ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κώστας Βάρναλης: Σε ποιητική και ανθρώπινη εγρήγορση ως το τέλος - Αυτό που έζησε, αυτό έκανε τέχνη

Κώστας Βάρναλης: Σε ποιητική και ανθρώπινη εγρήγορση ως το τέλος - Αυτό που έζησε, αυτό έκανε τέχνη

Στις 18 Δεκεμβρίου του 1974, πλήθος κόσμου συνόδευσε τον Κώστα Βάρναλη στην τελευταία του κατοικία. Ο Κώστας Βάρναλης δεν ήταν μόνο ένας ποιητής, αλλά ένας διανοητής, μπροστά από την εποχή του και ως εκ τούτου διαχρονικός. Σήμερα, οι στίχοι του δίνουν καταφύγιο, αλλά και ελπίδα.

Οι στίχοι του αποτύπωναν ακριβώς την ψυχή του και την σκέψη του. Ήταν ορμητικοί και ιδιαιτέρως δυναμικοί. Ο Κώστας Βάρναλης με όπλο την πένα του τα έβαζε με την κοινωνική αδικία της εποχής του, σκιαγραφούσε τον πόνο και ταυτόχρονα τον τρόπο ζωής των μικρών τάξεων… Οι στίχοι του ντύθηκαν με μουσική, νίκησαν τον χρόνο και αποτελούν συντεταγμένες της κοινωνικής αξιοπρέπειας μας. Γιατί ο Κώστας Βάρναλης δεν ήταν απλά ποιητής, αλλά διανοητής. Διανοητής σε μια εποχή που η Ελλάδα δεν είχε βρει τον βηματισμό της και έπρεπε μέσα από την σκέψη του να μεταδώσει την ισορροπία καθώς οι πολιτικές ταλαντώσεις ήταν τότε μεταξύ του παντοδύναμου εθνικισμού και των σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων που ευδοκιμούσαν στους κόλπους του βενιζελισμού.

Ο Βάρναλης ήταν μπροστά από την εποχή του και είναι διαχρονικός.

Η κληρονομιά του βαριά. Σήμερα τον θυμόμαστε πιο έντονα. Σήμερα που οι κοινωνικές ανισορροπίες βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, που τις βιώνουμε και δεν μπορούμε να τις αποτρέψουμε και μόνο οι στίχοι του δίνουν καταφύγιο, αλλά και ελπίδα.

Ήταν βροχερή εκείνη η ημέρα η 16η Δεκέμβρη του 1974 όταν και έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Κώστας Βάρναλης στα 90 του χρόνια.

Ο ποιητής και πεζογράφος της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (όπου αναγορεύτηκε καθηγητής φιλοσοφίας) και στη Σορβόννη.

Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού.

Η ταυτότητα του Κώστα Βάρναλη από την ΕΣΗΕΑ

Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Η επαφή με τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής και τις έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν τη ρωσική επανάσταση του 1917 στο μεσοπολεμικό Παρίσι ευθύνεται για μια σταδιακή αλλαγή της κοσμοαντίληψής του που διαμορφώνεται πλέον στη βάση της μαρξιστικής ιδεολογίας. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής».

Ενστερνίστηκε τα κοινωνικοπολιτικά μηνύματα της Οκτωβριανής επανάστασης και το 1925 απολύθηκε για τις αριστερές του ιδέες από το δημόσιο. Από τότε ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, τα δοκίμια και τις μεταφράσεις.

Το 1926 ξεκινάει το στάδιο της δημοσιογραφικής του καριέρας. Η δημοσιογραφία θα αποτελέσει τρόπο βιοπορισμού για τον επόμενο σχεδόν μισό αιώνα, έως τη δικτατορία του 1967.

Πρώτος σταθμός οι φιλολογικές και πολιτικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι για την εφημερίδα Πρόοδος. Το 1929 παντρεύτηκε την Ελληνίδα ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.

Ο Κώστας Βάρναλης με τη σύζυγό του

Οι λογοτεχνικοί σταθμοί του

Πρωτοεμφανίστηκε από τις στήλες του Νουμά. Ακολούθησε η ποιητική συλλογή «Κυρήθρες» (1905) και τα βιβλία «Το φως που καίει» (1922), «Ο λαός των μουνούχων (1923), το δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931).

Το λυρικό ποίημα «Οι Μοιραίοι», από τα δημοφιλέστερα ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης με την επιτυχημένη μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη έμεινε στην Ιστορία.

Οι στίχοι του ενσαρκώνουν τα όνειρα καταπιεσμένων μαζών

Ο Κώστας Βάρναλης εντυπωσιάζει για τον δυναμισμό και την ορμητικότητα των στίχων του, που καυτηριάζουν την κοινωνική αδικία, ενσαρκώνουν τους καημούς και τα όνειρα καταπιεσμένων μαζών και τους προτείνουν μια αγωνιστική διέξοδο. Χειρίζεται με εξαιρετική ευχέρεια τη λαϊκή γλώσσα. Η ποίηση του από την άλλη είναι ζωντανή, αποτελούμενη από θεωρητικά σχήματα και εκφράσεις. Ακόμη και στα πιο δύσκολα κείμενα του, στα δοκίμια και τις μελέτες για την τέχνη εκφράζει τα πιο σύνθετα νοήματα με καθαρότητα, έτσι που μιλούν στην καρδιά και των πιο απλών ανθρώπων.

Τη διετία 1956-58 δημοσιεύθηκαν τα Άπαντα σε 3 τόμους, ενώ το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.

Έργα του μεταφράστηκαν (και μεταφράζονται ακόμη) σε πολλές γλώσσες. Διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ.

varnalis-brabeio.jpg
Μόσχα 1959, απονομή του βραβείου Λένιν για την Ειρήνη«ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΔΡΟΥ»

Το τελευταίο αντίο

Πλήθος κόσμου συνόδευσε τον Κώστα Βάρναλη και στην τελευταία του κατοικία -στις 18 Δεκεμβρίου 1974.

Τραγουδώντας μελοποιημένα του ποιήματα –τους «Μοιραίους» («Μες στην υπόγεια την ταβέρνα»), τον «κυρ-Μέντιο» («Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο»)– οι νέοι, «οργή λαού», τον συνόδευαν στο πέρασμά του από τη «ζήση αυτή που τη μισούμε,/ στη γης αυτή που μας μισεί». Ηταν οι πρώτοι μήνες της μεταπολίτευσης. Τότε που ανέβαινε ψηλά συνεγείροντας «τα πλήθη» η «ηχή» των στίχων του από το ποίημα «Λευτεριά»: «Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,/ με τα δικά τους χέρια μοναχοί».

Τότε που έγραφε ο Γ. Π. Σαββίδης: «Να συνοψίσει κανείς τη βιωμένη διδασκαλία του Βάρναλη θα ήταν έργο προκρούστειο. […] Λυρικός και σατιρικός στην επιφάνεια, βαθύτερα ειρωνικός και δραματικός, μα προπάντων μάστορας του λόγου και του στίχου, ήξερε να διδάσκει χωρίς να ξεπέφτει στα μηχανικά σχήματα του χαζοχαρούμενου διδακτισμού. […] Οπως έλεγε: Η Τέχνη έχει για κύριο σκοπό της να τέρψει – να τέρψει αισθητικά. Κοινωνικοποιεί το συναίσθημα, φρονηματίζει, ακόμα και διδάσκει, αλλ’ όταν κουτσαίνει από την άποψη της τεχνικής και της έμπνευσης, όλη της η “διδασκαλία” γίνεται “ασκός ηχών”.[…] Του άξιζε μια κηδεία θαλασσινή. Τη βρήκε μέσα στη λαοθάλασσα της αβασίλευτης Αθήνας» (εφ. «Τα Νέα», 28.12.1974).

varnalis-toxroniko.jpg
Τιμητική εκδήλωση στο θέατρο Ιντεάλ«ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΔΡΟΥ»

Ο Δημήτρης Ψαθάς για τον Κώστα Βάρναλη

Ήταν 14 Δεκεμβρίου 1956 όταν ο Δημήτρης Ψαθάς έγραφε στην εφημερίδα «Τα Νέα» μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Οποιες ιδέες πολιτικές κι αν έχεις [αναγνώστη], άφησέ τες έστω και για μια στιγμή. […] Αγαπώ με πάθος τους τίμιους κι αλέκιαστους ανθρώπους. […] Ο Βάρναλης για μένα είναι το φεγγοβόλο πρότυπο που διατηρεί σ’ όλα του τα χρόνια την θεία εκείνη αρμονία –την πλήρη ισορροπία– ανάμεσα στη ζωή του και το έργο του. Είναι ένας άντρας τίμιος που δεν βουτά την πένα του στο μελάνι της υποκρισίας, ούτε όταν οιστρηλατείται στα λυρικά ή τα επαναστατικά ξεσπάσματά του, ούτε όταν ασκεί την κριτική του με το πικρόχολο εκείνο γέλιο του σατιρικού του οίστρου, αλλά βουτά την πένα του μέσα στην αλήθεια της ίδιας της ζωής του. Αυτό που πιστεύει αυτό και ζει. Κι αυτό που ζει αυτό και μόνο κάνει τέχνη: Ποίηση λυρική, επαναστατική ή σάτιρα».

Οι 3 μελοποιήσεις για την «Ταβέρνα»

Τρεις απόπειρες για την υπόγεια την ταβέρνα που στρίγγλιζε η λατέρνα είχαν γίνει. Αυτή που έμεινε χαραγμένη στις μνήμες μέχρι σήμερα είναι αυτή έφερε την μουσική του Θεοδωράκη και την φωνή του Μπιθικώτση το 1964.

Mες στην υπόγεια την ταβέρνα,

μες σε καπνούς και σε βρισιές

απάνω στρίγγλιζ’ η λατέρνα

ολ’ η παρέα πίναμ’ εψές

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου και ο Ξυλούρης

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (πρωτότυπος τίτλος: Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου) είναι ποίημα του Κώστα Βάρναλη, το οποίο συμπεριλήφθηκε στην ποιητική συλλογή Τα Ποιητικά, το 1956, από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Το ποίημα αποτελείται από 26 στροφές και 104 στίχους.

Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματα του ποιητή. Και είναι μια σατιρική αφήγηση, λαϊκού και επαναστατικού χαρακτήρα. Ο ήρωας του ποιήματος είναι ο κυρ Μέντιος (γαϊδούρι), που παραλληλίζεται με τον σκλαβωμένο άνθρωπο, τον αδιαμαρτύρητο, τον υπομονετικό. Ο Βάρναλης, στο ποίημα του, προσπαθεί να αφυπνίσει τον λαό μέσω αυτής της σάτιρας.

Το ποίημα απέκτησε δημοσιότητα και από τη μουσική μεταφορά του, σε μελοποίηση Λουκά Θάνο και ερμηνεία Νίκου Ξυλούρη.

Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια

κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό

Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι

ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό

και μ’ αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι

και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή

Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι

κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά

του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο

αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.