ΕΛΛΑΔΑ

Ο Δημήτρης Μητροπάνος μιλάει για τον εαυτό του

Ο Δημήτρης Μητροπάνος μιλάει για τον εαυτό του

Πώς περιγράφει ο ίδιος τη συγκλονιστική του πορεία στο τραγούδι και τη ζωή

«Ένα ποτήρι θάνατο» ήπιε σήμερα το πρωί ο σπουδαίος μας τραγουδιστής Δημήτρης Μητροπάνος και απόψε το βράδυ θα ξενυχτά στη γειτονιά των αγγέλων χορεύοντας το «ζεϊμπέκικο του Αρχάγγελου».

Μια από τις μεγαλύτερες φωνές, που γέννησε τούτος ο τόπος, δεν βρίσκεται πια κοντά μας. Ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο «Μίμης», όπως τον αποκαλούσαν οι δικοί του άνθρωποι, από σήμερα θα τραγουδά σε άλλες γειτονιές, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που του άνοιξε το δρόμο για μια λαμπρή καριέρα, με τον δάσκαλό του και δεύτερο «πατέρα» του όπως τον θεωρούσε τον Γιώργο Ζαμπέτα, αλλά και τον μεγάλο Στέλιο Καζαντζίδη.

Η ζωή του Δημήτρη Μητροπάνου, όμως, δεν ήταν πάντα στρωμένη με ροδοπέταλα. Τα παιδικά του χρόνια πολύ δύσκολα και γεμάτα βάσανα και δυστυχίες. Χωρίς πατέρα και με τη μάνα του να παλεύει να μεγαλώσει μόνη της την οικογένεια. Γι’ αυτό και ο ίδιος, όπως είχε δηλώσει, η οικογένεια του ήταν το παν.

«Η σούστα πήγαινε μπροστά και ο μάγκας τοίχο τοίχο», τραγούδησε, όμως ο ίδιος πότε δεν πήγε τοίχο τοίχο, «άναβε πάντα φωτιές στις γειτονιές», τραβώντας μπροστά για να στηρίξει την οικογένεια του και να βρει «του κόσμου το λεκέ».

Οι μουσικές σπουδές, πολυτέλεια. Ο Θεός, όμως, του είχε δώσει αυτό το μοναδικό χάρισμα, μια μοναδική φωνή, που έπειτα από χρόνια θα μιλούσε για αυτή όλη η Ελλάδα.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα.

«Μεγάλωσα με την μητέρα μου και την αδελφή μου, ενώ έως τα 16 μου στα χαρτιά γραφόμουν ως “ορφανός” από πατέρα καθώς η οικογένεια νόμιζε ότι ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο.

Τελικά έφθασε στην οικογένεια ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία. Έτσι γνώρισα το πατέρα μου στα 29, όμως εγώ θεωρούσα πατέρα μου τον αδερφό της μάνας μου.

Τα καλοκαίρια δούλευα για να βοηθήσω τα οικονομικά της οικογένειάς μου, πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα ενός θείου και μετά σε κορδέλες που έκοβαν ξύλα», δήλωνε σε συνέντευξή του συγκινημένος ο Δ. Μητροπάνος.

Τα χρόνια περνούσαν και ο νεαρός Δημήτρης είχε ένα όνειρο, το οποίο πίστευε πως δεν ήταν και τόσο ακατόρθωτο, να τραγουδήσει.

Ένας αδελφός της μητέρας του, κομμουνιστής, επιστρέφει από την φυλακή, αλλά δεν μένει στα Τρίκαλα. Κατεβαίνει στην Αθήνα. Μαζί του παίρνει και τον ανιψιό του που κατέβηκε στην πρωτεύουσα έχοντας στις αποσκευές του τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη.

Ο θείος του Δημήτρη Μητροπάνου εργαζόταν στην Ένωση Συνεταιρισμών Εργοληπτών Ραφτών Ελλάδας κι ένα βράδυ η εταιρεία έκανε ένα γλέντι στο «Πλακιώτικο Σαλόνι» όπου τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα έβαλαν τον Δημήτρη να πει ένα τραγούδι.

«Εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής, έλα να σε πάω στην Κολούμπια», του ‘πε ο Μπιθικώτσης και ο νεαρός Δημήτρης χαμογέλασε.

Όντως έτσι έγινε και στην εταιρεία, ο Τάκης Λαμπρόπουλος, «παρέδωσε» τον Δημήτρη Μητροπάνο στον Γιώργο Ζαμπέτα, ουσιαστικά για να τον εκπαιδεύσει.

«Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα". Δουλεύω μέχρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σχολείο».

Από τη Νεολαία Λαμπράκη ο Δημήτρης Μητροπάνος γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη σε συναυλία του οποίου τραγούδησε για πρώτη φορά την Μεγάλη Δευτέρα του 1966, τον ακολουθεί σε περιοδεία στην Κύπρο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ενώ αρχίζει και γίνεται γνωστός στο φοιτητικό και νεανικό κοινό των μπουάτ.

Η Κολούμπια τού κάνει συμβόλαιο για ένα χρόνο και ηχογραφεί δύο μόνο τραγούδια τα οποία δεν κυκλοφόρησαν ποτέ.

Αυτή ήταν η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, μιας καριέρας που σημάδεψε το ελληνικό τραγούδι.

Γνώρισε τη φτώχεια και την βιοπάλη, γνώρισε την αγάπη και έμεινε σταθερός στις αξίες του, πάντα με επίκεντρο την οικογένεια.

«Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί… Λουλούδια για τον χάροντα, μπουζούκι και κιθάρα, κι ένα ανοιχτό περίπτερο να πάρουμε τσιγάρα».