ΦΑΡΜΑΚΟ

Επιστημονική Υπηρεσίας της Βουλής: Αντισυνταγματική η διάταξη για τις τιμές των φαρμάκων

Επιστημονική Υπηρεσίας της Βουλής: Αντισυνταγματική η διάταξη για τις τιμές των φαρμάκων

Προβληματικές κρίνει δεκάδες διατάξεις του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους και προειδοποιεί την κυβέρνηση ότι πολλά από τα προς ψήφιση μέτρα, είναι δυνατό να καταπέσουν στα αρμόδια δικαστήρια.

Η έκθεση επί του νομοσχεδίου «Μέτρα για την εφαρμογή της Συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής εντοπίζει παραβιάσεις του Συντάγματος στις διατάξεις οι οποίες αφορούν κυρίως σε πλευρές του φορολογικού και του συνταξιοδοτικού, καθώς και στη διάταξη για την τιμολόγηση των εκτός πατέντου και γενοσήμων φαρμάκων.

Σύμφωνα με την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, οι κρίσιμες προϋποθέσεις για να αξιολογηθεί ως συνταγματικός ο επίμαχος περιορισμός της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, ο οποίος προκύπτει από τη διατίμηση στο φάρμακο, είναι να μην προσβάλλεται ο πυρήνας της επιχειρηματικής ελευθερίας, καθώς και ο περιορισμός να είναι «αναγκαίος, κατάλληλος και επαρκής, εν στενή εννοία ανάλογος προς τον επιδιωκόµενο σκοπό». Επισημαίνει δε, ότι κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, η «τιµή πώλησης φαρµάκου όχι µόνο δεν µπορεί να είναι κατώτερη από το κόστος παραγωγής ή εµπορίας ορθολογικώς οργανωµένης επιχείρησης στον κλάδο παραγωγής ή εµπορίας φαρµάκου – όπως το κόστος αυτό διαµορφώνεται υπό συγκεκριµένες, από άποψη τόπου και χρόνου, οικονοµοτεχνικές συνθήκες – αλλά πρέπει να περιλαµβάνει και εύλογο ποσοστό κέρδους που προσδοκά µία ορθολογικώς επίσης οργανωµένη επιχείρηση».

Επομένως, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, όχι μόνο δέχεται, αλλά τεκμηριώνει και νομικά τα επιχειρήματα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, οι φορείς της οποίας έχουν προειδοποιήσει για τους κινδύνους που εγκυμονεί η ενδεχόμενη εφαρμογή της διάταξης, για τις μειώσεις στις τιμές των ήδη οικονομικών φαρμάκων. Αυτοί είναι η απόσυρση από την αγορά οικονομικών εγχωρίως παραγόμενων φαρμάκων και η υποκατάστασή τους από ακριβά, εισαγόμενα. Επίσης, από τη στιγμή που θα καταστεί η παραγωγή ασύμφορη, εργοστασιακές μονάδες θα κλείσουν και θα χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας, με παράλληλο πλήγμα στην εθνική οικονομία, στις εξαγωγές και στο ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αν και φάνηκε να μην πτοείται από τις παρεμβάσεις των εκπροσώπων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και να συνεχίζει πιστά στο σχέδιο των δανειστών για την καταστροφή της εγχώριας παραγωγής, θα πρέπει τουλάχιστον να μην παραβλέψει την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής και να αποσύρει τη διάταξη.

Μέσα σε ένα εύλογο διάστημα και μετά από διαβούλευση με όλη την αλυσίδα φαρμάκου, θα πρέπει να επανέλθει με μία πρόταση συνολικής φαρμακευτικής πολιτικής, ενός εθνικού σχεδίου για το φάρμακο, το οποίο δεν θα εξαντλείται σε μονομερείς παρεμβάσεις στις τιμές και σε αναδιανομή της πίτας προς όφελος των πολυεθνικών, όπως ζητούν οι δανειστές.

Αναλυτικά, για το επίμαχο άρθρο 15, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αναφέρει:

«Η φαρµακευτική πολιτική, ως υποσύστηµα του συστήµατος υγείας, υπόκειται, κατά βάση, στις συνταγµατικές αρχές που διέπουν την πολιτική υγείας και τις δεσµεύσεις που περιορίζουν τη δράση των κρατικών οργάνων κατά τη χάραξη και υλοποίηση της υγειονοµικής πολιτικής. Όπως προκύπτει από τη νοµολογία (βλ., ενδεικτικώς, ΣτΕ 5380/1995, ΤοΣ, 1997, σελ. 156, ΣτΕ 1374/1997, ΤοΣ, 1998, σελ. 532, ΣτΕ 1678/2002, αδηµοσίευτη στον νοµικό τύπο), η συνταγµατική ρύθµιση του συστήµατος υγείας θεµελιώνεται στη συστηµατική ερµηνεία σειράς συνταγµατικών διατάξεων, που κατοχυρώνουν επιµέρους όψεις θεµελιωδών αρχών και δικαιωµάτων, και συγκεκριµένως, α) διατάξεις που κατοχυρώνουν τη δέσµευση της Πολιτείας να λαµβάνει µέτρα για την υγειονοµική προστασία των πολιτών (άρθρα 5 παρ. 1, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 του Συντάγµατος), β) διατάξεις που οριοθετούν τη συνταγµατική ρύθµιση της υγειονοµικής προστασίας µε γνώµονα υπέρτερα έννοµα αγαθά, όπως ιδίως ο σεβασµός της αξίας του ανθρώπου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος, και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγµατος, και γ) διατάξεις που αφορούν την εγγύηση του συστήµατος της ελεύθερης οικονοµίας, αναγνωρίζοντας ευρεία σφαίρα οικονοµικής δράσης στους ιδιώτες, αλλά, ταυτοχρόνως, και τη δυνατότητα του κράτους να παρεµβαίνει στην οικονοµία της αγοράς (άρθρα 5 παρ. 1, 17, 25 παρ. 1 έως 4, 79 παρ. 8 και 106 του Συντάγµατος). Βλ., σχετικώς, Χ. Γκόλνα, Ξ. Κοντιάδη, Κ. Σουλιώτη, Φαρµακευτική Πολιτική στην Ελλάδα και την Ευρώπη, 2005, σελ. 219. Οι τρεις αυτές δέσµες συνταγµατικών δικαιωµάτων συνιστούν το συνταγµατικό πλαίσιο άσκησης της φαρµακευτικής πολιτικής.

Η συστηµατική ερµηνεία τους καταδεικνύει ότι, ως προς τα ζητήµατα φαρµακευτικής πολιτικής, επιλέγονται ρυθµίσεις που κατοχυρώνουν, κυρίως, την οικονοµική ελευθερία και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Και αυτό, διότι το φάρµακο αποτελεί όχι µόνο κοινωνικό, αλλά και καταναλωτικό αγαθό µε αυξηµένο κόστος παραγωγής. Η Πολιτεία τελεί, εποµένως, ως προς την παραγωγή και τη διάθεση των φαρµακευτικών σκευασµάτων, σε σηµαντικό βαθµό υπό καθεστώς «εξάρτησης» από την έρευνα, την παραγωγή και τις εµπορικές συναλλαγές της φαρµακευτικής βιοµηχανίας (βλ., αναλυτικώς, Χ. Γκόλνα, Ξ. Κοντιάδη, Κ. Σουλιώτη, ό.π., σελ. 34 – 35 και 219 επ.). Έτσι, το σύστηµα υπολογισµού της τιµής του φαρµάκου αποτελεί το πλέον σύνθετο ζήτηµα συνταγµατικότητας στο πεδίο της φαρµακευτικής πολιτικής. Στην περίπτωση του φαρµάκου, η επιβολή διατίµησης (και, γενικώς, η κρατική ρύθµιση της τιµής) θεωρείται, υπό προϋποθέσεις, συνταγµατικώς ανεκτή ως µέσο άρσης της σύγκρουσης µεταξύ του δικαιώµατος για φαρµακευτική κάλυψη και της επιχειρηµατικής ελευθερίας. Έτσι, ο συγκεκριµένος περιορισµός του ελεύθερου ανταγωνισµού χαρακτηρίζεται σύµφωνος προς τη συνταγµατική τάξη, όταν προκύπτει µε γνώµονα την αρχή της αναλογικότητας, µετά από στάθµιση των συγκρουόµενων αλλά και παραπληρωµατικών έννοµων αγαθών. Δύο, εποµένως, είναι οι κρίσιµες προϋποθέσεις για να αξιολογηθεί συνταγµατικώς ο επίµαχος περιορισµός της ιδιωτικής επιχειρηµατικής πρωτοβουλίας. Αφενός, να µην προσβάλλεται ο πυρήνας της επιχειρηµατικής ελευθερίας, αφετέρου, ο περιορισµός να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και επαρκής, εν στενή εννοία ανάλογος προς τον επιδιωκόµενο σκοπό. Στο πλαίσιο αυτό έχει επανειληµµένως κριθεί [ΣτΕ (Ολ) 3633/ 2004, ΝοΒ 2005, σελ. 778, ΣτΕ 85/2006, 323/2007, ΔΕφΑθ 4659/2009, ΕΕµπΔ 2010, σελ. 316] ότι «όταν η Διοίκηση ορίζει, µε κανονιστική πράξη, τον τρόπο διαµόρφωσης των ανώτατων τιµών πώλησης των φαρµάκων και τον τρόπο επαλήθευσης των τιµών, οφείλει να θεσπίζει πρόσφορα κριτήρια κοστολόγησης και επαλήθευσης των τιµών, κατά συνεκτίµηση των οποίων εξευρίσκεται το αποδεκτό κόστος των φαρµάκων. (...)». Το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγµατος «προστατεύει την ελευθερία της οικονοµικής δραστηριότητας, στην οποία περιλαµβάνεται και η ελευθερία άσκησης του εµπορίου, και αποβλέπει, µεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της ελεύθερης οικονοµικής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ώστε να µπορούν αυτές να εργάζονται κερδοσκοπικώς στα πλαίσια της ανταγωνιστικής αγοράς. Και ναι µεν η διάταξη αυτή δεν αποκλείει στον κοινό νοµοθέτη, ή, κατ’ εξουσιοδότηση του, στη Διοίκηση, να θεσπίζει περιορισµούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δηµοσίου συµφέροντος, οι περιορισµοί όµως αυτοί δεν επιτρέπεται να καθιστούν πράγµατι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή την πραγµατοποίηση των θεµιτών σκοπών της επιχειρηµατικής δραστηριότητας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχείρησης ως οικονοµικής µονάδας».

Εποµένως, κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, η τιµή πώλησης φαρµάκου όχι µόνο δεν µπορεί να είναι κατώτερη από το κόστος παραγωγής ή εµπορίας ορθολογικώς οργανωµένης επιχείρησης στον κλάδο παραγωγής ή εµπορίας φαρµάκου – όπως το κόστος αυτό διαµορφώνεται υπό συγκεκριµένες, από άποψη τόπου και χρόνου, οικονοµοτεχνικές συνθήκες – «αλλά πρέπει να περιλαµβάνει και εύλογο ποσοστό κέρδους που προσδοκά µία ορθολογικώς επίσης οργανωµένη επιχείρηση» (ΔΕφΑθ 4659/2009, όπ., π., σελ. 316, πρβλ. και Χ. Γκόλνα, Ξ. Κοντιάδη, Κ. Σουλιώτη, όπ. π., σελ. 244 επ.)».

Σχετικές ειδήσεις