ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ΣτΕ: «Όχι» και στην εξίσωση αποδοχών βουλευτών με αυτές του προέδρου του ΑΕΔ

ΣτΕ: «Όχι» και στην εξίσωση αποδοχών βουλευτών με αυτές του προέδρου του ΑΕΔ

ΣτΕ: Tο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή του πρώην βουλευτή για τους επίμαχους 20 μήνες

Αρνητική ήταν απάντηση της Ολομέλειας του ΣτΕ στις αιτήσεις αναίρεσης επί διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μετά από άσκηση αγωγών πρώην βουλευτών περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Δημοσίου να τους καταβάλει νομιμοτόκως ως αποζημίωση για την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, μη καταβολή σε αυτούς, κατά το διάστημα το οποίο ήταν εν ενεργεία βουλευτές, της μηνιαίας αποζημίωσης, που κατά το αντίστοιχο διάστημα ελάμβανε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ανωτέρω αιτία.

Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει οι πρώην βουλευτές (μερικοί έξ αυτών έχουν αποβιώσει) Δημήτρης Τσαντούλας (ΝΔ Πρέβεζας), Πέτρος Κατσιλιέρης (ΠΑΣΟΚ Μεσσηνίας), Ηλίας Παπαηλίας (ΠΑΣΟΚ Αττικής), Κωνσταντίνος Καραμπίνας (ΝΔ Άρτας), Αντώνης Καρπούζος (ΚΙΝΑΛ Δυτικής Αττικής), Παναγιώτης Αδρακτάς (ΝΔ Ηλείας), Πέτρος Τατούλης (ΝΔ Αρκαδίας) και η χήρα του Θεόδωρου Κατσίκη βουλευτή Καρδίτσας της ΝΔ και της ΔΗΑΝΑ.

Με τις αποφάσεις 1957-8/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε πως «η βουλευτική αποζημίωση καθορίστηκε, υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος έτους 1952, η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ψηφίσματος Ζ΄/1975. Με αυτήν, η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. Η ως άνω απόφαση της Βουλής ενόψει των οικονομικών συνεπειών που έχει, πρέπει να ερμηνευθεί βάσει των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον χρόνο που θεσπίστηκε η ρύθμιση και έλαβε υπόψη της η Βουλή. Συνεπώς, ως συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, μαζί με τα πάσης φύσεως επιδόματα και προσαυξήσεις, νοούνται αυτές που προσδιορίζονται βάσει του εκάστοτε ισχύοντος για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικού μισθολογίου και οι οποίες καταβάλλονται σ’ αυτόν σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων του και την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του».

Κατά τους δικαστές στις αποδοχές αυτές «δεν περιλαμβάνεται η αποζημίωση που παρέχεται στον Πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, δεν είχε ιδρυθεί κατά τον χρόνο που θεσπίστηκε η ρύθμιση περί εξομοίωσης της βουλευτικής αποζημιώσεως με τις αποδοχές του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού (22.12.1964), με συνέπεια η λαμβανόμενη από τους Προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων για την συμμετοχή στο εν λόγω Δικαστήριο αποζημίωση να μην είναι μεταξύ των στοιχείων που εκτίμησε η Βουλή κατά την λήψη της ως άνω αποφάσεώς της».

Όπως σημειώνουν, η σχετική αποζημίωση ενός δικαστή λόγω συμμετοχής του στο ΑΕΔ

«Xορηγείται στον συγκεκριμένο δικαστικό λειτουργό όχι λόγω της άσκησης των κύριων δικαστικών καθηκόντων της θέσης του ως Προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά ως πρόσθετη αμοιβή και ως αντιστάθμισμα των ειδικών και πρόσθετων υπηρεσιών που παρέχει με τη συμμετοχή του, ως Πρόεδρος, στη σύνθεση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, όπως αντίστοιχα, οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται σε δικαστικούς λειτουργούς λόγω της συμμετοχής τους στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και σε άλλες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές».

Αξίωση 82.000 ευρώ από βουλευτή

Ενδεικτικά, αξίωση ενός εκ των βουλευτών που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, ανέρχεται στο ποσό των 82.691 ευρώ και παράλληλα διεκδικούσε και το ποσό των 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική του αποζημίωση για το επίμαχο διάστημα των 20 μηνών. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, ότι ο συγκεκριμένος βουλευτής το διάστημα από 1.1.2008 έως 30.9.2009, έλαβε ως βουλευτική αποζημίωση το ποσό των 243.788 ευρώ. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται εκτός της βουλευτικής αποζημίωσης, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, το επίδομα θερινής άδειας, το επίδομα οργάνωσης γραφείου, τα έξοδα κίνησης, τα ταχυδρομικά τέλη και αμοιβές κοινοβουλευτικών επιτροπών. Ωστόσο, εκείνος διεκδικούσε να εξισωθεί η βουλευτική του αποζημίωση με το ύψος των αποδοχών του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου η οποία τότε ανερχόταν στο ποσό των 8.964 ευρώ (μαζί με τα επιδόματα).

Αρχικά το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή του πρώην βουλευτή για τους επίμαχους 20 μήνες και του επιδίκασε το ποσό των 74.910 ευρώ ως διαφορά από τη βουλευτική αποζημίωση και παράλληλα του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 200 ευρώ. Το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Οι εφέτες έκριναν ότι η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγινε με το άρθρο 57 του νόμου 3691/2008 «είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης» και έπρεπε η βουλευτική αποζημίωση να υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, στις οποίες περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που λαμβάνει αυτός, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών».

Στη συνέχεια το Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση του 2020. Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν δεκτή την έφεση του Δημοσίου και εξαφάνισαν την πρωτόδικη απόφαση που αναγνώρισε στον βουλευτή ότι το Δημόσιο πρέπει να του καταβάλει το ποσό των 75.110 ευρω.