Η στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα: Τι προβλέπουν τα νέα μέτρα και η εφαρμογή τους
Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι πλέον μια «δύσκολη συγκυρία» αλλά ένα σταθερό, διαρθρωτικό πρόβλημα που πιέζει νοικοκυριά, νέους, εργαζόμενους και βασικούς δημόσιους λειτουργούς.
Η ανακοίνωση νέων στεγαστικών μέτρων δημιουργεί εύλογες προσδοκίες, όμως η ουσία δεν κρίνεται στις εξαγγελίες: κρίνεται στη δυνατότητα των παρεμβάσεων να αυξήσουν πραγματικά την προσφορά κατοικίας, να λειτουργήσουν με ρεαλιστικά δεδομένα και να παράγουν μετρήσιμο κοινωνικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, αναμένεται η εξειδίκευση των μέτρων, ώστε να διαμορφωθεί μια πληρέστερη και ασφαλέστερη εικόνα για τον τρόπο εφαρμογής, την κλίμακα και τα πραγματικά τους αποτελέσματα.
Πρόγραμμα ανακαίνισης κλειστών κατοικιών
Το πρώτο μέτρο προβλέπει την εφαρμογή προγράμματος ανακαίνισης κατοικιών με επιδότηση έως και 90% του κόστους, συνολικού προϋπολογισμού 400 εκατ. ευρώ, με στόχο την αναβάθμιση παλαιών και κλειστών ακινήτων και την επανένταξή τους στην αγορά. Η επιδότηση ορίζεται σε έως 300€/τ.μ., με ανώτατο ποσό τα 36.000€ για κατοικία έως 120 τ.μ.
Το ανώτατο ύψος επιδότησης ανά κατοικία ανέρχεται στις 36.000€, ενώ το εισοδηματικό όριο συμμετοχής καθορίζεται στις 35.000€ για ζευγάρι, με προσαύξηση 5.000€ για κάθε παιδί.
Ο αρχικός στόχος του μέτρου αφορά την ενεργοποίηση 30.000 - 35.000 κλειστών κατοικιών, με απώτερο σκοπό να ανακαινιστούν και να επανέλθουν στην αγορά προς μακροχρόνια μίσθωση.
Αν διαιρεθεί ο προϋπολογισμός με τον αριθμό των στοχευμένων ακινήτων, προκύπτει ότι η μέση επιδότηση ανά κατοικία κυμαίνεται από 11.428€ έως 13.333€, ποσό που απέχει σημαντικά από το ανώτατο όριο επιδότησης που προβλέπεται στο πρόγραμμα.
Το κρίσιμο ερώτημα της επάρκειας της επιδότησης
Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο 300€/τ.μ. επαρκούν για μια ουσιαστική και ποιοτική ανακαίνιση ενός κλειστού ακινήτου κατασκευής δεκαετίας 1970-1980. Πρόκειται για κατοικίες ηλικίας 45–55 ετών, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του αποθέματος κατοικιών στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Σε τέτοιου τύπου ακίνητα, το κόστος ανακαίνισης συνήθως περιλαμβάνει:
- πλήρη αντικατάσταση ηλεκτρολογικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων,
- ενεργειακές παρεμβάσεις (κουφώματα, θερμομόνωση),
- ανακαίνιση κουζίνας και λουτρού,
- ενίσχυση φθαρμένων δομικών στοιχείων.
Στην πράξη, το πραγματικό κόστος για μια λειτουργική και αξιοπρεπή ανακαίνιση συχνά υπερβαίνει κατά πολύ τα 300€/τ.μ., ειδικά στις μεγάλες πόλεις, όπου το κόστος εργασίας και υλικών είναι αυξημένο.
Στο σημείο αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία να ληφθεί υπόψη η πραγματική εικόνα των αποταμιεύσεων των ελληνικών νοικοκυριών. Σύμφωνα με την Έκθεση του ΤΕΚΕ (ΤΑΜΕΙΟ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ) για το 2024, το 71% των καταθετών στις ελληνικές τράπεζες διαθέτει καταθέσεις έως 1.000 ευρώ. Πρόκειται για τη μαζικότερη κατηγορία καταθετών, η οποία όμως κατέχει συνολικά μόλις το 1,3% του συνόλου των καταθέσεων.
Αντίθετα, το 0,8% των Ελλήνων που διαθέτει καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ κατέχει σχεδόν τις μισές τραπεζικές καταθέσεις. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν ότι η δυνατότητα ιδιωτικής συμμετοχής, προκαταβολής ή συμπληρωματικής χρηματοδότησης για ανακαινίσεις αφορά πρωτίστως ένα μικρό και οικονομικά ισχυρό τμήμα του πληθυσμού.
Ζήτημα προσφοράς, χρόνου και τιμών
Ένα δεύτερο, εξίσου κρίσιμο ερώτημα αφορά:
- πόσες κατοικίες τελικά θα επανέλθουν στην αγορά,
- σε ποιο χρονικό ορίζοντα,
- σε ποιες περιοχές (κέντρο, περιφέρεια, τουριστικές ζώνες),
- και κυρίως σε ποιες ζητούμενες τιμές ενοικίασης.
Χωρίς σαφείς δεσμεύσεις για:
- τη γεωγραφική στόχευση,
- το ύψος των ενοικίων,
- και τη διάρκεια υποχρεωτικής διάθεσης σε μακροχρόνια μίσθωση,
υπάρχει ο κίνδυνος το πρόγραμμα να οδηγήσει κυρίως σε αναβάθμιση της αξίας ιδιωτικών ακινήτων, χωρίς αντίστοιχο και μετρήσιμο όφελος για την προσιτή στέγαση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κύπρος, η οποία έχει ήδη εφαρμόσει ένα ρεαλιστικό και κοινωνικά στοχευμένο πρόγραμμα «Ανακαινίζω - Ενοικιάζω», με σκοπό την επανένταξη κενών ή αδρανών κατοικιών (παλαιότητας άνω των 15 ετών) στην αγορά ενοικίου. Το πρόγραμμα προβλέπει επιδότηση 15.000€ έως 35.000€, σε συνδυασμό με φορολογικά κίνητρα, με αντάλλαγμα τη διάθεση των κατοικιών σε προσιτό ενοίκιο (30% μειωμένο από το μέσο ενοίκιο της περιοχής) για τουλάχιστον τέσσερα έτη, στοχεύοντας στην κάλυψη στεγαστικών αναγκών νοικοκυριών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Σε περίπου 50.000 εκπαιδευτικούς, νοσηλευτές και γιατρούς θα επιστρέφονται δύο ενοίκια ετησίως
Το άνωθεν μέτρο θα μπορούσε να είχε πραγματικό κοινωνικό αποτύπωμα μόνο εάν στηρίζονταν σε ρεαλιστικά και αληθή δεδομένα της αγοράς ενοικίασης. Αυτό προϋποθέτει τη δήλωση των πραγματικών ενοικίων, κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.
Δεν είναι δυνατόν η Πολιτεία να αποδέχεται επισήμως ότι το μέσο ενοίκιο στην Ελλάδα ανέρχεται στα 250€, όταν η καθημερινή εμπειρία των πολιτών το διαψεύδει πλήρως. Ακόμη και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, από το βήμα της ΔΕΘ, έχει παραδεχθεί δημόσια ότι «ενοίκιο 250€ δεν υπάρχει». Παρ’ όλα αυτά, από την άλλη πλευρά, σχεδιάζονται και κοστολογούνται στεγαστικές πολιτικές με βάση αυτό ακριβώς το μη ρεαλιστικό νούμερο.
Η αντίφαση αυτή υπονομεύει την αποτελεσματικότητα κάθε μέτρου. Όταν τα πραγματικά ενοίκια αποκρύπτονται ή υποδηλώνονται, τότε:
- οι επιδοτήσεις υπολογίζονται σε λάθος βάση,
- το δημοσιονομικό αποτύπωμα φαίνεται μικρότερο από το πραγματικό,
- και τα μέτρα δεν φτάνουν ποτέ εκεί όπου υπάρχει πραγματική ανάγκη.
Αποκλεισμοί χωρίς λογική σε περιοχές υψηλής στεγαστικής πίεσης
Παράλληλα, είναι εκτός κάθε κοινωνικής και οικονομικής λογικής το γεγονός ότι εκπαιδευτικοί, γιατροί και νοσηλευτές που υπηρετούν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλα μεγάλα αστικά κέντρα εξαιρούνται από τη στήριξη, τη στιγμή που ακριβώς σε αυτές τις περιοχές:
- καταγράφεται η μεγαλύτερη στεγαστική κρίση,
- η ανεύρεση προσιτής κατοικίας είναι εξαιρετικά δύσκολη,
- και τα ενοίκια αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς.
Η Πολιτεία αναγνωρίζει το πρόβλημα στις περιφερειακές και νησιωτικές περιοχές - και σωστά - επιστρέφοντας δύο ενοίκια ετησίως σε περίπου 50.000 εκπαιδευτικούς, νοσηλευτές και γιατρούς που υπηρετούν εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης, ανεξαρτήτως εισοδήματος, ως κίνητρο παραμονής και στέγασης.
Ωστόσο, η απόλυτη εξαίρεση όσων υπηρετούν στα μεγάλα αστικά κέντρα δημιουργεί μια κραυγαλέα αδικία, καθώς αγνοεί ότι:
- η στεγαστική επιβάρυνση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι συχνά ίση ή και μεγαλύτερη από αυτήν πολλών νησιωτικών περιοχών,
- οι μισθοί παραμένουν ίδιοι, ενώ το κόστος ζωής είναι πολλαπλάσιο.
Τι δείχνουν τα ευρωπαϊκά δεδομένα (ECOFIN 2025)
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του ECOFIN 2025, προειδοποιεί ξεκάθαρα ότι:
- πολιτικές που ενισχύουν μόνο τη ζήτηση, όπως επιδοτήσεις ενοικίων ή δανείων, οδηγούν σε περαιτέρω άνοδο των τιμών,
- οι χώρες που κατάφεραν να συγκρατήσουν το κόστος στέγασης εφάρμοσαν δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως:
- αύξηση της παραγωγής νέων κατοικιών,
- ενίσχυση του κοινωνικού αποθέματος στέγης,
- ταχεία και απλοποιημένη αδειοδότηση,
- σύγχρονο και λειτουργικό χωροταξικό σχεδιασμό.
Χωρίς αληθινά δεδομένα για τα ενοίκια και χωρίς παράλληλη ενίσχυση της προσφοράς κατοικίας, ακόμη και καλοπροαίρετα μέτρα κινδυνεύουν να λειτουργήσουν πληθωριστικά υπέρ των τιμών, αντί να ανακουφίσουν τους ενοικιαστές.
Αναβάθμιση - μετατροπή δημοτικών και κρατικών κτιρίων σε κατοικίες
Το μέτρο αφορά την αναβάθμιση δημοτικών και κρατικών κτιρίων σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές, με στόχο τη μετατροπή τους σε κατοικίες για δημοσίους υπαλλήλους, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της προσβασιμότητας σε απομακρυσμένες περιοχές.
Πρόκειται για ένα μέτρο που έχει εξαγγελθεί ήδη από το 2022-2023. Είναι θετικό ότι επανέρχεται στο προσκήνιο, ωστόσο η επαναφορά του χωρίς σαφές και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την αποτελεσματικότητά του.
Το βασικό πρόβλημα δεν είναι η κατεύθυνση του μέτρου, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων κλίμακας:
- πόσα δημοτικά και κρατικά κτίρια πρόκειται να αξιοποιηθούν,
- σε πόσες κατοικίες θα μετατραπούν,
- σε ποιο χρονικό ορίζοντα θα ολοκληρωθούν οι παρεμβάσεις.
Χωρίς αυτές τις απαντήσεις, το μέτρο παραμένει γενική εξαγγελία καλών προθέσεων. Αν τελικά αφορά λίγες εκατοντάδες κατοικίες, θα προσφέρει πράγματι σημαντική βοήθεια σε τοπικό επίπεδο και σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, αλλά δεν θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στο συνολικό κόστος στέγασης, ούτε θα επηρεάσει τη γενικότερη στεγαστική πίεση.
Για να αποκτήσει πραγματικό βάρος, το μέτρο απαιτεί:
- σαφή αποτύπωση του διαθέσιμου κτιριακού αποθέματος,
- δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης,
- και ποσοτικούς στόχους που να επιτρέπουν αξιολόγηση του αποτελέσματος.
Διαφορετικά, κινδυνεύει να παραμείνει μια επαναλαμβανόμενη εξαγγελία, χωρίς μετρήσιμο αποτύπωμα στην στεγαστική κρίση.
Νέοι περιορισμοί στη βραχυχρόνια μίσθωση
Το συγκεκριμένο μέτρο δεν αποτελεί νέα πολιτική παρέμβαση, καθώς ήδη εφαρμόζεται στο 1ο, 2ο και 3ο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων. Είχε εξαγγελθεί από τον Πρωθυπουργό στη ΔΕΘ το 2024 και ενεργοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2025.
Το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ εξαγγελίας και εφαρμογής του μέτρου λειτούργησε, στην πράξη, αντιστρόφως από τον επιδιωκόμενο στόχο. Πλήθος ιδιοκτητών έσπευσαν να εγγράψουν τα ακίνητά τους στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης πριν από την απαγόρευση, με αποτέλεσμα την ενίσχυση – και όχι τον περιορισμό – της δυναμικής του κλάδου.
Ενδεικτικά, στον Δήμο Αθηναίων:
- τα εγγεγραμμένα ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης αυξήθηκαν κατά 7,82%,
- από 12.328 αυτοτελείς κατοικίες τον Σεπτέμβριο του 2024,
- σε 13.293 τον Νοέμβριο του 2025.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι το μέτρο, όπως εφαρμόστηκε, δεν λειτούργησε προληπτικά, αλλά οδήγησε σε προεξόφληση της απαγόρευσης και αύξηση της προσφοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων στις ήδη επιβαρυμένες περιοχές.
Δημοσιονομικά έσοδα και χαμένη ευκαιρία στεγαστικής πολιτικής
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα δημοσιονομικά έσοδα από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις για το 2024 ανήλθαν σε 860 εκατ. ευρώ. Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί η Πολιτεία δεν αξιοποιεί αυτά τα έσοδα στοχευμένα για στεγαστικές πολιτικές, όπως:
- την κατασκευή φοιτητικών εστιών σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια ανά περιοχή,
- την ανέγερση κατοικιών προσιτού κόστους σε αδόμητα οικόπεδα του Ελληνικού Δημοσίου,
- τη δημιουργία ενός σταθερού αποθέματος κοινωνικής ή προσιτής κατοικίας.
Η απουσία σύνδεσης των εσόδων από τη βραχυχρόνια μίσθωση με πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς κατοικίας συνιστά χαμένη ευκαιρία για ουσιαστική παρέμβαση στη στεγαστική κρίση.
Περιορισμένο πραγματικό αποτέλεσμα στη στεγαστική πίεση
Στην πράξη, το μέτρο δεν μπορεί να αναχαιτίσει τις αυξήσεις των ενοικίων. Πρόκειται για μια ρύθμιση που:
- δεν επιδεινώνει,
- αλλά ούτε και βελτιώνει ουσιαστικά τη στεγαστική πίεση,
ιδίως σε μια περίοδο όπου η δυναμική της βραχυχρόνιας μίσθωσης στις συγκεκριμένες περιοχές βρίσκεται ήδη στο «κόκκινο».
Η επέκταση των περιορισμών στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, καθώς και η πρόβλεψη ότι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ακίνητα που μεταβιβάζονται θα διαγράφονται αυτόματα από το Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής, στοχεύουν θεωρητικά στην αύξηση της διαθεσιμότητας κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση. Ωστόσο, χωρίς συνοδευτικά μέτρα αύξησης της προσφοράς κατοικιών, η επίδραση αυτή παραμένει περιορισμένη και αβέβαιη
Πλαίσιο κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα της προσιτής στέγης
Τι σημαίνει στην πράξη «προσιτό κόστος στέγασης»;
Κάθε συζήτηση για μέτρα αναχαίτισης του κόστους στέγασης και για πολιτικές προσιτής κατοικίας προϋποθέτει έναν σαφή, κοινά αποδεκτό ορισμό του τι συνιστά «προσιτό κόστος στέγασης». Χωρίς αυτόν, ο όρος παραμένει ασαφής και, τελικά, κοινωνικά αναποτελεσματικός.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιο κριτήριο υιοθετείται:
- θεωρείται προσιτό το ενοίκιο που είναι μειωμένο κατά 30%-35% σε σχέση με τα ζητούμενα μισθώματα της περιοχής;
- ή εκείνο που δεν υπερβαίνει το 30% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος των κατοίκων της συγκεκριμένης ζώνης;
Η απάντηση δεν αποτελεί τεχνική λεπτομέρεια, αλλά θεμέλιο κάθε σοβαρής στεγαστικής πολιτικής. Οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν τι σημαίνει «προσιτό ενοίκιο», πώς υπολογίζεται και με βάση ποια δεδομένα - πραγματικά εισοδήματα, δηλωμένα ενοίκια και γεωγραφική στόχευση. Ο ορισμός του «προσιτού» δεν μπορεί να στηρίζεται σε τεχνητά χαμηλά ή ανακριβή στοιχεία, όπως το ενδεικτικό ενοίκιο των 250€ που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της επιστροφής ενοικίου, όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αγορά.
Φορολογικά κίνητρα και το ερώτημα του κοινωνικού οφέλους
Παράλληλα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα που επενδύουν σε ακίνητα φορολογούνται βάσει εσόδων και εξόδων. Στην πράξη, πολλές επενδύσεις σε ανακαινίσεις:
- αποσβένουν το κόστος σε βάθος χρόνου,
- μειώνουν σημαντικά το φορολογητέο εισόδημα,
- και ενδέχεται να αποφέρουν μισθώματα με ελάχιστη ή μηδενική φορολογική επιβάρυνση για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, το μέτρο φαίνεται να αφορά κυρίως επενδυτές μεγάλης κλίμακας, οι οποίοι θα μπορούν να αποκτούν ολόκληρα κτίρια ή πολυκατοικίες - μισθωμένες ή κενές - και να εισπράττουν μισθώματα επί σειρά ετών χωρίς ουσιαστική φορολογική επιβάρυνση. Αναμφίβολα, το πλαίσιο αυτό μπορεί να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια και να κινητοποιήσει καταθέσεις. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι αν και σε ποιο βαθμό αυτή η κινητοποίηση μεταφράζεται σε πραγματικό κοινωνικό όφελος, όταν δεν έχει προηγουμένως προσδιοριστεί με σαφήνεια τι σημαίνει «προσιτό ενοίκιο».
Το περιεχόμενο του μέτρου
Το μέτρο εισάγει ένα νέο πλαίσιο κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα της προσιτής στέγης, δίνοντας τη δυνατότητα στις κατασκευαστικές εταιρείες:
- να ανεγείρουν ή να μετατρέπουν υφιστάμενα κτίρια,
- αποκλειστικά για μακροχρόνια μίσθωση διάρκειας τουλάχιστον δέκα ετών,
- με τα μισθώματα να εκπίπτουν από τον φόρο εισοδήματος.
Το ανώτατο όριο ενοικίου θα καθορίζεται κεντρικά, με στόχο τη διατήρηση προσιτών τιμών. Ωστόσο, χωρίς έναν σαφή, κοινωνικά δίκαιο και μετρήσιμο ορισμό της προσιτότητας, υπάρχει ο κίνδυνος το μέτρο να λειτουργήσει κυρίως ως φορολογικό εργαλείο για επενδυτές και μόνο δευτερευόντως ως ουσιαστική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης.
Πολεοδομική ρύθμιση από το Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος- Αξιοποίηση ανενεργών ακινήτων και αλλαγή χρήσης: θετική κατεύθυνση με επενδυτικό «παραθυράκι»
Το συγκεκριμένο μέτρο κινείται καταρχήν προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της διαθεσιμότητας οικιστικών ακινήτων, ιδιαίτερα μέσω της αξιοποίησης εγκαταλελειμμένων ή ημιτελών κτισμάτων που παραμένουν ανενεργά επί χρόνια.
Η πρόβλεψη για πολεοδομικές ρυθμίσεις από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι οποίες θα επιταχύνουν τη μετατροπή υφιστάμενων ακινήτων σε κατοικίες, αποτελεί αναγκαία παρέμβαση. Η ένταξη εγκαταλελειμμένων ή ημιτελών κτιρίων σε καθεστώς ιδιωτικών επενδύσεων με φορολογικά κίνητρα μπορεί πράγματι να ενεργοποιήσει «νεκρό» κτιριακό απόθεμα και να περιορίσει την αστική εγκατάλειψη.
Ωστόσο, στην πράξη, το μέτρο φαίνεται να απευθύνεται κυρίως σε επενδυτές και να λειτουργεί ως “παραθυράκι” για την απόκτηση Golden Visa χαμηλότερου κόστους, μέσω της αλλαγής χρήσης:
- επαγγελματικών,
- βιοτεχνικών,
- και βιομηχανικών κτιρίων
σε κατοικίες.
Με τον τρόπο αυτό, η επένδυση μπορεί να πραγματοποιηθεί με 250.000€, αντί για τα 400.000€ ή 800.000€ που πλέον απαιτούνται στις περισσότερες περιοχές μετά την αύξηση των ορίων επένδυσης για την Golden Visa.
Κατά συνέπεια, ενώ το μέτρο μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των κατοικιών, το βασικό του κίνητρο δεν φαίνεται να είναι πρωτίστως η προσιτή στέγαση για τους κατοίκους, αλλά η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, κυρίως από το εξωτερικό.
Χωρίς σαφείς δεσμεύσεις για:
- το ύψος των ενοικίων,
- και τη γεωγραφική στόχευση σε περιοχές στεγαστικής πίεσης,
υπάρχει ο κίνδυνος το μέτρο να αυξήσει την επενδυτική ζήτηση, χωρίς να μεταφραστεί αναλογικά σε ανακούφιση της στεγαστικής κρίσης.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: χωρίς ακριβή αποτύπωση της αγοράς (δήλωση πραγματικών ενοικίων), χωρίς σαφή ορισμό του τι σημαίνει «προσιτή στέγη», χωρίς δεσμεύσεις για γεωγραφική στόχευση και επίπεδα μισθωμάτων, αλλά κυρίως χωρίς ουσιαστική και γρήγορη αύξηση της προσφοράς κατοικίας, ακόμη και τα πιο καλοπροαίρετα μέτρα κινδυνεύουν να μείνουν αποσπασματικά ή να λειτουργήσουν πληθωριστικά.
Η στεγαστική πολιτική χρειάζεται κανόνες, αριθμούς και χρονοδιάγραμμα. Πάνω απ’ όλα, όμως, προϋποθέτει μια σταθερή επιλογή: να υπηρετεί πρώτα την κατοικία ως κοινωνικό αγαθό και μετά την κατοικία ως επενδυτικό προϊόν.