Η ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ

Με βλέμμα στο μέλλον, απέναντι στο παρελθόν

Με βλέμμα στο μέλλον, απέναντι στο παρελθόν

Στρώθηκα να γράψω. Νόμιζα ότι θα είχα πολλά να πω για την Ελλάδα του σήμερα, για τους νέους γύρω μου, για μένα προσωπικά, για τις εμπειρίες μου ή τις απόψεις μου.

Της Κατερίνας Μουτσάτσου

Κάθε μέρα οι κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα φαίνονται να είναι δραματικές, συμβαίνουν άπειρα, γράφονται άπειρα, στην Ελλάδα, το εξωτερικό, στο διαδύκτιο. Όλοι έχουν ένα «βήμα» πια, από τα μπλογκς ή τις ηλεκτρονικές εφημερίδες, το Facebook, το twitter ή το YouTube...

Ακόμα και τα “comments” ή τα “likes” είναι είδηση, έκφραση, άποψη. Τέτοιο βήμα έχω κι εγώ.

Σ’ αυτή τη «δημοκρατική διαδικασία» σε κανέναν δεν φαίνεται να στερείται το δικαίωμα έκφρασης -τουλάχιστον σε κανέναν που να έχει προσαρμοστεί στην σύγχρονη τεχνολογία- είτε τον διαβάζουν οι υπόλοιποι είτε όχι. Πόσο αποτελεσματικό είναι όμως τελικά αυτό; Τι θα είχα εγώ να πω ή να προσθέσω; Αισθάνθηκα ξαφνικά ότι όλοι τα έχουν πει όλα.

Στις 14 Φεβρουαρίου του 2004 έκλεισα την τηλεόραση. Οι εκπομπές, τα σήριαλς, οι ειδήσεις, ακόμα και οι διαφημίσεις της ελληνικής τηλεόρασης σβήστηκαν εν μία νυκτί και δια παντός από τη ζωή μου. Η ενσυνείδητη αυτή πράξη μου, αποδείχθηκε από την πρώτη στιγμή πως ήταν από τις καλύτερες αποφάσεις που είχα πάρει μέχρι τότε για τη ζωή μου. Λίγο νωρίτερα εκείνη την περίοδο είχα ανακαλύψει την ενημέρωση στο ίντερνετ, και ενώ πιο πριν η σχέση μου με το διαδίκτυο περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, θυμάμαι την αίσθηση ανεξαρτησίας όταν άρχισα να μπορώ πια να επιλέγω μόνη μου το τι θέλω να διαβάζω κι από ποιά διαδικτυακή πηγή, χωρίς να περιμένω από τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης να μου σερβίρουν τα ατελείωτα παράθυρα τους που μόνο συμφέροντα εξυπηρετούσαν -είτε πολιτικά, είτε τηλεθέασης. Ξεφορτώθηκα μέχρι και τη συσκευή. Η παρουσία της, και κλειστή ή σε σπίτια άλλων, με αρρώσταινε. Ο ήχος της από διπλανά δωμάτια άλλων σπιτιών επίσης. Σιγά-σιγά σταμάτησα ακόμα και να δουλεύω γι αυτήν. Πέρασα στην αντεπίθεση. Από θεατής, ακροατής, ή αναγνώστης που αντιδρά, άρχισα να δρω.

Χρόνια μετά, κι ενώ γράφω αυτό το κείμενο στο σπίτι των γονιών μου στην Αίγινα, η τηλεόραση συνεχίζει να βασιλεύει στο Ελληνικό Σπίτι: «Η Δημόσια Υγεία κινδυνεύει με τις απεργίες στις χωματερές», «το χρέος θα κοπεί τουλάχιστον στο 50%, και η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε χρεοκοπία σταδιακά», «απεργία αύριο σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς», «τρεις μισθούς λιγότερο το χρόνο θα μετρούν συνταξιούχοι και μισθωτοί», «κλειστά τα σχολεία από καταλήψεις», «απολύσεις στο δημόσιο» κλπ.

Το FB παίρνει φωτιά, ανταλλαγές απόψεων, σχόλια. Όλα σίγουρα πηγαίνουν προς την καταστροφή. Σε αυτό το στάδιο βρισκόμαστε, τελεία και παύλα. Το να προσπαθήσεις να πεις κάτι καλό, ακόμα και στον εαυτό σου ψιθυριστά, σε κάνει να νιώθεις ενοχές. Το να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι καλό (βλ. πρότζεκτς νέων τα οποία «κλέβονται» απροκάλυπτα από το Υπουργείο Πολιτισμού), πάει στράφι.

Το «σύστημα» διαιωνίζεται. Και αυτό που μας απομένει; Να βιώνουμε το δράμα μας - το «κάρμα» μας, σα χώρα- μιλώντας συνεχώς γι αυτό με όλα τα μέσα που διαθέτουμε, και ανταλλάζοντας απόψεις πάνω στα γεγονότα. Όλοι, νιοί και γέροι! Να βράζουμε διαμαρτυρόμενοι σε αυτό το καζάνι όπου βρισκόμαστε, μέχρι να λιώσουμε -ή να φεύγουμε, αλλά αυτοί που φεύγουν/με δεν προσθέτουν και δεν αφαιρούν τίποτα, εκτός κι αν κάνουν κάτι από μακριά.

Τόσο χτυπημένοι από τη μοίρα είμαστε που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα -πέραν του να ανταλλάσουμε απόψεις και να διαμαρτυρόμαστε; Τις προάλλες άκουσα πως “η άποψη είναι σαν τη μύτη: όλη έχουμε από μία”. Και σαν συνέπεια αυτού ανταλλάσουμε τη δική μας με τις απόψεις των άλλων, κι ένα ατελείωτο γρανάζι απόψεων γυρίζει επ’ αόριστον, ενώ σαν πράξη διαμαρτυρόμαστε, απεργούμε, μαζευόμαστε στο σύνταγμα, τα σπάμε, κάνουμε καταλήψεις. Και; Δεν έχω δει να καταφέρνουμε τίποτα πλέον -πέραν του ότι χαιρόμαστε που μπορούμε να ασκούμε το δημοκρατικό μας δικαίωμα του να αντιδρούμε σε αυτό που μας επιβάλλεται... χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.

«Αφού μας κυβερνούν άλλοι!», θα έλεγαν κάποιοι.

Και στην Αμερική να πάτε θα ακούσετε το ίδιο: «Τον Ομπάμα άλλοι τον κατευθύνουν... Τίποτα από αυτά που πρέσβευε δεν κατάφερε να κάνει πράξη!». Και έτσι είναι.

Πολύ μαύρα όλ’ αυτά; Κι όμως, ήμουν αποφασισμένη να γράψω κάτι θετικό, όχι κούφια θετικό. Ουσιαστικά θετικό. Και θα το πω. Και δεν θα το απευθύνω στους μεγαλύτερους -γιατί μόλις ξαναμπήκε ο πατέρας μου στο δωμάτιο λέγοντας ότι δεν ξέρει αν, με τη φορολογία, θα μπορέσει να συνεχίσει συντηρεί τα οικογενειακά σπίτια που του άφησαν γενιές ο παππούς του κι ο προ-παππους του- θα το απευθύνω στους νεότερους, ή σε αυτούς που αισθάνονται αρκετά τρελλοί για να φανταστούν μια άλλη πραγματικότητα. Στο κάτω κάτω έχω κι εγώ μύτη -άρα και άποψη- αλλά και φαντασία. Και θα αναφερθώ στον Αϊνστάιν για να τη στηρίξω.

Μήπως ήρθε η ώρα οι νέοι αυτής της χώρας να επικαλεσθούν την πιο τρελλή τους φαντασία για να αλλάξουν τη χώρα τους - και κατά συνέπεια τον κόσμο; Μήπως πρέπει να μετριαστούν οι ατελείωτες ώρες σε διαδικτυακά μπλογκς, και η διαιώνιση εκφράσεως απόψεων, συζητήσεων, και να δημιουργήσουν κάτι νέο, ο καθένας εκεί που μπορεί με όση φαντασία διαθέτει -σας υπόσχομαι μιλώ για πρώτη και τελευταία φορά;

Μήπως να περιορίσουν ή να σταματήσουν εντελώς να «ακούν» αυτές τις «φωνές» που έρχονται από παντού και σπέρνουν την καταστροφή -που ούτως ή άλλως έρχεται ή δεν έρχεται και σε τι βαθμό, κανείς δεν ξέρει.

Μήπως, να σπαταλήσουν το χρόνο τους αποκλειστικά και μόνο «δημιουργικά». Μπορεί να ακούγεται απλοϊκό αυτό, κι όμως. Έχουμε πια την πολυτέλεια -ειδικότερα οι νεότεροι- να μη ζούμε στα στενά σύνορα μιας χώρας, ζούμε, δουλεύουμε και εκφραζόμαστε δημιουργικά -χάρη στο ίντερνετ- σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πολλοί από μας νομίζουμε ότι η γνώση είναι το παν. Μεγαλώσαμε με τις κλασσικές ενοχές της αστικής Ελληνικής Οικογένειας ότι η φαντασία μας ήταν η πηγή όλων των κακώς κειμένων. Πόσοι από μας που δεν γίναμε γιατροί, δικηγόροι ή δημόσιοι υπάλληλοι δεν χαρακτηριστήκαμε ως «μη λογικοί» από τις οικογένειές μας.

Κι όμως τώρα όσοι από μας αντιστάθηκαν σ’ αυτή την ευρέως διαδεδομένη ελληνική νοοτροπία έχουμε μια ευκαιρία, είμαστε αυτοί που κάθονται στις καλύτερες θέσεις. Και όσο περισσότεροι γίνουμε τόσο καλύτερα. Λυπάμαι που ολόκληρες οικογένειες θα υποφέρουν όταν θα χάσουν τη θέση τους στο δημόσιο. Αλλά δε λυπάμαι αν ξέρω ότι -στις περισσότερες περιπτώσεις- την πήραν με το χ-y μέσο. Δεν λυπάμαι επίσης για τα παιδιά τους, γιατί όσο θα μεγαλώνουν θα ξέρουν να μην ονειρεύονται ένα «βόλεμα» στο μέλλον τους.

Δυστυχώς πρέπει να γίνουν θυσίες κάποιων χρόνων, ή γενεών για να αλλάξει η νοοτροπία. Πολλοί διαμαρτύρονται ότι «οι κλέφτες είναι έξω, και την πληρώνουμε οι υπόλοιποι».

Κι όμως, αυτός που λέει ακόμα και αυτό, εκτός του ότι το να ρίξει το φταίξιμο αλλού είναι α πιο εύκολος τρόπος για να απενοχοποιήσει τον εαυτό του, επιπλέον συμβάλλει ενδόμυχα στη διαιώνιση μιας νοοτροπίας υπαίτιας για την κατάντια μας: αν ο ίδιος είχε την ευκαιρία θα ήταν και αυτός κλέφτης. Η πιο απλή σκέψη του «να βολευτώ» ή «μου φταίνε οι άλλοι» είναι εξίσου εγκληματική όσο ο κλέφτης δισεκατομμυρίων.

Τα παραπάνω είναι για μένα μια πολύ απλή -απλοϊκή επαναλαμβάνω- δική μου θεωρία για τα κακώς κείμενα του τόπου μου. Εγώ έτσι εξηγώ την κατάντια της χώρας μου, και αυτό με βοηθά να κοιτάξω στο μέλλον: Το βλέμμα στο μέλλον έναντι του παρελθόντος.

Ούτως ή άλλως -όπως είπε και ο Αϊνστάιν με το «η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση»- τι θα ήταν η γνώση χωρίς τη φαντασία. Ότι ξέρουμε είναι αποτέλεσμα κάποιας φαντασίας.

Αυτό που ζούμε στην Ελλάδα αυτή την εποχή, είναι επίσης αποτέλεσμα μιας σίγουρα «κακής» φαντασίας. Αυτό πρέπει να αλλάξουμε με κάθε τρόπο και μέσο που έχουμε στη διάθεση μας.

Να μαχόμαστε στο σήμερα και να επενδύουμε στο μέλλον, κόβοντας κάθε σύνδεσμο κοινής γνώσης, λογικής ή πληροφορίας που δεν συμβάλλει στο σκοπό αυτό και που διαιωνίζει το σύστημα, ο καθένας εκεί που μπορεί. Το καινούργιο έρχεται από τη φαντασία και μόνο.

Μέσα από νέους δρόμους δημιουργίας που θα κάνει ο καθένας μας ξεχωριστά στον τομέα του ή μαζί, θα έρθει νέα πνοή. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος προόδου ή εξέλιξης.

Η μεγαλύτερη παγίδα είναι να σκεφτεί κανείς οτι αυτό είναι πολύ θεωρητικό και μακρινό. Ο καθένας, εκεί που ξέρει καλύτερα πρέπει να δουλέψει, πρέπει να συμβάλλει, πρέπει να δημιουργήσει. Δεν υπάρχει καμία άλλη δικαιολογία ολιγορίας από τον καθένα μας προς αυτή την κατεύθυνση.