: Εισαγωγή καθεστώτος φορολογικής πτώχευσης

Η φορολογική μεταχείριση ανθρώπων που βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία να καταβάλλουν ποσά που συνήθως έχουν προκύψει με την εφαρμογή της πρακτικής του «εξωλογιστικού προσδιορισμού», θα πρέπει να τεθεί σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο με γνώμονα την οικονομική τους επαναδραστηριοποίηση. Η εθνική οικονομία δεν οφελείται από επιχειρηματίες εγκλωβισμένους στο χρέος, ειδικά όταν αυτό δημιουργήθηκε βάσει νομικών τεχνασμάτων όπως ο «εξωλογιστικός προσδιορισμός» που επιβάλλουν φόρο επί ανύπαρκτης φορολογητέας ύλης. Όφελος του κράτους είναι η οικονομική δραστηριοποίηση των φορολογουμένων του όχι η διαιώνιση χρεών που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να προβλεφθεί μια ταχεία διαδικασία «Φορολογικής πτώχευσης» όπου το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων πλην της πρώτης κατοικίας ρευστοποιούνται υπέρ του δημοσίου και δίνεται η δυνατότητα στο φορολογούμενο να επανενεργοποιηθεί οικονομικά παράγοντας φορολογητέο εισόδημα. Παράλληλα θα πρέπει να μην αποτελεί ποινικό αδίκημα η μη καταβολή οφειλών προς το δημόσιο όταν οφείλεται σε αποδεδειγμένη ανυπαίτια αδυναμία.

Πρόταση 7η – Διαφάνεια στο καθεστώς κάθε δημοσιονομικής επιβάρυνσης.

Η μεθοδολογία υπολογισμού διαφόρων οικονομικών βαρών των νοικοκυριών που χρησιμοποιείται όχι μονό από το δημόσιο αλλά και από άλλους φορείς, ακόμη και από πιστωτικά ιδρύματα χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ελλιπή ενημέρωση του οφειλέτη. Ξεκινώντας από τον ΕΝΦΙΑ όπου ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας του ακινήτου δεν γνωστοποιείται στον ιδιοκτήτη του ακινήτου και φτάνοντας στις διάφορες χρεώσεις που επιβάλλονται στα τιμολόγια της ΔΕΗ παρατηρούμε ότι ο τρόπος υπολογισμού δεν είναι πάντα σαφής, και το σημαντικότερο, δεν είναι πάντα γνωστές οι παραδοχές που οδήγησαν στον υπολογισμό του φόρου ή του τέλους. Αυτό που προτείνουμε είναι η θεσμοθέτηση ενός γενικού πλαισίου διαφάνειας για τις όλες τις χρεώσεις ώστε ο φορολογούμενος να αισθάνεται ότι έχει απέναντί του ένα κράτος που τον αντιμετωπίζει με σεβασμό παρέχοντάς του όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για να ελέγξει την ενδεχόμενη ύπαρξη κάποιου σφάλματος. Η κρυφή ή ανεξήγητη χρέωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόπειρα απάτης, είτε από ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα. Παράλληλα σε αρκετές περιπτώσεις παρανόμων χρεώσεων που έχουν εξουθενώσει το εισόδημα των φορολογουμένων θα μπορούν με αυτό τον τρόπο να έρθουν πιο εύκολα στο φως της δημοσιότητας για να ασκηθεί η απαραίτητη δημόσια κριτική αλλά και να δρομολογηθούν νομικές κινήσεις για την κατάργησή τους.