Ειρήνη Μουρτζούκου: Το προφίλ της serial killer - Ομοιότητες και διαφορές με την υπόθεση Πισπιρίγκου
Σοκ και αποτροπιασμό έχουν προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία οι διαδοχικές αποκαλύψεις, οι οποίες ξετύλιξαν το κουβάρι της υπόθεσης της Αμαλιάδας, με πρωταγωνίστρια την 25χρονη, Ειρήνη Μουρτζούκου.
Μετά την ομολογία της ενώπιον των αστυνομικών για τη δολοφονία των τεσσάρων βρεφών, πλέον αναμένονται με τεράστιο ενδιαφέρον όσα θα πει την Κυριακή κατά την απολογία της στον ανακριτή.
Εντούτοις η συμπεριφορά της Ειρήνης Μουρτζούκου όλους αυτούς τους μήνες προκαλεί πληθώρα ερωτημάτων.
H Δρ. Eγκληματολογίας με εξειδίκευση στην εγκληματολογική ψυχολογία και το criminal profiling/crime shene analysis και Κοινωνιολόγος, Μαρία Αγγελή μίλησε στο Newsbomb.gr και ανέλυσε όλες τις πτυχές της υπόθεσης.
Μεταξύ άλλων εξηγεί στο Newsbomb τι είναι τα λεγόμενα «low-visibility murders», δηλαδή εγκλήματα που σχεδιάζονται έτσι ώστε να μη μοιάζουν εγκλήματα.
Στέκεται ιδιαίτερα στο ρόλο των Μέσων Ενημέρωσης, μέσω των οποίων συντηρήθηκε η υπόθεση επί μήνες με ένα πρωτόγνωρο σόου επίδειξης. «Η Ειρήνη Μουρτζούκου έγινε “ρόλος” στην ίδια της την ιστορία», αναφέρει η κυρία Αγγελή. Σύμφωνα με την ίδια, η δραματοποίηση της αθώας εικόνας μπροστά στις κάμερες, τηλεοπτικά, συστηματικά και μεθοδικά, αποτελεί χαρακτηριστικό συγκεκριμένων ψυχοδυναμικών προφίλ.
Απαντάει για το ενδεχόμενο η στρατηγική της Μουρτζούκου να προσανατολίζεται σε προσπάθεια να δείξει «ψυχική διαταραχή», ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η συγκριτική μελέτη της για τις υποθέσεις της Πάτρας και της Αμαλιάδας.
Τέλος δεν παραλείπει να σχολιάσει και τις τελευταίες εξελίξεις με την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών, η οποία «σφραγίστηκε» χθες το πρωί.
Αναλυτικά όσα είπε η εγκληματολόγος Μαρία Αγγελή στο Newsbomb:
-Γιατί πιστεύετε ότι αυτό το σήριαλ της Ειρήνης Μουρτζούκου κράτησε τόσους μήνες με την ίδια να περιφέρεται σε τηλεοπτικές εκπομπές χωρίς η έρευνα να έχει οδηγήσει σε στοιχεία;
Πράγματι, η υπόθεση αυτή –και η διαχείρισή της– είναι πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα. Και δεν είναι μόνο ότι μια μάνα κατηγορείται για κάτι τόσο βαρύ. Είναι και πώς παρουσιάστηκε, γιατί διήρκεσε τόσο πολύ, και ποιος την τροφοδότησε.
Από εγκληματολογική σκοπιά, όταν δεν έχεις στέρεα ιατροδικαστικά ή αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, ειδικά σε θανάτους ανηλίκων όπου δεν είναι σαφής η εγκληματική ενέργεια, η υπόθεση κολλάει. Χάνεται σε επιμέρους εκτιμήσεις, υποψίες, ψυχιατρικές ερμηνείες και “φωτογραφικά” στοιχεία. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί το τηλεοπτικό σίριαλ που ακολούθησε.
Και εδώ μπαίνει το δεύτερο επίπεδο: ο ρόλος των μέσων.
Η Ειρήνη Μουρτζούκου έγινε “ρόλος” στην ίδια της την ιστορία. Και αυτό δεν έγινε μόνο από την ίδια. Έγινε με τη συνεχή αναπαραγωγή της εικόνας της, από εκπομπή σε εκπομπή, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ένα πρόσωπο που πήγαινε από στούντιο σε στούντιο, αλλά δεν πήγαινε (ή τουλάχιστον δεν φαινόταν να πηγαίνει) πιο κοντά στην αλήθεια.
Η τηλεόραση, αντί να είναι παράθυρο ενημέρωσης, έγινε θεατρική σκηνή.
Κι αυτό, πέρα από τις ευθύνες της ίδιας, είναι και ευθύνη των ίδιων των δημοσιογράφων που δεν έκαναν ερωτήσεις αλλά της έδιναν βήμα για ενσυναίσθηση. Δεν ερευνούσαν – συνόδευαν συναισθηματικά. Ο θεατής δεν παρακολουθούσε μια έρευνα, παρακολουθούσε μια γυναίκα να λέει την “πλευρά της”, ξανά και ξανά, μέχρι να γίνει αλήθεια. Ή μέχρι να ταυτιστεί ο κόσμος μαζί της.
Αυτό από μόνο του είναι κοινωνικό φαινόμενο. Γιατί η ελληνική κοινωνία ήθελε να δει – ήθελε να διαλέξει στρατόπεδο. Και η μητρική φιγούρα σε ρόλο ύποπτης πάντα προκαλεί ένα σοκ στο συλλογικό φαντασιακό. Έχουμε δηλαδή όχι μόνο έναν ηθικό πανικό, αλλά και ανάγκη ταύτισης ή απόρριψης. Ή θα την κάνεις “μάνα που πενθεί” ή “μάνα που φταίει”.
Κι εκεί έρχεται και η ψυχολογική επιτελεστικότητα, που εντοπίζω ως εγκληματολογική ψυχολόγος: μια γυναίκα που δεν είναι απαθής – είναι παρούσα, έχει έλεγχο, μιλάει με συναισθηματικό τρόπο, παίζει με τα λόγια, με την εμφάνιση, με τις σιωπές της. Δεν κρύβεται, βγαίνει. Και όταν βγαίνεις συνεχώς, κάτι θες να ελέγξεις. Το αφήγημα. Την εικόνα σου. Την κοινή γνώμη.
Η υπερέκθεση δεν είναι απλώς αφέλεια. Είναι στρατηγική επιβίωσης. Ειδικά όταν δεν μπορείς να επιβιώσεις σε ένα δικαστήριο, προσπαθείς να επιβιώσεις στις οθόνες.
Συμπερασματικά:
Δεν υπήρξε εξέλιξη γιατί δεν υπήρχε στέρεο ποινικό υλικό.
Η υπόθεση κράτησε γιατί υπήρξε εθισμός στην εικόνα και ανάγκη για αφήγημα.
Κι αυτό δεν το δημιούργησε μόνο η ίδια – το καλλιέργησαν και εκείνοι που της έδιναν μικρόφωνο χωρίς αντίλογο.
Η Δρ. Εγκληματολογίας με εξειδίκευση στην εγκληματολογική ψυχολογία και το criminal profiling/crime shene analysis και Κοινωνιολόγος, Μαρία Αγγελή μίλησε στο Newsbomb
-Πώς κρίνετε αυτή τη μέθοδο που ακούγεται ότι χρησιμοποίησε με «μαλακό μαξιλάρι»;
Στην επιστήμη –ιδίως όταν πρόκειται για απώλειες βρεφών– δεν λειτουργούμε με όρους φημολογίας. Δεν υιοθετούμε το «ακούστηκε», «ειπώθηκε», γιατί αυτό μπορεί να αποβεί επικίνδυνο τόσο για την αντικειμενικότητα της έρευνας όσο και για τη μνήμη των παιδιών που χάθηκαν. Εδώ, μιλάει μόνο η ιατροδικαστική αλήθεια.
Αν όμως αυτή η μέθοδος όντως χρησιμοποιήθηκε –και αυτό αποδειχθεί αδιάσειστα– τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια ειδική κατηγορία εγκλήματος: έναν ύπουλο, σιωπηλό, σχεδόν “αόρατο” τρόπο θανάτωσης, με σαφή στόχο τη μη πρόκληση εξωτερικών κακώσεων και τη δημιουργία εικόνας «φυσικού θανάτου».
Αυτό εντάσσεται ξεκάθαρα στα λεγόμενα “low-visibility murders”, δηλαδή εγκλήματα που σχεδιάζονται έτσι ώστε να μη μοιάζουν εγκλήματα. Εδώ δεν έχουμε παρόρμηση, ούτε ψυχική έκρηξη. Έχουμε ψυχρό υπολογισμό, μεθοδικότητα, και προσπάθεια παραπλάνησης της ιατροδικαστικής επιστήμης.
Αν λάβουμε υπόψη και την ψυχική ηρεμία με την οποία –σύμφωνα με την ίδια– φέρεται να λειτούργησε, η πράξη αυτή δεν παραπέμπει σε κάποια διαταραγμένη κατάσταση συνείδησης, αλλά μάλλον σε αποφασιστικότητα χωρίς ενοχή. Μιλάμε για συνειδητή επιλογή με απόκρυψη κινήτρων.
Πρόκειται για εγκληματική πονηρία, που αποδομεί κάθε αφήγημα περί “ψυχικού σκοταδιού” ή “διαταραγμένης στιγμής”, εκτός αν προκύψει σοβαρή διάγνωση μέσα από επιστημονική αξιολόγηση. Γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση, πρόκειται για ένα σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος.
Και αυτό είναι που προκαλεί ανατριχίλα – γιατί το μαξιλάρι δεν είναι εργαλείο θανάτου· είναι σύμβολο μητρικής φροντίδας. Και αν χρησιμοποιήθηκε έτσι, μιλάμε για κατάχρηση του πιο “αγαπητικού” αντικειμένου, ως μέσου αφαίρεσης ζωής. Ένα είδος σκοτεινής αντιστροφής της μητρότητας, που συγκλονίζει όχι μόνο εγκληματολογικά, αλλά και ηθικά την κοινωνία.
-Ποια η ψυχολογία ενός τέτοιου ατόμου, που ξέρει τι εγκλήματα έχει διαπράξει εντούτοις με θράσος δίνει τηλεοπτικές «παραστάσεις» δηλώνοντας αθώα;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ένα επικίνδυνα αυξανόμενο φαινόμενο: θύτες που όχι μόνο δεν κρύβονται, αλλά αναζητούν το προσκήνιο, προσεγγίζουν τα θύματα τους, σκηνοθετούν ρόλους, βιντεοσκοπούν ή συμμετέχουν σε τηλεοπτικές «παραστάσεις» που προκαλούν συναισθηματική σύγχυση στο κοινό.
Ως εγκληματολόγος και εγκληματολογική ψυχολόγος, αναγνωρίζω πως αυτή η συμπεριφορά δεν είναι απλώς ένδειξη θράσους. Είναι σύμπτωμα.
Η εκδραμάτιση της αθώας εικόνας μπροστά στις κάμερες, τηλεοπτικά, συστηματικά και μεθοδικά, αποτελεί χαρακτηριστικό συγκεκριμένων ψυχοδυναμικών προφίλ. Συχνά σχετίζεται με:
-Ναρκισσιστικά στοιχεία, όπου το άτομο επιδιώκει διαρκώς την προσοχή και τον θαυμασμό, ακόμη και υπό κατηγορίες.
-Αντικοινωνικά χαρακτηριστικά, με πλήρη απουσία ενσυναίσθησης και έλλειψη ενοχής.
-Αλεξιθυμία, δηλαδή ανικανότητα να αναγνωρίσει ή να εκφράσει τα συναισθήματά του.
-Διασχιστικά στοιχεία, σε περιπτώσεις όπου έχει υπάρξει απόσπαση από την πραγματικότητα ή «αποσύνδεση» κατά την τέλεση της πράξης.
Η δημόσια «παράσταση» μιας «μάνας-θύματος», με δάκρυα, αναμνήσεις, φράσεις–κλειδιά, κινείται συνήθως μεταξύ αμυντικών μηχανισμών και προβολικών στρατηγικών: αρνείται εσωτερικά τη φρίκη της πράξης και προβάλλει μια εξιδανικευμένη, κοινωνικά αποδεκτή εκδοχή του εαυτού.
Εδώ όμως, αυτό που φαντάζει ως αθωότητα, μπορεί να είναι συνειδητή κατασκευή μιας περσόνας.
Το άτομο, ψυχολογικά, μπορεί είτε:
-να έχει πειστεί ότι ήταν “δικαιολογημένη” η πράξη, ή
-να μη βιώνει ενοχή, εξαιτίας της ιδιοσυστασίας της προσωπικότητάς του.
Αξιολογώ λοιπόν αυτή τη συμπεριφορά όχι απλώς ως επιτελεστική, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου προφίλ προσωπικότητας που επιλέγει τον ρόλο της «καλής μητέρας», για να κρύψει τη δράστη.
Ωστόσο, όπως επισημαίνω σε κάθε μελέτη περίπτωσης, η διάγνωση τέτοιων μορφών εγκληματικής συμπεριφοράς απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση. Δεν καταφεύγουμε σε γενικεύσεις. Μόνο μέσα από τη συνεργασία επιστημών (ψυχολογία, εγκληματολογία, ψυχιατρική, νομική, κοινωνιολογία) μπορούμε να αγγίξουμε την αλήθεια – και να την πούμε χωρίς θόρυβο, αλλά με ακρίβεια.
-Πώς σας ακούγεται η ομολογία της και ο ισχυρισμός ότι είχε «δαίμονες» ή ότι όταν τσακωνόταν με την μητέρα της «ήθελε να κάνει κακό»; Επιδιώκει να φανεί ψυχικά ασθενής προκειμένου να «πέσει στα μαλακά»;
Η αναφορά σε «δαίμονες», σε μια αφηρημένη εσωτερική παρόρμηση κακοποίησης, εντάσσεται σε μια προσπάθεια μεταφοράς της ευθύνης σε μια αόριστη, «εξωτερική» δύναμη. Αυτή η τακτική, δεν αποτελεί τεκμήριο ψυχικής νόσου, αλλά στρατηγική αποδόμησης της ποινικής υπευθυνότητας, σε μια κοινωνία που ακούει «ψυχική διαταραχή» και σκύβει με οίκτο, χωρίς πρώτα να έχει γίνει σωστή διάγνωση.
Από επιστημονική σκοπιά:
-Το να λέει κανείς πως «ήθελε να κάνει κακό όταν θύμωνε» ή ότι είχε «δαίμονες», δεν συνιστά παραληρητικό σύμπτωμα, ούτε παραπέμπει αυτομάτως σε βαριά ψυχιατρική νόσο όπως σχιζοφρένεια ή ψύχωση.
-Αντιθέτως, μπορεί να δείχνει έναν συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας, με:
α. Παθητική-επιθετική δομή, όπου η καταπιεσμένη επιθετικότητα στρέφεται προς το πιο ευάλωτο μέλος.
β. Προβληματική σχέση με τη μητέρα, που ενδεχομένως προβάλλεται στο ίδιο της το παιδί.
γ. Αδυναμία διαχείρισης θυμού και έλλειψη εσωτερικού ηθικού φραγμού.
Η μεταβίβαση της οργής από τη μητέρα προς το παιδί, ειδικά όταν συνοδεύεται από χαοτικές συναισθηματικές εκρήξεις, συναντάται σε περιπτώσεις ατόμων με σοβαρές ελλείψεις στην ψυχική ωριμότητα και με διαταραχές στην προσκόλληση από την παιδική ηλικία.
Η ψυχολογική «παράσταση» της ψυχικά ευάλωτης —τηλεοπτικά, δακρυσμένα, με έντονη θυματοποίηση— δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Πολλοί δράστες που αντιλαμβάνονται τη βαρύτητα των πράξεών τους επιλέγουν να «φορέσουν τον μανδύα του ψυχικά διαταραγμένου», κυρίως όταν δεν υφίσταται άλλη υπερασπιστική στρατηγική.
Αυτό που προσωπικά αξιολογώ είναι πως η συνολική εικόνα (λεκτική + μη λεκτική συμπεριφορά, δημόσια τοποθέτηση, εναλλαγές συναισθήματος, αφήγηση γεγονότων) δείχνει έναν άνθρωπο που δεν βρίσκεται σε απορρύθμιση, αλλά σε έλεγχο. Έναν άνθρωπο που παρουσιάζει:
-Συσσωρευμένο θυμό προς τη μητέρα και το οικογενειακό της πλαίσιο.
-Επιτελεστική σχέση με την αλήθεια — λέει ό,τι συμφέρει κάθε φορά.
-Καλή λειτουργικότητα στην κάμερα, χωρίς αποδιοργάνωση ή ψυχική αποσύνδεση.
Το να «πέσει στα μαλακά» μέσω μιας εικόνας ψυχικά ασθενούς δεν είναι απλώς ενστικτώδης αντίδραση. Είναι επιλογή στρατηγική — και οφείλουμε, ως επιστήμονες, να την αξιολογήσουμε με νηφαλιότητα, τεκμηρίωση και υπευθυνότητα.
-Τι ομοιότητες και τι διαφορές διακρίνετε με την υπόθεση Ρούλας Πισπιρίγκου;
Η Συγκριτική Εγκληματολογία μάς προσφέρει το εργαλείο για να αναλύσουμε τέτοιες υποθέσεις όχι μόνο ποινικά, αλλά συμπεριφορικά και πολιτισμικά. Μέσα από τη μελέτη ομοιοτήτων και διαφορών, αναδύονται μοτίβα, αιτίες και –κυρίως– προειδοποιητικά σημάδια, που αν εντοπιστούν έγκαιρα, μπορούν να αποτρέψουν νέες τραγωδίες.
Ως Δρ. Εγκληματολογίας, με εξειδίκευση στην εγκληματολογική ψυχολογία και κοινωνιολογία, με προβληματίζουν ιδιαίτερα κάποια ρητορικά ερωτήματα που γεννούν τέτοιες υποθέσεις:
-Υπάρχει μιμητισμός στη σύγχρονη κοινωνία;
-Γιατί, ενώ υπάρχουν δομές πρόληψης και ένα σαφές ποινικό πλαίσιο, συνεχίζουμε να μετράμε παιδιά-θύματα μέσα στην ίδια τους την οικογένεια;
-Τι έχει αλλάξει στην κοινωνική δομή, στην ψυχική ανθεκτικότητα, στη μητρότητα και την οικογενειακή συνοχή;
-Και τι πρέπει να αλλάξει, τελικά;
Οι απαντήσεις δεν είναι μονοδιάστατες, ούτε άμεσες. Χρειάζεται διεπιστημονική συνεργασία και ενδελεχής μελέτη των περιπτώσεων.
Ομοιότητες ανάμεσα στις δύο υποθέσεις:
-Και οι δύο γυναίκες εμφανίστηκαν ως μητέρες που κατηγορούνται ή εμπλέκονται σε θανάτους ανηλίκων.
-Υπήρξε έντονη τηλεοπτική έκθεση, η οποία μετατράπηκε σε «δημόσιο δικαστήριο».
-Παρουσίασαν αντιφατικά αφηγήματα και διαρκή άρνηση προσωπικής ευθύνης.
-Έγιναν καταγγελίες για θεσμικές παραλείψεις, ελλιπείς ελέγχους ή καθυστερημένες παρεμβάσεις.
-Και οι δύο υποθέσεις προκάλεσαν σοκ και ανασφάλεια, ιδίως στο ζήτημα της μητρότητας και της εμπιστοσύνης προς τους οικείους.
Διαφορές που εντοπίζονται:
-Η υπόθεση Πισπιρίγκου συνοδευόταν από σαφέστερα ιατροδικαστικά ευρήματα, με κεντρικό εύρημα τη χορήγηση κεταμίνης.
-Η στάση της Πισπιρίγκου ήταν περισσότερο αμυντική, υπεροπτική και αμετανόητη, με καθαρή άρνηση ενοχής. Αντίθετα, η Μουρτζούκου φέρεται να κατέρρευσε και να παραδέχθηκε στοιχεία, παρουσιάζοντας πιο έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα.
-Στην Πισπιρίγκου, παρατηρούμε πολλαπλούς θανάτους, σταδιακή αποδόμηση μιας οικογένειας, και ένα πιο περίπλοκο κοινωνικό και οικογενειακό ιστορικό. Αντίθετα, στην περίπτωση Μουρτζούκου, έχουμε –προς το παρόν– μοναχική δράστη και έλλειψη οικογενειακής σταθερότητας ή υποστήριξης.
-Η Πισπιρίγκου δεν αναγνώρισε ποτέ επίσημα την ευθύνη της, σε αντίθεση με την άλλη υπόθεση όπου καταγράφεται μερική ομολογία.
Το κοινό υπόστρωμα:
Και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώνουμε έναν ψυχισμό εγκλωβισμένο, ενδεχομένως διαταραγμένο, με έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία, έλλειψη ενσυναίσθησης και μεταφορά επιθετικότητας στα πιο αδύναμα μέλη της οικογένειας. Οι μητέρες αυτές φέρονται να υπονόμευσαν τον πιο θεμελιώδη ρόλο της ανθρώπινης σχέσης: τη φροντίδα.
Συμπερασματικά:
Η περίπτωση της Μουρτζούκου, όπως και της Πισπιρίγκου, αντικατοπτρίζουν ένα κοινωνικό ρήγμα ανάμεσα στη μητρότητα και στην εγκληματική πράξη. Μας υποχρεώνουν να ξαναδούμε την ψυχική υγεία, την υποστήριξη των γονέων, την ετοιμότητα των θεσμών.
Όσο και αν φαίνονται παρόμοιες επιφανειακά, κάθε υπόθεση είναι μοναδική και χρειάζεται αυτοτελή ανάλυση. Αυτό είναι καθήκον της επιστήμης και της κοινωνίας μας.
-Πώς σχολιάζετε τις υποθέσεις που ακούγονται περί κυκλώματος εμπορίας βρεφών ή άλλων εγκληματικών κυκλωμάτων ή παραλείψεων από ιατροδικαστικές υπηρεσίες;
Η διάδοση πληροφοριών για κυκλώματα εμπορίας βρεφών ή άλλων εγκληματικών οργανώσεων σε υποθέσεις με θανάτους παιδιών, αλλά και οι καταγγελίες για παραλείψεις ή καθυστερήσεις από ιατροδικαστικές υπηρεσίες, απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και ψυχραιμία στη διαχείρισή τους.
Πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούνται χρονικές καθυστερήσεις ή έλλειψη διαφάνειας στις ιατροδικαστικές διαδικασίες, γεγονός που ενδέχεται να υποδηλώνει συστημικές αδυναμίες, ελλιπή μέσα ή, σε σπάνιες περιπτώσεις, ακόμα και σκόπιμες παραλείψεις. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί εύλογα κενά, τα οποία μπορεί να εκμεταλλευθούν για τη δημιουργία θεωριών συνομωσίας ή υποψιών για ευρύτερα εγκληματικά δίκτυα.
Η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες χώρες, έχει ένα ιστορικό περιστατικών παράνομης υιοθεσίας και εμπορίας βρεφών, όπως έχουν καταγραφεί σε παλαιότερες έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. και διεθνών οργανισμών όπως η Ιντερπόλ. Επιπλέον, η αβεβαιότητα που πολλές φορές συνοδεύει τη διαλεύκανση των αιτίων θανάτου (λόγω έλλειψης πλήρων τοξικολογικών ή ιστολογικών εξετάσεων) δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος για την άνθηση τέτοιων υποψιών.
Ωστόσο, ως εγκληματολόγος και ερευνητής, επιμένω πως ο ρόλος μας είναι να παραμένουμε ανοιχτοί σε κάθε ενδεχόμενο, αλλά ταυτόχρονα να απέχουμε από συνωμοσιολογίες, προκαταλήψεις και βεβιασμένα συμπεράσματα που δεν βασίζονται σε στοιχεία. Η επιστημονική έρευνα και η ορθή διερεύνηση είναι το μόνο εργαλείο που μπορεί να αποκαλύψει την αλήθεια και να στηρίξει την κοινωνία στη διαχείριση τέτοιων ευαίσθητων υποθέσεων.
Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που αναδύεται από την παρατήρηση αυτών των υποθέσεων είναι το αν υπάρχει κοινωνικός μιμητισμός. Δηλαδή, κατά πόσο η δημοσιότητα και η προβολή τέτοιων γεγονότων δημιουργούν μοτίβα συμπεριφοράς ή επηρεάζουν την επανάληψη παρόμοιων εγκλημάτων. Αυτό είναι ένα ζήτημα που χρήζει βαθιάς διεπιστημονικής μελέτης, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε προληπτικές δράσεις που θα αποτρέψουν νέες τραγωδίες.