ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής: Λιγότερα και ακριβότερα τα δάνεια το 2024

Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής: Λιγότερα και ακριβότερα τα δάνεια το 2024
INTIME

Η αρνητική συμβολή της μέχρι σήμερα ανόδου των επιτοκίων στον ετήσιο ρυθμό ανόδου της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εκτιμάται ότι ήταν περιορισμένη μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά το τρέχον και το επόμενο έτος σε ήπια ετήσια ποσοστά. Αυτό τονίζει η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική που υποβλήθηκε σήμερα από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στον πρόεδρο της Βουλής.

Κατά την ΤτΕ, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής επιδρά περιοριστικά στην πιστωτική επέκταση. Το διάστημα Ιουλίου 2022-Μαρτίου 2023 η σωρευτική αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ήταν 350 μονάδες βάσης. Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε άνοδος των επιτοκίων στα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) κατά 256 μονάδες βάσης και προς τα νοικοκυριά κατά 87 μονάδες βάσης (μέχρι τον Απρίλιο του 2023).

Οι αυξήσεις των επιτοκίων των δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά υπολείπονται των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς κατά τη διαδικασία μετακύλισης της ανόδου των επιτοκίων πολιτικής στα τραπεζικά επιτόκια είναι εύλογο να υπάρχουν υστερήσεις.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο οι τράπεζες αναπροσαρμόζουν μόνο μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τα επιτόκιά τους (π.χ. μετά από ένα μήνα για τα στεγαστικά δάνεια ή κάθε Δεκέμβριο και Ιούνιο για τα επιχειρηματικά δάνεια).

Επίσης, η πολιτική τιμολόγησης την οποία ακολουθεί μία τράπεζα μπορεί να προβλέπει μόνο μερική ή σταδιακή μετακύλιση του επιτοκιακού κόστους στους δανειολήπτες, ενώ υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τραπεζών ως προς την έκταση και την ταχύτητα ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ.

Επιπλέον, μέσω του δανειακού σκέλους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) προβλέπεται η διάθεση προς τις επιχειρήσεις (με τη διαμεσολάβηση των τραπεζών) σημαντικών δημόσιων δανειακών πόρων με πολύ χαμηλά επιτόκια. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η τραπεζική πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν περιλαμβάνει τα εν λόγω χαμηλότοκα δάνεια (καθώς δεν είναι κατ’ ουσίαν τραπεζικά), περιλαμβάνει όμως τα δάνεια συγχρηματοδότησης εκ μέρους των τραπεζών (με δικούς τους πόρους) των επενδύσεων που υπάγονται στο δανειακό σκέλος του RRF, τα οποία παρέχονται με τα τρέχοντα επιτόκια της αγοράς.

Επομένως, είτε μέσω των αμιγώς τραπεζικών δανείων που υπάγονται στον RRF είτε μέσω εκείνων τα οποία δεν υπάγονται σε αυτόν, η αύξηση των επιτοκίων συγκρατεί τον ετήσιο ρυθμό ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.