ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Τι παραδέχεται για τη Δικαιοσύνη ο αντεισαγγελέας Γιώργος Κολιοκώστας

Τι παραδέχεται για τη Δικαιοσύνη ο αντεισαγγελέας Γιώργος Κολιοκώστας

Ο αντεισαγγελέας επισημαίνει ότι η Δικαιοσύνη αποκρύπτει την αλήθεια!

Κόλαφο για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης αποτελεί εισήγηση αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αφού όχι μόνο κάνει λόγο για «εισαγγελείς οπισθοφύλακες και απλούς θεατές», αλλά αποκαλύπτει ότι η δικαιοσύνη «αποκρύπτει την αλήθεια (σ.σ. κοινώς κουκούλωμα) σε θέματα που την αφορούν».

Ο «θησαυρός» των αποκαλυπτικών αυτών στοιχείων περιλαμβάνονται στην εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γιώργου Κολιοκώστα προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση του στις αρχές του περασμένου μήνα για την αντικατάσταση ή μη των δύο οικονομικών εισαγγελέων Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρου Μουζακίτη.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (αρ. 9/2012) που καθαρογράφτηκε περιέχει εξαιρετικά στοιχεία, διόλου κολακευτικά για τους δύο εισαγγελείς, ενώ περιλαμβάνει σοβαρές καταγγελίες για τη στάση της πλειονότητας των εισαγγελικών λειτουργών αλλά και για νοοτροπίες που επικρατούν στην ίδια τη δικαιοσύνη.

Ο κ. Κολιοκώστας, ήταν απορριπτικός ως εισηγητής στο ερώτημα του υπουργού Δικαιοσύνης, Μιλτιάδη Παπαϊωάννου για την αντικατάσταση των δύο εισαγγελικών λειτουργών που οι ίδιοι είχαν ζητήσει. Ωστόσο, οι επισημάνσεις του στην μακρά και λεπτομερή εισήγηση του, κυρίως για τη λειτουργία της δικαιοσύνης και για τη στάση της πλειονότητας των συναδέλφων του διόλου τιμητική είναι για το δικαστικό σώμα.

Ο κ. Κολιοκώστας δηλώνει πως γνώρισε τους δύο εισαγγελείς την περίοδο 2006-2008 όταν ήταν προϊστάμενος τους και είχε μαζί τους υπηρεσιακή συνεργασία «άριστη» και είχε σχηματίσει «την άποψη ότι είναι ικανότατοι εισαγγελικοί λειτουργοί, πολύ δυναμικοί και εργατικοί, με το προσήκον εισαγγελικό ήθος και σθένος, αφοσιωμένοι στο καθήκον. Ιδιαίτερα ο πρώτος (σ.σ. Γρ. Πεπόνης) είναι αποφασιστικός, αυστηρός, μαχητικός και άτεγκτος».

Στην προσπάθεια του να εξάρει τα προσόντα των δύο συγκεκριμένων εισαγγελικών λειτουργών, τους αντιδιαστέλει με την πλειονότητα των συναδέλφων τους τονίζοντας: «δυστυχώς στον κλάδο δεν έχουμε πολλούς με τα προσόντα αυτά».

Βέβαια και οι ίδιοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί δεν εκφεύγουν της κριτικής του καθώς αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Δεν θα είμαι καθόλου επιεικής ως προς την ενέργεια τους να υποβάλλουν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την παραίτηση τους. Ήταν ενέργεια προδήλως βεβιασμένη, που έγινε υπό συνθήκες υπερβολικής ψυχικής φορτίσεως, Όμως, κρινόμενη αντικειμενικά, δεν στηρίζεται σε νόμιμη βάση, αφού ισοδυναμεί με άρνηση εκτελέσεως της υπηρεσίας που τους ανέθεσε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, εγγίζουσα τα όρια του πειθαρχικού ελέγχου, και ως τέτοια τη θεωρώ απαράδεκτη».

Και ο κ. Κολιοκώστας δεν σταματάει εδώ, αλλά συνεχίζει την κριτική του στην στάση των, υπό κρίση, οικονομικών εισαγγελέων:

«Ο δικαστικός λειτουργός μόνο για σοβαρούς (σπουδαίους) λόγους μπορεί να ζητήσει την αντικατάσταση του από συγκεκριμένη υπηρεσία και ως τέτοιοι λόγοι μπορεί να θεωρηθούν λόγοι υγείας, οικογενειακοί κλπ., ενώ ο επικαλούμενος από τους εισαγγελείς λόγος δεν ήταν τέτοιος (δηλαδή σπουδαίος), ώστε να δικαιολογεί την ενέργεια τους αυτή. Οι προσωπικές πικρίες, είναι μεν δικαιολογημένες (γιατί οι εισαγγελείς αυτοί προσπάθησαν και το έργο τους είναι πράγματι αξιόλογο), όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγους παραιτήσεως από την εκτέλεση της υπηρεσίας.

Ο δικαστικός λειτουργός και ιδιαίτερα ο εισαγγελέας, που έχει ως αποστολή την κίνηση της ποινικής διαδικασίας προς διερεύνηση τελέσεως των εγκλημάτων, μένει όρθιος και απτόητος στην εκτέλεση του καθήκοντος και δεν κάμπτεται, ούτε από μελετώμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, ούτε από απειλές και άλλες πιέσεις από οπουδήποτε και αν προέρχονται αυτές. Το μόνο δικαίωμα που εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν είναι η παραίτηση του από το δικαστικό σώμα, ενέργεια που αν γίνεται διαρκούντος του χειρισμού μιας δικαστικής υποθέσεως, με την επίκληση παρόμοιων λόγων, είναι και πάλι κατά την άποψη μου κατακριτέα και απαράδεκτη».

Κατά τον κ. Κολιοκώστα το περιεχόμενο των αιτήσεων αντικατάστασης που υπέβαλαν οι «δυναμικοί και εργατικοί» εισαγγελείς ήταν «γριφώδες» και «δυσνόητο» και όσο για τις παρεμβάσεις ήταν «ασαφείς», «αδιευκρίνιστες». «κρυπτογραφημένες» και τα στοιχεία «ανεπαρκή». Πρότεινε, όμως, να μην αντικατασταθούν κρίνοντας τους επιεικώς, με το αιτιολογικό ότι «έχουμε αρκετούς οπισθοφύλακες και απλούς θεατές (εισαγγελείς) στο δικαστικό σώμα, μαχόμενους εισαγγελείς όμως λίγους και γι αυτό στα λάθη τους πρέπει να είμαστε επιεικείς».

Από την κριτική του δεν ξεφεύγει ούτε η ίδια η Δικαιοσύνη για την οποία έγραψε :

«Αξιοσημείωτο όμως είναι το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη, που κύριο έργο της είναι η ανεύρεση της αλήθειας, ενώ την αναζητεί από όλους τους άλλους και μάλιστα με κυρώσεις, όταν πρόκειται για δικά της θέματα την αποκρύπτει και μάλιστα επισήμως».

Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κατά πλειοψηφία, όπως είναι γνωστό, δέχθηκε την εισήγηση του κ. Κολιοκώστα και τις σκέψεις που περιελάμβανε σε αυτήν. Ωστόσο η μειοψηφία, η οποία συγκροτήθηκε και από την ηγεσία του Αρείου Πάγου, πρόεδρο κ. Ρένα Ασημακοπούλου και εισαγγελέα κ. Ιωάννη Τέντε και δύο ακόμα μέλη , αποτελεί κόλαφο για την στάση των δύο εισαγγελέων αφού κάνουν λόγο για «ασύνετη αντίδραση με θορυβώδεις ισχυρισμούς και υπαινιγμούς για δήθεν παρεμβάσεις στο έργο τους και μάλιστα από θεσμικούς παράγοντες».

«Έδωσαν, έτσι, την εντύπωση ότι ενδιαφέρονται λιγότερο για ουσιαστική εκπλήρωση του έργου που τους ανατέθηκε (από το οποίο μάλιστα ζήτησαν αδόκιμα την αποδέσμευση τους) και περισσότερο για την εύκολη δημοσιότητα, συμπεριφορά, η οποία δεν συνάδει προς την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Προβληματική, τέλος εκτιμάται ότι θα είναι η συνεργασία των ανωτέρω Αντεισαγγελέων, τόσο με τους προϊσταμένους τους, λόγω κλονισμού της εμπιστοσύνης των τελευταίων προς αυτούς, όσο και για τους υφισταμένους τους, στοιχείο προφανώς απαραίτητο για την αποτελεσματική εκπλήρωση του νομοθετικού σκοπού, για τον οποίο θεσπίστηκε η θέση του Οικονομικού Εισαγγελέως».