ΚΟΣΜΟΣ

Κίσινγκερ: Είμαστε στο χείλος του πολέμου με Ρωσία και Κίνα και εν μέρει ευθύνονται οι ΗΠΑ

O βετεράνος διπλωμάτης Χένρι Κίσινγκερ
O βετεράνος διπλωμάτης Χένρι Κίσινγκερ
ΑΡ

Ο Χένρι Κίσινγκερ στο νεό του βιβλίο κάνει λόγο για μία επικίνδυνη παγκόσμια ανισορροπία. «Είμαστε στο χείλος του πολέμου με τη Ρωσία και την Κίνα για ζητήματα που εν μέρει δημιουργήσαμε» αναφέρει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, καταλογίζοντας στους Αμερικανούς πολιτικούς έλλειψη στρατηγικής σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal

Ο 99χρονος πρώην υπουργός Εξωτερικών μόλις δημοσίευσε ένα βιβλίο για την ηγεσία και βλέπει μια επικίνδυνη έλλειψη στρατηγικού σκοπού στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μιλώντας στη WSJ.

Ο Χένρι Κίσινγκερ μόλις δημοσίευσε το 19ο βιβλίο του με τίτλο: «Ηγεσία: Έξι μελέτες στην παγκόσμια στρατηγική». Είναι μια ανάλυση του οράματος και των ιστορικών επιτευγμάτων ενός ιδιότυπου γκρουπ ηγετών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Κόνραντ Αντενάουερ, Σαρλ Ντε Γκολ, Ρίτσαρντ Νίξον, Ανουάρ Σαντάτ, Λι Κουάν-Γιου και Μάργκαρετ Θάτσερ.

«Το σχέδιό μου ήταν να γράψω ένα βιβλίο για τη δημιουργία ειρήνης και το τέλος της ειρήνης στο 19ο αιώνα, ξεκινώντας με το Συνέδριο της Βιέννης, και αυτό μετατράπηκε σε βιβλίο, και μετά είχα γράψει περίπου το ένα τρίτο ενός βιβλίου για τον Μπίσμαρκ και θα τελείωνε με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου». Το νέο βιβλίο, λέει, «είναι ένα είδος συνέχειας. Δεν είναι απλώς ένας σύγχρονος προβληματισμός».

Και οι έξι φιγούρες που παρουσιάζονται στο «Ηγεσία», λέει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, διαμορφώθηκαν από αυτό που αποκαλεί «δεύτερο Τριακονταετή Πόλεμος», την περίοδο από το 1914 έως το 1945, και συνέβαλαν στη διαμόρφωση του κόσμου που ακολούθησε. Και όλοι τους συνδύαζαν, κατά την άποψη του Κίσινγκερ, δύο αρχέτυπα ηγεσίας: τον διορατικό πραγματισμό του πολιτικού και την οραματική τόλμη του προφήτη.

Ερωτηθείς αν γνωρίζει κάποιον σύγχρονο ηγέτη που μοιράζεται αυτόν τον συνδυασμό ιδιοτήτων, λέει, «Όχι. Θα έλεγα οτι αν και ο Ντε Γκολ είχε αυτό μέσα του, αυτό το όραμα για τον εαυτό του, στην περίπτωση του Niξον και πιθανώς του Σαντάτ ή ακόμα και του Aντενάουερ, δεν το γνωρίζαμε σε προγενέστερο στάδιο. Από την άλλη, κανένα από αυτά τα άτομα δεν ήταν ουσιαστικά άτομα τακτικής. Κατέκτησαν την τέχνη της τακτικής, αλλά είχαν μια αντίληψη του σκοπού καθώς ανέλαβαν τα καθήκοντά τους». «Νομίζω ότι η τρέχουσα περίοδος έχει μεγάλο πρόβλημα να καθορίσει μια κατεύθυνση. Ανταποκρίνεται πολύ στο συναίσθημα της στιγμής.»

Από τη δεκαετία του 1950, όταν ήταν υπότροφος του Χάρβαρντ που έγραφε για την πυρηνική στρατηγική, ο Κίσινγκερ αντιλήφθηκε τη διπλωματία ως μια πράξη εξισορρόπησης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων που επισκιάζεται από το ενδεχόμενο πυρηνικής καταστροφής. Το αποκαλυπτικό δυναμικό της σύγχρονης τεχνολογίας όπλων, κατά την άποψή του, καθιστά τη διατήρηση μιας ισορροπίας εχθρικών δυνάμεων, όσο δυσάρεστη κι αν είναι, πρωταρχική επιταγή των διεθνών σχέσεων.

«Στη σκέψη μου, η ισορροπία έχει δύο συνιστώσες», μου λέει. «Ένα είδος ισορροπίας δυνάμεων, με αποδοχή της νομιμότητας ενίοτε αντίθετων αξιών. Γιατί αν πιστεύεις ότι το τελικό αποτέλεσμα της προσπάθειάς σου πρέπει να είναι η επιβολή των αξιών σου, τότε νομίζω ότι η ισορροπία δεν είναι δυνατή. Άρα ένα επίπεδο είναι ένα είδος απόλυτης ισορροπίας».

Το άλλο επίπεδο, λέει, είναι «η ισορροπία συμπεριφοράς, που σημαίνει ότι υπάρχουν περιορισμοί στην άσκηση των δικών σας δυνατοτήτων και δυνάμεων σε σχέση με το τι χρειάζεται για τη συνολική ισορροπία». Η επίτευξη αυτού του συνδυασμού απαιτεί «μια σχεδόν καλλιτεχνική ικανότητα», λέει. «Δεν είναι πολύ συχνά οι πολιτικοί να το έχουν στοχεύσει εσκεμμένα, επειδή η εξουσία είχε τόσες πολλές δυνατότητες να επεκταθεί χωρίς να είναι καταστροφική που οι χώρες δεν ένιωσαν ποτέ αυτήν την πλήρη υποχρέωση».

Ο κ. Κίσινγκερ παραδέχεται ότι η ισορροπία, αν και ουσιαστική, δεν μπορεί να είναι αξία από μόνη της. «Μπορεί να υπάρξουν καταστάσεις όπου η συνύπαρξη είναι ηθικά αδύνατη», σημειώνει. «Για παράδειγμα, με τον Χίτλερ. Με τον Χίτλερ ήταν άχρηστο να συζητάμε για ισορροπία, παρόλο που τρέφω κάποια συμπάθεια για τον Τσάμπερλεν αν σκεφτόταν ότι έπρεπε να κερδίσει χρόνο για μια αναμέτρηση που πίστευε ότι θα ήταν ούτως ή άλλως αναπόφευκτη».

Υπάρχει ένας υπαινιγμός, στο βιβλίο του, μία ελπίδα ότι οι σύγχρονοι Αμερικανοί πολιτικοί μπορεί να αντλήσουν τα μαθήματα των προκατόχων τους. «Νομίζω ότι η τρέχουσα περίοδος έχει μεγάλο πρόβλημα να καθορίσει μια κατεύθυνση», λέει ο κ. Κίσινγκερ. «Ανταποκρίνεται πολύ στο συναίσθημα της στιγμής». Οι Αμερικανοί αντιστέκονται στον διαχωρισμό της ιδέας της διπλωματίας από αυτή των «προσωπικών σχέσεων με τον αντίπαλο». Τείνουν να βλέπουν τις διαπραγματεύσεις, μου λέει, με ιεραποστολικούς και όχι ψυχολογικούς όρους, επιδιώκοντας να προσηλυτίσουν ή να καταδικάσουν τους συνομιλητές τους παρά να διεισδύσουν στη σκέψη τους.

«Είμαστε στο χείλος του πολέμου με τη Ρωσία και την Κίνα»

Ο κ. Κίσινγκερ βλέπει τον σημερινό κόσμο να πλησιάζει σε μια επικίνδυνη ανισορροπία. «Είμαστε στο χείλος του πολέμου με τη Ρωσία και την Κίνα για ζητήματα που εν μέρει δημιουργήσαμε, χωρίς καμία ιδέα για το πώς θα τελειώσει αυτό ή σε τι υποτίθεται ότι θα οδηγήσει», λέει. Θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να διαχειριστούν τους δύο αντιπάλους σπέρνοντας διχόνοια μεταξύ τους, όπως στα χρόνια του Νίξον; Δεν προσφέρει απλή συνταγή. Δεν μπορείς τώρα να πεις ότι θα τους χωρίσεις και θα τους στρέψεις τον ένα εναντίον του άλλου. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μην επιταχύνεις τις εντάσεις και να δημιουργείς επιλογές, και για αυτό πρέπει να έχεις κάποιο σκοπό».

Όσον αφορά το ζήτημα της Ταϊβάν, ο Κίσινγκερ ανησυχεί ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα ελίσσονται προς μια κρίση και συμβουλεύει τη σταθερότητα από την πλευρά της Ουάσιγκτον. «Η πολιτική που εφαρμόστηκε και από τα δύο μέρη παρήγαγε και επέτρεψε την πρόοδο της Ταϊβάν σε μια αυτόνομη δημοκρατική οντότητα και διατήρησε την ειρήνη μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ για 50 χρόνια», λέει. «Θα πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός, επομένως, σε μέτρα που φαίνεται να αλλάζουν τη βασική δομή».

Απρόσεκτες πολιτικές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ

Ο Κίσινγκερ προκάλεσε διαμάχη νωρίτερα φέτος, υποδηλώνοντας ότι οι απρόσεκτες πολιτικές από την πλευρά των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ μπορεί να έχουν επηρεάσει την κρίση στην Ουκρανία. Δεν βλέπει άλλη επιλογή από το να λάβει στα σοβαρά τις δηλωμένες ανησυχίες του Βλαντιμίρ Πούτιν για την ασφάλεια και πιστεύει ότι ήταν λάθος του ΝΑΤΟ που έδωσε σήμα στην Ουκρανία ότι θα μπορούσε τελικά να ενταχθεί στη συμμαχία.

Η Ουκρανία, κατά την άποψή του, είναι μια συλλογή εδαφών που κάποτε προσαρτήθηκαν στη Ρωσία, τα οποία οι Ρώσοι βλέπουν ως δικά τους, παρόλο που «μερικοί Ουκρανοί» δεν το κάνουν. Η σταθερότητα θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αν λειτουργούσε ως ρυθμιστής μεταξύ Ρωσίας και Δύσης: «Ήμουν υπέρ της πλήρους ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, αλλά πίστευα ότι ο καλύτερος ρόλος της ήταν κάτι σαν τη Φινλανδία».

Λέει, ωστόσο, ότι το καπάκι της χύτρας έχει πλέον πεταχτεί. Μετά τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε η Ρωσία στην Ουκρανία, «τώρα θεωρώ ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επίσημα ή όχι, η Ουκρανία πρέπει να αντιμετωπίζεται μετά από αυτό ως μέλος του ΝΑΤΟ».

Ωστόσο, προβλέπει μια διευθέτηση που διατηρεί τα κέρδη της Ρωσίας από την αρχική της εισβολή το 2014, όταν κατέλαβε την Κριμαία και τμήματα της περιοχής του Ντονμπάς, αν και δεν έχει απάντηση στο ερώτημα πώς θα διαφέρει μια τέτοια διευθέτηση από τη συμφωνία που απέτυχε να σταθεροποιήσει τη σύγκρουση πριν από 8 χρόνια.

Εάν η αποφυγή του πυρηνικού πολέμου είναι το μεγαλύτερο αγαθό, τι οφείλουν στα μικρά κράτη, των οποίων ο μόνος ρόλος στην παγκόσμια ισορροπία είναι να διαφεντεύονται από τα μεγαλύτερα; «Πώς να συνδυάσουμε τη στρατιωτική μας ικανότητα με τους στρατηγικούς μας σκοπούς», σκέφτεται ο κ. Κίσινγκερ, «και πώς να τις συσχετίσουμε με τους ηθικούς μας σκοπούς, είναι ένα άλυτο πρόβλημα».

Ανατρέχοντας όμως στη μακρά και συχνά αμφιλεγόμενη καριέρα του, δεν κάνει αυτοκριτική. Ερωτηθείς αν έχει μετανιώσει για τα χρόνια της εξουσίας του, απαντά: «Θα έπρεπε να έχω μια εξαιρετική απάντηση σε αυτή την ερώτηση, γιατί πάντα μου την κάνουν». Όμως, ενώ μπορεί να επανεξετάσει κάποια μικρά σημεία τακτικής, γενικά, λέει, «Δεν βασανίζομαι με πράγματα που μπορεί να είχα κάνει διαφορετικά».