ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Κουκουλώνουν» τα παραπτώματα εφοριακών

«Κουκουλώνουν»  τα παραπτώματα εφοριακών
Περίπου 250 παραπομπές για πειθαρχικά...

Περίπου 250 παραπομπές για πειθαρχικά παραπτώματα υπαλλήλων οικονομικών υπηρεσιών προτάθηκαν από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Απρίλιο του 2010. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας «ΝΕΑ» από αυτές τις υποθέσεις σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε μηνών εξετάστηκε μόνο μία»

Ο αριθμός των υποθέσεων που έχουν φτάσει στον επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ισούται κατά μέσον όρο με μία παραπομπή ανά εβδομάδα για μία ολόκληρη πενταετία. Σε αυτό το χρονικό διάστημα η ζημία που προκλήθηκε στο Δημόσιο από ενέργειες ή παραλείψεις των υπαλλήλων φαίνεται να ξεπερνά τα 57 εκατομμύρια ευρώ - ποσό για το οποίο εκδόθηκαν καταλογιστικές αποφάσεις εις βάρος των υπαιτίων.

Στέλεχος του πρώην κυβερνητικού σχήματος του ΠΑΣΟΚ αποκαλύπτει ότι από τον Ιανουάριο του 2009 έως και τον Απρίλιο του 2010 προτάθηκαν περίπου 250 παραπομπές για πειθαρχικά παραπτώματα υπαλλήλων οικονομικών υπηρεσιών. Από αυτές, ο αρμόδιος υπουργός υπέγραψε να προχωρήσουν οι 80. «Και από αυτές τις 80, μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε μηνών εξετάστηκε μόνο μία».

Στο στόχαστρο μπήκαν επίσης και 200 εφοριακοί που δεν υπέβαλαν φορολογικές δηλώσεις. Αρκετούς μήνες μετά οι έλεγχοι είναι ακόμα υπό εξέλιξη.

Ενδεικτική των ρυθμών αντιμετώπισης της διαφθοράς των οικονομικών υπαλλήλων του Δημοσίου είναι η υπόθεση της ΔΟΥ Κρεστένων στην Ηλεία.

Το 2004, όταν η Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης πραγματοποίησε προκαταρκτική έρευνα και Ένορκη Διοικητική Εξέταση στην Εφορία, προέκυψε ότι «εφοριακοί και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι υπέβαλαν στη ΔΟΥ δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος με πλαστά, εικονικά και ανύπαρκτα δικαιολογητικά, με βάση τα οποία εισέπρατταν επιστροφές φόρων εισοδήματος ή πλήρωναν πολύ λιγότερους φόρους».

Στο «κόλπο» και αγρότες της περιοχής που «υπέβαλλαν αιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ και ειδικού φόρου κατανάλωσης με μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία και οι επιστροφές του ΦΠΑ γίνονταν αναρμοδίως από άλλη ΔΟΥ» και ότι «παραλαμβάνονται αναρμοδίως δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος εφοριακών υπαλλήλων και διαβιβάζονταν στο Κέντρο Πληροφορικής του υπουργείου Οικονομικών χωρίς προηγούμενο έλεγχο των δικαιολογητικών».
Οι ελεγκτές εντόπισαν επίσης υποθέσεις υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων από εφοριακούς υπαλλήλους όπου η εκκαθάριση των φόρων γινόταν χωρίς να ελεγχθεί η αρχική δήλωση καθώς και άλλα παραπτώματα. «Τα ποσά που προέκυψαν για το έτος 2006 από μη εμφανείς πόρους και για τα οποία η υπηρεσία μας έχει κάνει πρόταση για καταλογισμό, ανέρχονται στα περίπου 3.000.000 ευρώ. Οι έλεγχοι συνεχίζονται», αναφέρεται στα πεπραγμένα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης που δημοσιεύθηκαν τον Μάιο του 2007. Και για τα επόμενα δυόμισι χρόνια οι έρευνες συνέχιζαν να… συνεχίζονται.

Στα τέλη Ιανουαρίου του 2010, με έγγραφό της προς τη ΔΟΥ Πύργου, η Οικονομική Επιθεώρηση της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας καταλογίζει σε έναν από τους εμπλεκόμενους (πρώην) υπαλλήλους στην υπόθεση των Κρεστένων το ποσό των 2.006.005,11 ευρώ επειδή «στο χρονικό διάστημα 1998-2001 αποδείχθηκε ότι απέκτησε αδικαιολόγητο περιουσιακό όφελος, ισόποσο του καταλογιζομένου».

Και η επιθεωρήτρια ζητά από την προϊσταμένη της ΔΟΥ Πύργου «ως αρμόδια φορολογική αρχή να βεβαιώσετε το καταλογιζόμενο ποσό. Η Εφορία απαντά πως το ποσό βεβαιώθηκε και ότι ενημερώθηκε το δικαστικό τμήμα της Εφορίας για την ενδεχόμενη δέσμευση του ΑΦΜ του υπαλλήλου.

Τον Ιούνιο του 2010 με νέα επιστολή ο κ. Ρακιντζής ζητά να ενημερωθεί για την είσπραξη του ποσού - αν έχει γίνει μέχρι τότε κάποια καταβολή έναντι. Τρεις ημέρες μετά αποστέλλει υπηρεσιακό έγγραφο και στην πταισματοδίκη Πατρών, με το οποίο ξαναθέτει το ερώτημα αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος των εμπλεκόμενων υπαλλήλων της ΔΟΥ Κρεστένων.

Τελικά, στις 12 Ιουλίου 2010 έρχεται η απάντηση από το δικαστικό τμήμα της ΔΟΥ Πύργου για τον πρώην υπάλληλο, στον οποίο έχουν καταλογιστεί τα περίπου 2.000.000 ευρώ: «Σας γνωρίζουμε ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταβάλει κανένα ποσόν». Επιπλέον αναφέρεται ότι συντάχθηκε έγγραφο με τη σύμφωνη γνώμη του ειρηνοδίκη Πύργου για τη λήψη μέτρων πριν τα χρέη καταστούν ληξιπρόθεσμα.