Ο ελληνικός Τιτανικός: 59 χρόνια από το ναυάγιο του «Ηράκλειον» στη Φαλκονέρα με τους 217 νεκρούς

Μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στις ελληνικές θάλασσες
3'

Το επιβατηγό–οχηματαγωγό Ηράκλειον σήκωσε άγκυρα από τη Σούδα το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου 1966.

Στο κατάστρωμα και στους θαλάμους βρίσκονταν εκατοντάδες επιβάτες που ταξίδευαν προς τον Πειραιά, άλλοι για δουλειά, άλλοι για οικογενειακές υποχρεώσεις, άλλοι απλώς για να βρεθούν στην πρωτεύουσα ενόψει των γιορτών.

Η θάλασσα ήταν ήδη φορτωμένη από άνεμους εντάσεως 8 και 9 μποφόρ, όμως τα δρομολόγια της εποχής σπάνια ακυρώνονταν. Το πλήρωμα ακολούθησε τη ρουτίνα του, οι μηχανές πήραν μπροστά και το πλοίο χάθηκε στο μαύρο του Κρητικού πελάγους.

Λίγες ώρες μετά την αναχώρηση, καθώς το Ηράκλειον έμπαινε στο στενό μεταξύ Μήλου και Φαλκονέρας, η κατάσταση στη θάλασσα είχε γίνει ανεξέλεγκτη.

Παρά τα συνεχή χτυπήματα από τα κύματα, το πλοίο συνέχιζε την πορεία του, μέχρι τη στιγμή που ένα φορτηγό–ψυγείο, το οποίο σύμφωνα με μαρτυρίες δεν ήταν σωστά δεμένο στο γκαράζ, ξεκόλλησε. Η ορμή του το έριξε στην πόρτα του καταστρώματος, η οποία υποχώρησε. Μέσα σε λίγα λεπτά το νερό εισέβαλε με ορμή στο γκαράζ, μετατρέποντας το πλοίο σ’ ένα δυσκίνητο, βαρύ σκαρί που πάλευε να μείνει όρθιο.

Τα λεπτά πριν το τέλος

Στις 2:06 τα ξημερώματα στάλθηκε το πρώτο SOS. Ήταν όμως ήδη αργά. Το πλοίο έπαιρνε κλίση ταχύτατα και οι περισσότεροι επιβάτες δεν είχαν προλάβει καν να σηκωθούν από τα κρεβάτια τους.

Οι σωστικές λέμβοι δεν μπόρεσαν να χαμηλωθούν, η γέφυρα έχασε τον έλεγχο και μέσα σε λίγα μόλις λεπτά το Ηράκλειον βυθίστηκε στα νηνεμισμένα, απόκοσμα νερά της Φαλκονέρας. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν σαν μια σκοτεινή σφραγίδα πάνω από το Αιγαίο.

Όσοι πρόλαβαν να βγουν στη θάλασσα πάλευαν για ώρες στο παγωμένο νερό. Η νύχτα ήταν κατάμαυρη και τα κύματα τεράστια. Αναζητούσαν οτιδήποτε μπορούσε να επιπλεύσει: ένα σωσίβιο, ένα ξύλο, ένα κομμάτι από το κατάρτι.

Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που διασώθηκαν περιγράφουν μια ατελείωτη κόλαση, όπου η επιβίωση κρεμόταν από δευτερόλεπτα. Οι φωνές χάνονταν μέσα στον αέρα, τα σώματα εξαντλούνταν, κι όμως κάποιοι παρέμειναν ζωντανοί μέχρι τα πρώτα φώτα των πλοίων που έσπευσαν στην περιοχή.

Η διάσωση και ο απολογισμός της τραγωδίας

Πρωί πλέον της 8ης Δεκεμβρίου, εμπορικά πλοία και στρατιωτικά σκάφη εντόπισαν διασκορπισμένους ανθρώπους στο νερό και περισυνέλεξαν συνολικά περίπου 47 επιζώντες. Ο επίσημος αριθμός των νεκρών έφτασε τους 217, αν και οι λίστες επιβατών της εποχής ποτέ δεν ήταν απόλυτα ακριβείς.

Οι εικόνες από το λιμάνι του Πειραιά, όπου συγγενείς περίμεναν απελπισμένα νέα, παραμένουν χαραγμένες στη συλλογική μνήμη. Ήταν μια εθνική τραγωδία που ξεπέρασε τα όρια της ναυτιλίας και άγγιξε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Οι ευθύνες, οι αλλαγές και η κληρονομιά

Το ναυάγιο του Ηράκλειον δεν άφησε απλώς πίσω του πένθος· έγινε αφετηρία για ένα μεγάλο κύμα αλλαγών στην ελληνική ακτοπλοΐα. Νέοι κανονισμοί για τη στερέωση των φορτίων, για τη συντήρηση των θυρών των γκαράζ, για τον έλεγχο των δρομολογίων σε ακραίες καιρικές συνθήκες.

Αν και χρειάστηκε χρόνος για να εφαρμοστούν πλήρως, η υπόθεση λειτούργησε ως σήμα κινδύνου: η ασφάλεια δεν ήταν πλέον μια θεωρητική απαίτηση, αλλά θέμα ζωής και θανάτου.

Ακόμη και σήμερα, σχεδόν έξι δεκαετίες μετά, το όνομα Ηράκλειον προκαλεί ρίγος. Όχι μόνο για το μέγεθος της συμφοράς, αλλά για την αίσθηση ότι μια τραγωδία μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Οι επιζώντες κουβαλούν για πάντα τις εικόνες εκείνης της νύχτας.

Οι οικογένειες των θυμάτων κουβαλούν το κενό. Κι η Ελλάδα κουβαλά ένα κομμάτι ιστορίας που της θυμίζει πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στη ρουτίνα και στην καταστροφή.