ΕΛΛΑΔΑ

Πύλος: Πώς μοιάζει εσωτερικά ένα αλιευτικό σαν αυτό του ναυαγίου με τους 700 μετανάστες

Πύλος: Πώς μοιάζει εσωτερικά ένα αλιευτικό σαν αυτό του ναυαγίου με τους 700 μετανάστες
Glomex

Τα αλιευτικά σκάφη είναι για αλιεύματα και όχι για επιβάτες, τονίζει ιδιοκτήτης σκαφών.

Αλιευτικά σκάφη που θα έπρεπε να μεταφέρουν το πολύ 15 άτομα και μαζί με αυτά εμπορεύματα και εργαλεία χρησιμοποιούνται από τους διακινητές για να στοιβάζουν μέσα εκατοντάδες ανθρώπους.

Σκάφη μήκους έως 28 μέτρων, τα οποία έχουν αμπάρι και ψυγείο το πολύ 30 τμ. δεν μπορούν να χωρέσουν πάνω από 300 άτομα και πάλι κάτι τέτοιο εξαρτάται από πολλές παραμέτρους.

Ωστόσο, επισημαίνεται ότι σε αλιευτικά πλοία πρέπει να μπαίνουν μόνο όσα άτομα λέει η σύνδεσή τους. Μπορούν να σηκώσουν φορτία αλλά είναι για αλιεύματα όχι για επιβάτες. Αν λοιπόν η σύνδεση ενός σκάφους λέει για 6 άτομα τότε τόσα πρέπει να μπουν, ενώ στους αποθηκευτικούς χώρους βρίσκονται μόνο εργαλεία και δίχτυα.

Τα σωστικά μέσα είναι λίγα παραπάνω από τον αριθμό των ατόμων που επιτρέπεται να επιβιβαστεί.

Όπως αναφέρει στην ΕΡΤ ο κ. Βογιατζόγλου, ιδιοκτήτης αλιευτικών, το σκάφος που βυθίστηκε στην Πύλο ήταν ένα σκάφος υπό διάλυση, για σκραπ. «Τέτοια καράβια είναι για αλιεύματα όχι για επιβάτες», τόνισε ξανά.

Τέλος, σημείωσε ότι για να συνεχίσουν να πλέουν αυτά τα σκάφη στη Μεσόγειο περνούν από επιθεωρήσεις. Προφανώς όχι αυτό που πήρε μαζί του στον βυθό της θάλασσας πάνω από 600 ζωές.

Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες διασωθέντων από το ναυάγιο

Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των διασωθέντων από το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, ενώ οι ελπίδες για άλλους επιζώντες σβήνουν μέρα με τη μέρα. Την ίδια στιγμή τον γύρο του κόσμου κάνουν οι κραυγές αγωνίας συγγενών που φτάνουν στην Καλαμάτα με φωτογραφίες στα χέρια αναζητώντας τα αγαπημένα πρόσωπά τους στις λίστες επιζώντων και αγνοουμένων.

Διέσχιζαν το δρόμο του λιμανιού της Καλαμάτας που οδηγούσε στον χώρο όπου διέμεναν οι διασωθέντες μετανάστες και πρόσφυγες του ναυαγίου πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Κρατούσαν τα κινητά τους και έδειχναν φωτογραφίες των δικών τους ανθρώπων που γνώριζαν ότι είχαν επιβιβαστεί στο αλιευτικό σκάφος που βυθίστηκε, αλλά δεν είχαν ακόμη νέα τους.

Πρόσωπα βουβά και σκυθρωπά, πλησίαζαν την περιφραγμένη είσοδο, κοιτούσαν από τις χαραμάδες μήπως και βρουν τον/την συγγενή τους και ρωτούσαν συνεχώς τις λιμενικές αρχές με την ίδια αγωνία πάντοτε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.

Ορισμένοι λύγιζαν, ξεσπούσαν κι άλλοι παρέμεναν στον χώρο μήπως μάθουν κάτι παραπάνω. Καθώς περνούσαν οι ώρες όλο και περισσότεροι συγγενείς αγνοουμένων κατέφταναν στο λιμάνι της Καλαμάτας, άλλοι έχοντας μαζί τους ελάχιστα πράγματα και άλλοι με βαλίτσες στα χέρια τους.

Το δεύτερο βράδυ από την ημέρα που έγινε το ναυάγιο ο Ταχίρ Ραζάρ από το Πακιστάν που εδώ και χρόνια μένει στην Ελλάδα πλησιάζει στην είσοδο της αποθήκης στο λιμάνι της Καλαμάτας και ρωτάει τις αρχές μήπως έχουν δει τον 18χρονο ξάδερφό του. Δείχνει τη φωτογραφία του νεαρού συγγενή του από το Πακιστάν που έφυγε από τη χώρα του, πήγε στη Λιβύη και επιβιβάστηκε στο αλιευτικό σκάφος.

«Ήθελε να φύγει από το Πακιστάν και να πάει στην Ιταλία. Δεν άντεχε άλλο την κατάσταση και τη φτώχεια στη χώρα του, μας έλεγε δεν αντέχεται άλλο, πρέπει να φύγουμε από εδώ», αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, δείχνοντάς μας τη φωτογραφία του ξαδέρφου του.

«Πλήρωσε 5.000 δολάρια για να φύγει να πάει να βρει δουλειά», εξηγεί. Μια μέρα πριν ταξιδέψει, επικοινώνησε με τους δικούς του και τους είπε «να κάνουν την προσευχή τους για να φτάσει». Δεν έφτασε ποτέ όμως. «Μίλησα με τους γονείς του προσπαθούσα να τους καθησυχάσω, αλλά δεν τον βρίσκουμε πουθενά», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αποχωρώντας από το λιμάνι, δίχως να έχει κάποιο νεότερο για τον συγγενή του.

Από την άλλη πλευρά, στο επιχειρησιακό κέντρο που είχε στηθεί, κλιμάκιο του τομέα αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού προσπαθούσε να βοηθήσει τους διασωθέντες να επικοινωνήσουν με κάποιο οικείο τους πρόσωπο.

«Το βράδυ της Πέμπτης 15 Ιουνίου κάναμε πάνω από 78 τηλέφωνα. Όσοι είχαν διασωθεί και θυμούνταν κάποιο τηλέφωνο συγγενή τους απευθύνονταν σε εμάς για να μιλήσουν με τους δικούς τους. Οι κλήσεις διαρκούσαν περίπου 3 λεπτά ώστε να επικοινωνήσουν για να πουν ότι είναι καλά και σώοι», επισημαίνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η τομεάρχης αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Μαρία Λιανδρή.

Μπορεί να μην καταλάβαιναν τη γλώσσα ωστόσο, όπως εξηγεί, στο πρόσωπο των διασωθέντων μεταναστών και προσφύγων αποτυπώνονταν όλα τους τα συναισθήματα.