ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Η επιστροφή του βινυλίου

Η επιστροφή του βινυλίου

Για τους νεότερους, οι δίσκοι βινυλίου και το πικάπ μπορεί να αποτελούν περισσότερο αντικείμενα που σχετίζονται με το παρελθόν, αλλά για τους πιο «παλιούς» είναι κάτι που έχει συνδεθεί με τον τρόπο που άκουγαν μουσική όταν μεγάλωναν. Και απ’ ότι φαίνεται το βινύλιο έχει αρχίσει να επανέρχεται στο προσκήνιο αν κρίνει κιόλας από την παρουσίαση στην πρόσφατα CES, μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις παγκοσμίως στο χώρο των ψηφιακών τεχνολογιών, νέων πικάπ από μεγάλους κατασκευαστές όπως είναι η Panasonic και η Sony.

Του Δημήτρη Μαλλά

Η επιστροφή της Panasonic θεωρείται, μάλιστα, αρκετά σημαντική δεδομένου ότι είχε σταματήσει την παραγωγή πικάπ το 2010 και το λανσάρισμα του SL-1200 με το εμπορικό σήμα της Technics χαιρετίστηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από τους ουκ ολίγους, όπως αποδεικνύεται, “οπαδούς” του βινυλίου. Ο λόγος είναι πολύ απλός: η Technics και ειδικά το μοντέλο ΜΚ-ΙΙ είναι ίσως το πιο διάσημο πικάπ των τελευταίων 30 ετών και η αγαπημένη συσκευή αναπαραγωγής για εκατομμύρια επαγγελματίες και ερασιτέχνες DJs.

Η Sony, από την πλευρά της, μπορεί να συνέχιζε τα τελευταία χρόνια να πουλά πικάπ, αλλά στη CES ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση του PS-ΗΧ500. Με το συγκεκριμένο πικάπ, πάντως, η ιαπωνική εταιρεία επιδιώκει να απευθυνθεί, εκτός από τους λάτρεις του βινυλίου, και στους καταναλωτές που έχουν μεν δίσκους αλλά θα ήθελαν το περιεχόμενο που υπάρχει σε αυτούς να το μετατρέψουν σε κάποιο ψηφιακό φορμά. Γι' αυτό και το συγκεκριμένο πικάπ μπορεί να συνδεθεί με υπολογιστή ώστε να είναι εφικτή η μετατροπή και η αποθήκευση των τραγουδιών σε ψηφιακή μορφή.

Πικάπ με ψηφιακή έξοδο υπάρχουν, βέβαια, εδώ και αρκετά χρόνια αλλά τώρα το ενδιαφέρον των κατασκευαστών αρχίζει να γίνεται όλο και πιο έντονο δεδομένου ότι οι πωλήσεις δίσκων βινυλίου παρουσιάζουν διαρκώς άνοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2015 στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τη Nielsen, πουλήθηκαν 11,9 εκατ. δίσκοι βινυλίου, παρουσιάζοντας αύξηση 30% σε σχέση με το 2014. Την ίδια στιγμή, οι πωλήσεις CD μειώθηκαν 11%, ενώ 3% ήταν η πτώση στις πωλήσεις τραγουδιών ως ψηφιακά αρχεία.

Βέβαια, το ποσοστό του βινυλίου στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία είναι πολύ μικρό. Το 2014 τα έσοδα από πωλήσεις δίσκων βινυλίου αντιστοιχούσε μόλις στο 2,4% της παγκόσμιας μουσικής αγοράς αλλά αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2010 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις στο 0,8% είναι προφανές ότι η αύξηση είναι αρκετά μεγάλη.

Όσον αφορά τους λόγους που παρατηρείται αυτή η ενίσχυση του ενδιαφέροντος για το βινύλιο, στο σημείο αυτό οι απόψεις μάλλον διίστανται. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ένα κύμα νοσταλγίας από μία μερίδα καταναλωτών, ηλικίας άνω των 40 ετών, που θυμούνται τις εποχές που ακόμη και η αγορά ενός δίσκου ήταν μία μικρή “ιεροτελεστία” και η επιλογή γινόταν με μεγάλη προσοχή. Όπως υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι η ποιότητα της μουσικής σε αναλογική μορφή είναι καλύτερη από την ψηφιακή, αν και αυτό είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί και αποτελεί περισσότερο ένα υποκειμενικό κριτήριο. Επίσης, είναι και μία μερίδα καταναλωτών που διατηρήσει μία δισκοθήκη με εκατοντάδες δίσκους και δεν θέλει να την αποχωριστεί έτσι απλά.

Είναι προφανές, βέβαια, ότι η αγορά των δίσκων βινυλίου είναι σχετικά μικρή και το κοινό της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιορισμένο, ενώ είναι μάλλον απίθανο να διευρυνθεί από τη στιγμή που οι σημερινοί νέοι δεν μπορούν καν να κατανοήσουν γιατί κάποιοι προτιμούν να ακούν τραγούδια σε αναλογική μορφή χωρίς τις ευκολίες που προσφέρουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής αλλά και το Διαδίκτυο με τις streaming υπηρεσίες που προσφέρουν πρόσβαση σε μία τεράστια ποικιλία μουσικού περιεχομένου. Το YouTube, το iTunes, το Spotify, το Shazam και τα smartphones έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ακούμε μουσική αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κάποιοι που προτιμούν περισσότερο αναλογικές μορφές ακρόασης.