Μπανγκλαντές σε κρίσιμο σταυροδρόμι: Ριζοσπαστισμός, μειονότητες και η νέα πολιτική τάξη
Η πρόσφατη δήλωση του Χασνάτ Αμπντουλάχ, ηγετικού στελέχους και Νότιου Επικεφαλής Οργανωτή του νεοσύστατου Εθνικού Κόμματος Πολιτών (National Citizen Party – NCP), ότι οι «Επτά Αδελφές» της βορειοανατολικής Ινδίας θα μπορούσαν να απομονωθούν αν το Μπανγκλαντές «αποσταθεροποιηθεί», δεν αποτελεί απλώς μια έκρηξη εθνικιστικής ρητορικής. Αντανακλά μια βαθύτερη και πιο ανησυχητική μετατόπιση στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της χώρας.
Μετά την πολιτική μετάβαση που ακολούθησε την ανατροπή της Σέιχ Χασίνα τον Αύγουστο του 2024 και την ανάληψη της εξουσίας από τον Μουχάμαντ Γιουνούς, το Μπανγκλαντές βιώνει σκλήρυνση της ρητορικής, αναζωπύρωση ισλαμιστικών ριζοσπαστικών δικτύων και ανησυχητική κλιμάκωση της βίας κατά των μειονοτήτων. Μαζί, αυτές οι εξελίξεις αναδιαμορφώνουν τόσο την εσωτερική τάξη της χώρας όσο και τη στάση της απέναντι στην Ινδία.
Από την πολιτική μετάβαση στην ιδεολογική διολίσθηση
Οι μεταβάσεις δημιουργούν κενά – και στο Μπανγκλαντές αυτά τα κενά καλύφθηκαν ταχύτατα από δυνάμεις που αντλούν ισχύ από τη δυσαρέσκεια και την πολιτική της ταυτότητας. Η άνοδος του NCP και η προβολή προσώπων όπως ο Χασνάτ Αμπντουλάχ αντανακλούν μια επαναχάραξη του πολιτικού λόγου, ο οποίος όλο και περισσότερο αποδίδει την εσωτερική αστάθεια σε εξωτερικές συνωμοσίες, με κύριο στόχο την Ινδία.
Η αφήγηση αυτή βρίσκει απήχηση σε ριζοσπαστικές ομάδες που διαχρονικά αντιτίθενται στον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και στη περιφερειακή συνεργασία, επιτρέποντάς τους να καλύπτουν τις ατζέντες τους με τον μανδύα του εθνικισμού.
Αναλυτές του Institute for Conflict Management, γράφοντας στο South Asia Intelligence Review (SAIR), προειδοποιούν ότι το περιβάλλον μετά το 2024 έχει ενθαρρύνει ισλαμιστικούς δρώντες που στο παρελθόν ήταν περιορισμένοι. Σύμφωνα με τη Σαντσίτα Μπατατσάρια του SAIR, η αποδυνάμωση των μηχανισμών αποτροπής και τα πολιτικά μηνύματα που ευνοούν τον κατευνασμό αντί της λογοδοσίας έχουν δημιουργήσει «ένα ευνοϊκό οικοσύστημα» για ριζοσπαστική κινητοποίηση.
Η αντι-ινδική ρητορική, που άλλοτε περιοριζόταν σε περιθωριακές οργανώσεις, πλέον αντηχεί στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, θολώνοντας τα όρια μεταξύ εθνικής αυτοπεποίθησης και στρατηγικής απερισκεψίας.
Ένας ζοφερός απολογισμός βίας κατά των μειονοτήτων
Το ανθρώπινο κόστος αυτής της διολίσθησης αποτυπώνεται με τον πιο ωμό τρόπο στη συστηματική στοχοποίηση θρησκευτικών μειονοτήτων. Μεταξύ Ιανουαρίου και Δεκεμβρίου 2025, μια σειρά δολοφονιών και επιθέσεων ανέδειξε την ιδιαίτερη ευαλωτότητα των Ινδουιστών πολιτών.
Στις 7 Δεκεμβρίου, η αστυνομία εντόπισε τα πτώματα του αγωνιστή της ανεξαρτησίας Γιογκές Τσάντρα Ρόι και της συζύγου του Σουμπάρνα Ρόι στο σπίτι τους στην περιφέρεια Ρανγκπούρ, με τραύματα στο κεφάλι. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Ούτπαλ Σάρκαρ, ινδουιστής έμπορος ψαριών, δολοφονήθηκε στο Φαριντπούρ, ενώ ο Πραντός Καρμακάρ, κοσμηματοπώλης, πυροβολήθηκε θανάσιμα στο Ναρσινγκντί στις 2 Δεκεμβρίου. Τα περιστατικά αυτά ακολούθησαν προηγούμενες δολοφονίες ινδουιστών επιχειρηματιών, ακτιβιστών και δημοσιογράφων σε περιοχές όπως το Σίλετ, το Νατόρε, το Χαμπιγκάντζ και το Μουνσιγκάντζ.
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στους Ινδουιστές. Εκκλησίες στη Ντάκα έγιναν στόχος αυτοσχέδιων βομβών τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2025, βουδιστικοί ναοί λεηλατήθηκαν, ενώ αυξήθηκαν και τα περιστατικά σεχταριστικής βίας κατά άλλων μουσουλμανικών ομάδων.
Σύμφωνα με μερικά στοιχεία που συγκέντρωσε το Institute for Conflict Management, έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 34 περιστατικά δίωξης μειονοτήτων από τον Αύγουστο του 2024, περιλαμβανομένων συλλήψεων, λιντσαρισμάτων, απαγωγών, αρπαγών γης και βεβηλώσεων χώρων λατρείας σε σχεδόν όλες τις περιοχές της χώρας.
Ανεξάρτητες πηγές επιβεβαιώνουν την έκταση της κρίσης. Η Επιτροπή των ΗΠΑ για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία ανέφερε στην ετήσια έκθεσή της για το 2025 ότι εκατοντάδες Ινδουιστές φέρονται να σκοτώθηκαν στη βία που ακολούθησε την αποχώρηση της Χασίνα. Παράλληλα, το Συμβούλιο Ενότητας Ινδουιστών, Βουδιστών και Χριστιανών του Μπανγκλαντές κατέγραψε 2.442 περιστατικά βίας κατά μειονοτήτων μεταξύ Αυγούστου 2024 και Ιουνίου 2025, συμπεριλαμβανομένων 27 δολοφονιών μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2025. Τα στοιχεία αυτά διαψεύδουν τις επίσημες διαβεβαιώσεις ότι η δημόσια τάξη παραμένει υπό έλεγχο.
Κανονικοποίηση του ριζοσπαστισμού, διαγραφή της πολυφωνίας
Πέρα από τη φυσική βία, συμβολικές ενέργειες σηματοδοτούν τη συστηματική διάβρωση της πολυπολιτισμικής κληρονομιάς του Μπανγκλαντές. Η κατεδάφιση της πατρικής οικίας του σκηνοθέτη Σατιατζίτ Ρέι στο Μιμενσινγκχ και οι βανδαλισμοί στο Ραμπίντρα Κατσαριμπάρι του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ έπληξαν σύμβολα κεντρικά για την ταυτότητα του βεγγαλικού πολιτισμού.
Η αποφυλάκιση με εγγύηση του Σαφιούρ Ραχμάν Φαράμπι, καταδικασμένου για τη δολοφονία του συγγραφέα Αβιτζίτ Ρόι, ήρθε σε έντονη αντίθεση με τη συνεχιζόμενη κράτηση του ινδουιστή πνευματικού ηγέτη Τσινμόι Κρίσνα Ντας Μπραχματσάρι με κατηγορίες για εσχάτη προδοσία, παρά μια σύντομη απόφαση αποφυλάκισης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ασυμμετρία αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη.
Ισλαμιστικές οργανώσεις εμφανίζονται ολοένα και πιο επιθετικές. Η εκστρατεία της Hefazat-e-Islam κατά τραπεζογραμματίων που απεικονίζουν ινδουιστικά και βουδιστικά μνημεία, καθώς και οι διαδηλώσεις της Jamaat-e-Islami για υποτιθέμενες βλασφημίες από ινδουιστές πολίτες, δείχνουν πώς ο θρησκευτικός πλειοψηφισμός εργαλειοποιείται πολιτικά.
Ακόμη πιο ανησυχητικές είναι οι αναφορές για αναβίωση υποδομών στρατιωτικής εκπαίδευσης εξτρεμιστών. Το SAIR κάνει λόγο για στρατόπεδα που φέρονται να λειτουργούν το 2025 από οργανώσεις όπως η Jama’atul Mujahideen Bangladesh, η Ansarullah Bangla Team και η Hizb-ut-Tahrir, με εκπαίδευση σε όπλα, κατασκευή βομβών και στρατολόγηση, ακόμη και γυναικών. Εάν οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιωθούν, το Μπανγκλαντές δεν αντιμετωπίζει απλώς κοινωνικές εντάσεις, αλλά μια επικίνδυνη επαναστρατιωτικοποίηση των εξτρεμιστικών δικτύων.
Περιφερειακές επιπτώσεις και ο παράγοντας Ινδία
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ιδωθεί και η απειλητική ρητορική του Χασνάτ Αμπντουλάχ για τη βορειοανατολική Ινδία. Τέτοιες δηλώσεις εξυπηρετούν διπλό στόχο: αποπροσανατολίζουν από τις εσωτερικές αποτυχίες και ταυτόχρονα ευθυγραμμίζονται με ριζοσπαστικές αφηγήσεις που παρουσιάζουν την Ινδία ως υπαρξιακό εχθρό.
Ωστόσο, η οικονομική αλληλεξάρτηση των δύο χωρών και ο γεωγραφικός ρόλος του Μπανγκλαντές ως γέφυρας προς τη βορειοανατολική Ινδία καθιστούν την αντιπαράθεση εξαιρετικά επικίνδυνη. Η αποσταθεροποίηση δεν θα περιοριστεί εντός συνόρων· θα έχει επιπτώσεις στο εμπόριο, τη συνδεσιμότητα και τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας.
Για την Ινδία, η πρόκληση είναι να απαντήσει χωρίς να ενισχύσει τη νοοτροπία πολιορκίας που καλλιεργούν οι σκληροπυρηνικοί κύκλοι στο Μπανγκλαντές. Για το ίδιο το Μπανγκλαντές, το διακύβευμα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Η συστηματική καταπίεση των μειονοτήτων, η διάβρωση της πολιτισμικής πολυφωνίας και η ανοχή στην εξτρεμιστική κινητοποίηση απειλούν να διαλύσουν τον κοινωνικό ιστό που με κόπο ανασυγκροτήθηκε μετά το 1971.
Το Μπανγκλαντές βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μπορεί να επαναβεβαιώσει τις ιδρυτικές του αρχές περί κοσμικότητας και περιφερειακής συνεργασίας ή να συνεχίσει σε μια πορεία όπου ο ριζοσπαστισμός υπαγορεύει την πολιτική και οι μειονότητες πληρώνουν το τίμημα. Η επιλογή αυτή θα καθορίσει όχι μόνο την εσωτερική του σταθερότητα, αλλά και τη θέση του στη εύθραυστη στρατηγική ισορροπία της Νότιας Ασίας.