ΕΛΛΑΔΑ

Καλή Καλό: Η μυθιστορηματική ζωή της - Η εξορία, η μεγάλη καριέρα και ο χαμός που τη σημάδεψε

Καλή Καλό: Η μυθιστορηματική ζωή της - Η εξορία, η μεγάλη καριέρα και ο χαμός που τη σημάδεψε

Η είδηση του θανάτου της ηθοποιού , Καλής Καλό σκόρπισε θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο

Άλλη μία μεγάλη του ελληνικού θεάτρου έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, η Καλή Καλό, όπως ήταν γνωστή με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο.

Την είδηση του θανάτου της Καλή Καλό, έκανε γνωστή νωρίτερα σήμερα ο βουλευτής και πρόεδρος του ΣΕΗ, Σπύρος Μπιμπίλας.

Σε ανάρτησή του στα social media ο Σπύρος Μπιμπίλας έγραψε:

«Έφυγε πριν λίγο, από κοντά μας, σήμερα που είναι η μέρα της γυναίκας, η υπέροχη Καλή Καλό η πρωταγωνίστρια της επιθεώρησης των δεκαετιών 40 50 60 με την τόσο πολυτάραχη ζωή σημαδεμένη από συγκλονιστικά γεγονότα όπως η ίδια αναφέρει στην αυτοβιογραφία της “όσα πήρε ο άνεμος”,με κοινωνικούς αγώνες, με έντονη συνδικαλιστική δράση στο σωματείο των ηθοποιών και στο ΤΑΣΕΗ.. Το τελευταίο δεκάμηνο με ενέργειες του ΤΑΣΕΗ κι εμού προσωπικά που με τίμησε με την φιλία της μεταφέρθηκε στο γηροκομείο Αθηνών όπου όλο το προσωπικό την περιποιήθηκε από την πρώτη στιγμή με πολλή αγάπη και φροντίδα και για αυτό τους ευχαριστούμε θερμά μέσα από την καρδιά μας για όλο το κοινωνικό έργο που επιτελούν με τόση ευθύνη.. Καλό ταξίδι γλυκιά, Καλή μου…».

Ποια ήταν η Καλή Καλό

Η Καλή Καλό γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά η καταγωγή της είναι από το Ρέθυμνο. Μητέρα της ήταν η Χρύσα, κόρη του στρατηγού Γ. Καλοχριστιανάκη, υπασπιστή του Βενιζέλου, επίσης ηθοποιός και μια χειραφετημένη για την εποχή γυναίκα.

Πατέρας της ήταν ο Νίκος Δαμβέργης, της οικογένειας των φαρμακοβιομηχάνων.

Η πρώτη παρουσία της Καλής σε θεατρική παράσταση ήταν σε ηλικία μόλις τριών ετών, στη Δασκαλίτσα του Ντάριο Νικκοντέμι, μετά από απόφαση της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο θέατρο της οποίας έπαιζε η μητέρα της.

Ο πρώτος πραγματικός της ρόλος όμως ήταν σε ηλικία 5 ετών, ειδικά γραμμένος για αυτή από τον Σπύρο Μελά στο έργο του Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται, όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία παίζοντας δίπλα στον Βασίλη Λογοθετίδη και στο ζεύγος Μουσούρη στο θέατρο «Αλίκη».

Τόση ήταν η επιτυχία, ώστε ο Αττίκ έστειλε τον διευθυντή της «Μάντρας» του, Χρ. Δημητρόπουλο, να ζητήσει από τη μητέρα της συνεργασία. Και όταν αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της, εκείνος έγραψε της «Μπέμπας» τραγούδια και παρλάτες, τη δίδαξε ηθοποιία, της έδωσε το ψευδώνυμο «Καλή Καλό» και την εμφάνισε σε παραστάσεις του.

Παράλληλα, μαθήτευε επί πολλά χρόνια στη σχολή κλασικού μπαλέτου του Βασιλικού (σήμερα Εθνικού) Θεάτρου και άλλες. Σχηματιζόταν έτσι μια εικόνα της ως παιδιού-θαύματος, κάτι σαν τη Σίρλεϊ Τεμπλ της Ελλάδας, ωστόσο το διαζύγιο της μητέρας της και ο πόλεμος με την Κατοχή διέκοψαν αυτή την εξέλιξη, καθώς μητέρα και κόρη άρχισαν να περιοδεύουν με «μπουλούκια» στην επαρχία για την επιβίωσή τους.

Η μεταπολεμική ένταξή της στο ΚΚΕ οδήγησε στη σύλληψή της το 1947 από το θέατρο, ενώ εμφανιζόταν στην επιθεώρηση «Το παρδαλό κατσίκι», και στον εκτοπισμό της επί εξάμηνο στην Ικαρία.

Μετά την επιστροφή από την εξορία, που συμπίπτει με την ενηλικίωσή της, η Καλή Καλό δημιούργησε τον δικό της θίασο (1950) και ερμήνευσε ρόλους σε όλα τα είδη του θεάτρου, δηλαδή βαριετέ, επιθεώρηση, οπερέτα, ελεύθερο θέατρο, και πρόζα.

Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Μινωτή, Κυβέλη, Μιράντα Μυράτ, Κατράκη, Τραϊφόρο, Χριστόφορο Νέζερ, Αυλωνίτη, Μαυρέα, Κοκκίνη, Σταυρίδη, Καλουτά, Ρένα Ντορ και Ρένα Βλαχοπούλου. Επίσης πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ, παίζοντας έργα των Μπρεχτ, Πιραντέλλο και άλλων.

Το γεγονός ωστόσο ότι δεν την ενδιέφερε ο κινηματογράφος, κι έτσι έπαιξε μόνο σε 4 κινηματογραφικές ταινίες, συνετέλεσε στο να είναι σχεδόν άγνωστη στις νεότερες γενεές.

Στο τέλος της σταδιοδρομίας της εμφανίσθηκε και σε λίγες τηλεοπτικές σειρές. Εκτός από τη θεατρική της σταδιοδρομία, η Καλό έμαθε μόνη της ξένες γλώσσες και ακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές στην παιδοψυχολογία στη Λωζάνη, και πιο συγκεκριμένα στα συστήματα των Μοντεσσόρι, Ντεκρολύ και Πεσταλότσι. Είναι, μάλιστα, δημιουργός των «Πρότυπων Εκπαιδευτηρίων Καλής Δαμβέργη».

Ο χαμός που την σημάδεψε

Η ηθοποιός πραγματοποίησε τρεις γάμους. Τον πρώτο ανήλικη, το 1945, με τον φοιτητή τότε της Σχολής Ικάρων Γιώργο Μαμαλάκη, που σκοτώθηκε ένα έτος αργότερα, προτού γεννηθεί η κόρη τους Γιούλη.

Το 1957 παντρεύτηκε τον Δημήτρη Βαλμά, τον οποίο είχε γνωρίσει σε περιοδεία στη Σύρο και μαζί έζησαν στη Θεσσαλονίκη.

Τέλος, από το 1959 έως το 1979 ήταν παντρεμένη με τον πλοίαρχο Κώστα Καρανικόλα, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Χρήστο.

Σε ηλικία 13 ετών, ο Χρήστος τραυματίσθηκε σοβαρά από έκρηξη σε πείραμα χημείας και, παρά το ότι η μητέρα του ξόδεψε όλη της την περιουσία για να θεραπευθεί, απεβίωσε το 1988, σε ηλικία 27 ετών. Για χρόνια μετά την απώλεια του γιου της, η ηθοποιός είχε αποτραβηχτεί στην Αστυπάλαια.

Μάλιστα, τον περασμένο Ιούλιο βρέθηκαν σε σπίτι όπου διέμενε η ηθοποιός στην Άνω Κυψέλη, μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, τα οστά του γιου της.

Μητέρα και γιος ήταν πολύ δεμένοι και η ίδια δεν ήθελε να αποχωριστεί τα οστά του γιου της. Μάλιστα, όπως είχε δηλώσει, «δεν ήθελα, δεν μπορούσα να ανακατευθούν με άλλα».

Τους τελευταίους μήνες, ζούσε στο Γηροκομείο Αθηνών, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 97 ετών.