ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Μια θάλασσα, δύο πατρίδες»: Πώς φτάσαμε στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας

«Μια θάλασσα, δύο πατρίδες»: Πώς φτάσαμε στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας
«Το λιμάνι του Βόλου», 1875, πίνακας του Κωνσταντίνου Βολανάκη, από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης

Παρότι ο Βόλος και τα χωριά του Πηλίου συμμετείχαν ενεργά στην Επανάσταση του 1821, χρειάστηκε να έρθει το 1881 ώστε οι περιοχές αυτές να αποτελέσουν μέρος του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, 50 χρόνια μετά τη δημιουργία του. Λίγα χρόνια νωρίτερα, τη δεκαετία του 1870, οι Έλληνες κλέφτες και αρματωλοί είχαν πάρει και πάλι τα όπλα, δίνοντας έναν ακόμα υπέρτατο αγώνα για την ελευθερία τους. Οι Οθωμανοί έβλεπαν πως ήταν δύσκολο να κρατήσουν τις διψασμένες για ένωση με την Ελλάδα περιοχές και κλιμάκωναν συνεχώς τις αγριότητές τους, προκειμένου να πετύχουν καταστολή του φρονήματος των πληθυσμών. Οι υπόδουλοι Έλληνες όμως, είχαν εμπεδώσει εις βάθος το υπέρτατο σύνθημα του Αγώνα, «Ελευθερία ή Θάνατος» και γνώριζαν καλά πως είχαν πλέον μπει σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, όπου τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει.

Εν τω μεταξύ βρίσκονταν σε εξέλιξη στο παρασκήνιο, μια σειρά από πολιτικές διεργασίες και διπλωματικές επαφές, επίσημες και ανεπίσημες, που συχνά δυναμίτιζαν την ατμόσφαιρα. Το ύπουλο παιχνίδι των Μεγάλων Δυνάμεων, που πολλές φορές καταγράφηκε εις βάρος των αγωνιζόμενων επαναστατών, επηρέαζε τις αποφάσεις και έκανε τους απλούς ανθρώπους στο πεδίο της μάχης να αισθάνονται προδομένοι. Ακόμα και μέσα από αυτές τις μηχανορραφίες όμως, αναδείχθηκαν ήρωες, που προέταξαν πάνω από όλα το συμφέρον της πατρίδας και συνέβαλαν τα μέγιστα στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας, συνολικά.

«Μια θάλασσα, δύο πατρίδες»

Σε αυτό το περιβάλλον εκτυλίσσεται το πρώτο μυθιστόρημα του δημοσιογράφο και συγγραφέα Χριστόφορος Σεμεργέλη: Το «Μια θάλασσα, δύο πατρίδες» είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μιλά για έννοιες όπως η ελευθερία, η πατρίδα, η φιλία, η πίστη και ο έρωτας, με φόντο την επαναστατημένη Θεσσαλία και τη Σμύρνη.

Ένας τυχοδιώτκης, ένας «αντι-ήρωας» είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, που όμως βλέπουμε να μεταλλάσσεται καθώς βιώνει καταστάσεις και γεγονότα ύψιστης σημασίας για τη ζωή του ίδιου, των ανθρώπων γύρω του, αλλά και της πατρίδας του. Στο Πήλιο, το πανέμορφο βουνό των Κενταύρων, ζει τη δική του περιπέτεια και προσπαθεί όχι μόνο να βγει αλώβητος από τις φλόγες του πολέμου, από τον κίνδυνο που τον παραμονεύει ανά πάσα στιγμή, αλλά θέλει όσο τίποτα, να βγει νικητής.

Η υπόθεση του βιβλίου

Η υπόθεση του μυθιστορήματος ξεκινάει το 1878, όταν ο πρωταγωνιστής, ένας άντρας που ζει ριψοκίνδυνα, πέφτει θύμα ληστείας στα Χιώτικα, την πιο κακόφημη συνοικία της Σμύρνης. Ορκίζεται να πάρει εκδίκηση, αλλά σχεδόν αμέσως, αναγκάζεται να ταξιδέψει στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, στην επαναστατημένη Θεσσαλία, ώστε να διασώσει έναν θησαυρό αμύθητης αξίας που ανακαλύφθηκε στον Βόλο. Εκεί τον περιμένει μία περιπέτεια «ζωής και θανάτου», καθώς το Πήλιο μετατρέπεται σε πεδίο μαχών, προδοσιών, εκδίκησης, παθών και μίσους.

Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στον αγώνα των Ελλήνων, αλλά και οι τεράστιες πολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα εκείνο το κρίσιμο διάστημα αφήνουν το αποτύπωμά τους στον ήρωα, που ισορροπεί ανάμεσα σε δύο πατρίδες και επιχειρεί να κλείσει όλους τους ανοιχτούς λογαριασμούς. Ένας Άγγλος δημοσιογράφος του συμπαραστέκεται ως αδελφικός φίλος, ενώ αυτός ο νέος άντρας δεν μένει ασυγκίνητος από μια πανέμορφη Ελληνίδα από τη Μακρινίτσα, με την οποία ερωτεύονται σφόδρα, παρά τον ορυμαγδό καταστροφής, τη φωτιά του πολέμου, που μαίνεται γύρω τους…

«Η καρδιά μου σαν να άνοιξε στα δύο από τον πόνο, καθώς της ανακοίνωνα με τρεμάμενη φωνή πως οι δρόμοι μας θα χώριζαν και πάλι. Πιότερο, όμως, μου στοίχιζε που δεν μπορούσα να της αποκαλύψω τον πραγματικό λόγο της επιστροφής μου στη Σμύρνη. Εκτός από τον πρόξενο κι εμένα, κανείς άλλος δεν έπρεπε να μάθει για την ύπαρξη του θησαυρού. Ήταν ένα θανάσιμο μυστικό, το οποίο μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο όλους όσοι γνώριζαν για τα πολύτιμα αντικείμενα που είχε ανακαλύψει ο Μπορέλ»: Αυτές είναι οι σκέψεις και τα φορτισμένα συναισθήματα του ήρωα, που γνωρίζει πως ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο κάθε ώρα και στιγμή, κι όμως, είναι αναγκασμένος να φύγει μακριά από την αγαπημένη του και να αφήσει τον έρωτά τους – έστω, προσωρινά.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Το «Μια θάλασσα, δύο πατρίδες» είναι το πρώτο μυθιστορηματικό έργο του Χριστόφορου Σεμέργελη, που γεννήθηκε το 1979 και μεγάλωσε στον Βόλο. Είναι παντρεμένος με τη Χρύσα Σιγανού κι έχουν έναν γιο. Από το 2000 εργάζεται ως υπάλληλος στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, ενώ συνεργάζεται σε σταθερή βάση με τη Θεσσαλία, καθημερινή εφημερίδα της Μαγνησίας. Έχει γράψει επίσης τρία διηγήματα, με τα οποία έλαβε μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς των εκδόσεων iWrite.gr, με τον γενικό τίτλο «Ιστορίες του τόπου μας» και απέσπασε ισάριθμα βραβεία σε Διδυμότειχο (2017), Νάουσα (2018) και Δράμα (2019) αντίστοιχα.

Το ιστορικό μυθιστόρημά του «Μια θάλασσα, δύο πατρίδες» βρίσκεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων, ηλεκτρονικών και πραγματικών, από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.