Πατριός Γρίβα: «Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι ένα τόσο καλό παιδί είχε μπλέξει με έναν τέτοιο άνθρωπο»
Έντονη ήταν η κατάθεση του πατριού της Κυριακής Γρίβα, ο οποίος περιέγραψε με συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο τη διαδρομή της σχέσης της 28χρονης με τον κατηγορούμενο για τη δολοφονία της, έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων.
Γνωρίζοντας την Κυριακή από παιδί, την περιέγραψε ως μια κοπέλα με ήθος και ταλέντο. Όπως είπε, «ήταν εξαιρετική στη ζωγραφική, μορφωμένη, εργατική, δοτική… ένα παιδί που ήθελε να δίνει». Το πρώτο της αγόρι, γύρω στα 22 της, το χαρακτήρισε «καλό παιδί, από καλή οικογένεια», αλλά η σχέση δεν κράτησε πολύ. Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε, σύμφωνα με τον ίδιο, όταν μπήκε στη ζωή της ο κατηγορούμενος.
Από την πρώτη επαφή, η εικόνα του συντρόφου της του προκάλεσε ανησυχία. «Το βλέμμα του, τα τατουάζ, όλη η παρουσία του μου φαινόταν λάθος», είπε χαρακτηριστικά. Παρότι εξέφρασε τις ενστάσεις του στην Κυριακή, εκείνη δεν ήθελε να ακούσει. «Ήταν τυφλά ερωτευμένη. Δεν άκουγε τίποτα. Αυτός ήταν χειριστικός από την αρχή».
Η μητέρα της Κυριακής Γρίβας
EurokinissiΣτην πορεία της σχέσης τους, όπως περιέγραψε, ο κατηγορούμενος δεν εργαζόταν ουσιαστικά ποτέ. Εμφανιζόταν με καινούρια τατουάζ και κοσμήματα, αλλά απέφευγε κάθε μορφή εργασίας. «Μας έφερνε κάτι ρίγανες για να δείξει ότι κάνει κάτι. Όταν τη ρωτούσαμε, δεν ήθελε κουβέντα. Ήταν ερωτευμένη και προσπαθούσε να τον στηρίξει. Εκείνος απλώς εκμεταλλευόταν την καλοσύνη της».
Αν και δεν είχαν εικόνα συστηματικής κακοποίησης, υπήρχαν εντάσεις. Όταν η Κυριακή έφευγε από το κοινό τους σπίτι και γύριζε στο πατρικό της, τότε μόνο μάθαιναν για κάποιους καβγάδες. «Δεν είμαι ειδικός, αλλά μπορώ να καταλάβω πότε κάποιος έχει σοβαρό πρόβλημα. Δεν μου φάνηκε ποτέ να παίρνει ουσίες ή να έχει ψυχιατρικά θέματα. Ίσα ίσα – ήταν εξωστρεφής, χαμογελαστός, ευγενικός. Έπαιζε καλά τον ρόλο του».
Όταν εκείνη αποφάσισε να απομακρυνθεί και να επιστρέψει στην οικογένεια, όλοι ένιωσαν ανακούφιση. Ξεκίνησαν ξανά σχέδια για το μέλλον της, μέχρι που, όπως είπε ο πατριός της, «τον ξαναδέχτηκε στη ζωή της και όλα πάγωσαν». Ανάμεσά τους και η ευκαιρία να φοιτήσει στην Καλών Τεχνών.
Σχετικά με τα οικονομικά τους, ο μάρτυρας εξήγησε ότι η Κυριακή συντηρούσε τη σχέση δουλεύοντας αρχικά σε παιδότοπο. «Αυτός τη ζήλευε και την έπεισε να φύγει. Μετά δούλευε σε συνεργείο καθαρισμού από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ο ίδιος δεν έκανε τίποτα. Έπαιρνε επιδόματα. Του έλεγα “πήγαινε για δουλειά” και απαντούσε: “Για 600 ευρώ; Παίρνω τα ίδια από το σπίτι και τα επιδόματα”. Προσπαθούσε να πάρει ψυχιατρική σύνταξη».
Το δικαστήριο στάθηκε σε αυτό: «Πώς θα έπαιρνε ψυχιατρική σύνταξη χωρίς διάγνωση;» ρώτησε πρόεδρος. «Πήγαινε σε νοσοκομεία, αλλά τον έδιωχναν. Δεν τον κρατούσαν. Δεν είχε τίποτα. Απλώς ήθελε να το εκμεταλλευτεί γιατί ήξερε ότι είναι ισόβια», απάντησε ο πατριός.
Με έμφαση τόνισε ότι ο κατηγορούμενος όχι μόνο δεν έδειχνε να πάσχει από κάτι, αλλά είχε και ενεργό τρόπο ζωής: «Καταδύσεις, κυνήγι, κολύμπι. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι δεν ήταν στα καλά του».
Ο μάρτυρας κατέληξε καταγγέλλοντας τον κατηγορούμενο ότι προσπαθούσε να εξασφαλίσει το δικό του εισόδημα μέσω της Κυριακής, φτάνοντας στο σημείο να δημοσιεύσει και αγγελία γάμου. «Ήθελε να την έχει απόλυτα υπό τον έλεγχό του. Της έπαιρνε τα λεφτά, και εκείνη πήγαινε και ζητούσε βοήθεια από τη μάνα της. Ένας αλήτης. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Είχε τυφλωθεί».
Τέλος, για τη σχέση της Κυριακής με τον βιολογικό της πατέρα, ανέφερε ότι δεν είχε σαφή εικόνα. «Έμενε μακριά, κι επειδή η διαδρομή με ταξί κόστιζε πολύ, δεν είχαν συχνή επαφή».
Δίκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών για την δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβας την 1η Απριλίου 2024 έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων από τον πρώην σύντροφό της
Eurokinissi«Φοβόμουν μη κάνει κακό στην αδελφή μου αν έκανε κάτι που τον ενοχλούσε», λέει η αδελφή της
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση της αδελφής της Κυριακής Γρίβα, Αλεξάνδρας, στη δίκη που διεξάγεται για τη δολοφονία της νεαρής γυναίκας. Με φωνή φορτισμένη από συγκίνηση και με εμφανή προσπάθεια να διατηρήσει την ψυχραιμία της, η μάρτυρας περιέγραψε αναλυτικά την κακοποιητική και χειριστική σχέση της αδελφής της με τον κατηγορούμενο – έναν άνδρα που, όπως τόνισε, από την αρχή δημιούργησε ανησυχία στην οικογένεια.
«Ήμασταν πολύ δεμένες. Ζούσαμε μαζί μέχρι τα 23 μας. Είχαμε πάντα καλές σχέσεις. Αυτό άλλαξε όταν μπήκε στη ζωή της ο κατηγορούμενος», είπε η Αλεξάνδρα Γρίβα, σημειώνοντας ότι η αλλαγή στη συμπεριφορά της Κυριακής ήταν άμεση και αισθητή.
Η ίδια περιέγραψε πώς ο κατηγορούμενος άρχισε να ελέγχει την αδελφή της σε καθημερινό επίπεδο, να της απαγορεύει επαφές και να διακόπτει επικοινωνίες. «Την εντυπωσίασε η εμφάνισή του. Πολύ γρήγορα όμως ξεκίνησε να απαντάει εκείνος στο τηλέφωνό της. Επικοινωνούσαμε όλο και πιο σπάνια. Εκείνη μου τηλεφωνούσε μετά από δύο μέρες, κάτι που δεν συνέβαινε ποτέ παλιά. Όταν μιλούσαμε, καταλάβαινα πως της μιλούσε απότομα, την πίεζε. Εγώ της έλεγα να χωρίσει. Εκείνη μου έλεγε “είμαι ερωτευμένη, τον αγαπάω”».
Η μάρτυρας έκανε λόγο για ένα άτομο με έντονη ζήλια και τάση απομόνωσης του θύματος. «Ήταν καταπιεστικός. Την ζήλευε πολύ. Την απομάκρυνε από φίλους, οικογένεια, ανθρώπους της καθημερινότητάς της. Ήξερε ότι αν μιλούσε και το μάθαιναν οι γονείς μας, δεν θα έμεναν με σταυρωμένα χέρια».
Στην ερώτηση της προέδρου του δικαστηρίου για το τι ακριβώς της άρεσε στη σχέση αυτή, η μάρτυρας απάντησε ευθέως: «Η εξωτερική του εμφάνιση. Της έταζε σπίτι, ταξίδια, μια ζωή που τελικά την πλήρωνε η ίδια».
Η κατάσταση, ωστόσο, φάνηκε να βαθαίνει ακόμη περισσότερο όταν η Κυριακή έμεινε έγκυος. «Μου το ανακοίνωσε πολύ επιφυλακτικά, γιατί ήξερε ότι ήμουν κάθετα αντίθετη στο να προχωρήσει αυτή η σχέση. Χάρηκα γιατί την είδα χαρούμενη. Ο κατηγορούμενος μού είχε ζητήσει τότε βοήθεια για να της κάνει πρόταση γάμου. Λίγες ημέρες μετά απέβαλε. Την πήγα εγώ στον γιατρό. Εκείνη μου είπε ότι χώρισαν. Δεν τη ρώτησα λεπτομέρειες – δεν ήθελα να τη στρεσάρω περισσότερο».
Από το 2019, όπως κατέθεσε η μάρτυρας, διαπίστωσε για πρώτη φορά ξεκάθαρα την ύπαρξη σωματικής κακοποίησης. «Την είδα με μελανιές στο πρόσωπο. Της είπα να πάρει τα πράγματά της και να φύγουμε. Αρνήθηκε. Μου έλεγε ότι δεν ήθελε να συνεχιστεί το θέμα, να μην το πούμε σε κανέναν. Ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι την είχε χτυπήσει. Το είδα και αργότερα στα μπράτσα της. Είχε μελανιές, αλλά επέμενε να μη δώσουμε συνέχεια. Της έλεγα, ό,τι χρειαστεί να μου το πει. Στους γονείς μας δεν μετέφερα τίποτα απ’ όσα είχα καταλάβει. Φοβόμουν ότι θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα».
Η πρόεδρος ρώτησε πότε πληροφορήθηκε πως ο χωρισμός τους ήταν οριστικός. Η απάντηση της μάρτυρα ήταν αποκαλυπτική: «Ένα μήνα πριν τη δολοφονία της, η Κυριακή άλλαξε δουλειά και σπίτι. Τη ρώτησα αν χώρισε, μου είπε “ναι, δεν θέλω άλλο”. Είχε πάρει την απόφαση. Φαινόταν ήρεμη».
Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν απομακρύνθηκε νωρίτερα, για παράδειγμα μετά την αποβολή, η Αλεξάνδρα απάντησε: «Δεν ξέρω γιατί τότε όχι και τώρα ναι. Ίσως γιατί τότε είχε ακόμα αισθήματα, ή ήλπιζε ότι κάτι θα αλλάξει. Από το 2023 και μετά δεν είχα καμία επαφή με τον κατηγορούμενο».
Ο εισαγγελέας επανέφερε το θέμα της ψυχικής κατάστασης του κατηγορούμενου, με βάση την προανακριτική κατάθεση της μάρτυρα, όπου είχε αναφέρει ότι «κυκλοφορούσε πως είχε ψυχολογικά προβλήματα». Η ίδια διευκρίνισε: «Ήταν εμμονικός. Έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήθελε να την αποκόψει από όλους. Τη ζήλευε παθολογικά. Την απομόνωσε από τα πάντα. Αυτό ερμηνεύω ως ψυχολογικό. Σε συζητήσεις με φίλους, το λέγαμε μεταξύ μας. Δεν είχε διαγνωσμένο πρόβλημα, αλλά φαινόταν η συμπεριφορά του προβληματική».
Όσον αφορά το κοινωνικό του περιβάλλον, η μάρτυρας είπε πως δεν γνώριζε πολλά: «Απ’ όσο ήξερα είχε ένα ζευγάρι φίλους. Δεν ξέρω με ποιους έκανε παρέα. Ήταν τόσο προσκολλημένος στην αδελφή μου. Εκείνη δεν έβγαινε πια συχνά. Όταν έβγαινε, ήταν πάντα μαζί του. Εγώ είχα μαζί του μόνο τυπικές σχέσεις».
Όταν ρωτήθηκε αν είχε μιλήσει με τη μητέρα τους για την κατάσταση, η Αλεξάνδρα απάντησε με ειλικρίνεια: «Όχι. Δεν είχα πει τίποτα. Φοβόμουν πολύ. Είχα την αίσθηση ότι η Κυριακή γύριζε ξανά κοντά του επειδή τον φοβόταν. Πιστεύω ότι στην αρχή τον αγάπησε, αλλά προς το τέλος, τον φοβόταν περισσότερο απ’ όσο τον αγαπούσε».
«Φοβόμουν μη κάνει κακό στην αδελφή μου αν έκανε κάτι που τον ενοχλούσε. Φοβόμουν ότι θα ξεσπάσει πάνω της. Την έλεγε «Π****» και «Κα****». Δημιουργούσε προβλήματα όταν βγαίναμε έξω με την ξαδέλφη της μητέρα μας. Ζήλευε όλους τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν η Κυριακή» είπε μεταξύ άλλων και συνέχισε: «Έβλεπα την αδελφή μου με μελανιές στα χέρια και όταν τη ρώταγα μου έδειχνε τον κατηγορούμενο».