Οι τελευταίοι μήνες του David Bowie: «Μπορούσες να δεις έναν άνθρωπο με ραγισμένη καρδιά»
Σε νέο βιβλίο, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του εμβληματικού David Bowie (Ντέιβιντ Μπόουι), καταγράφονται οι τελευταίοι μήνες της ζωής του καλλιτέχνη.
Xαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που δημοσιεύει ο Telegraph στο οποίο αποκαλύπτεται πώς ο Μπόουι κράτησε την ασθένειά του τόσο μυστική που λίγοι γνώριζαν για αυτήν, έως τον θάνατό του στις 10 Ιανουαρίου 2016.
Όταν άνοιξε στις 23 Μαρτίου 2013 η έκθεση – ρεκόρ του V&A «David Bowie Is», ο ίδιος ο καλλιτέχνης έλαμψε διά της απουσίας του από τα εγκαίνια και το δείπνο.
Λίγους μήνες αργότερα, όμως, ο Μπόουι, η σύζυγός του Ιμάν, η κόρη τους Λέξι και η επί χρόνια βοηθός του Κόκο Σβαμπ ταξίδεψαν διακριτικά στο Λονδίνο και επισκέφθηκαν την έκθεση νωρίς το πρωί της Κυριακής 7 Ιουλίου. Η επιμελήτρια Βικτόρια Μπρόουκς τους ξενάγησε προσωπικά και αργότερα θα έλεγε ότι ο Μπόουι ήταν «ειλικρινά συγκινημένος από την εμπειρία», περιδιαβαίνοντας για περίπου μιάμιση ώρα και βλέποντας «τη ζωή του απλωμένη μπροστά του» στους εκθεσιακούς χώρους.
Στους διαδρόμους του μουσείου εκτίθεντο εμβληματικά αντικείμενα από το προσωπικό του αρχείο: το γαλάζιο κοστούμι του βίντεο «Life on Mars», οι χειρόγραφοι στίχοι του «Station to Station», αλλά και πιο αυτοσαρκαστικές αναφορές, όπως ένα κουταλάκι κοκαΐνης από την περίοδο της βαριάς χρήσης στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ένα ζεστό σημείωμα από τον «δίδυμο της γέννησής του» Ελβις Πρίσλεϊ, καθώς οι δυο τους γεννήθηκαν στις 8 Ιανουαρίου. Οταν η οικογένεια αποχώρησε, περίπου 200 επισκέπτες περίμεναν ήδη στην ουρά για να μπουν, χωρίς να γνωρίζουν ότι λίγο πριν ανάμεσά τους είχε βρεθεί ο ίδιος ο «ήρωας» της έκθεσης.
Μυστικές επισκέψεις στο Λονδίνο και επιστροφή στο Μπρίξτον
Στα λίγα, προσεκτικά οργανωμένα ταξίδια του στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μπόουι κρατούσε χαμηλό προφίλ με τη βοήθεια του μακροχρόνιου tour manager του, αποφεύγοντας την αναγνώριση και την ταλαιπωρία. Γι’ αυτό προκάλεσε αίσθηση όταν η Ιμάν αποκάλυψε σε συνέντευξή της στο Observer ότι η οικογένεια είχε περάσει ξανά «απαρατήρητη» από το Λονδίνο εκείνο το καλοκαίρι.
«Κανείς δεν ήξερε ότι ήμασταν εκεί! Πετάξαμε με το τζετ στο Λούτον και κάθε μέρα κάναμε διαφορετικά πράγματα, χωρίς να το μάθει ο Τύπος. Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι οι διασημότητες δεν μπορούν να είναι ανώνυμες. Πήγαμε ακόμη και στο London Eye. Περιμέναμε σε ξεχωριστές ουρές, η Lexi είχε μια φίλη μαζί της και πήγαν με τον σωματοφύλακα, και μετά συναντηθήκαμε όλοι στο σκάφος», είπε, περιγράφοντας πώς πέρασαν απαρατήρητοι ακόμη και στην ουρά για τον Λονδρέζικο Τροχό. Οπως αποκάλυψε, ο Μπόουι πήγε την κόρη του και στο Μπρίξτον «να βγάλουν φωτογραφία έξω από το σπίτι όπου μεγάλωσε».
Η επιδείνωση της υγείας και η «αποχαιρετιστήρια» περίοδος
Το πότε ακριβώς συνειδητοποίησε ο καλλιτέχνης ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν μη αναστρέψιμη παραμένει αντικείμενο συζήτησης. Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή, διαγνώστηκε με καρκίνο του ήπατος το καλοκαίρι του 2014 και έμαθε ότι είναι μη εγχειρήσιμος τον Νοέμβριο του 2015.
Άτομα του στενού του κύκλου, ωστόσο, έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι ο Μπόουι γνώριζε πως είχε σοβαρά προβλήματα υγείας ήδη από νωρίτερα, χωρίς να θέλουν να μιλήσουν δημόσια για λεπτομέρειες. Σε κάθε περίπτωση, η τελευταία του επίσκεψη στη Βρετανία φαίνεται πως είχε χαρακτήρα αποχαιρετισμού.
Μεταξύ της κυκλοφορίας του «The Next Day» (2013), του πρώτου του στούντιο άλμπουμ μετά από μία δεκαετία, και του «Blackstar» (Ιανουάριος 2016), η δραστηριότητά του υπήρξε εντυπωσιακά πυκνή, ίσως ακριβώς επειδή είχε λάβει τη διάγνωση. Παρά την αποχή από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν δίσταζε να παίζει με τα μέσα. Όταν ανακηρύχθηκε καλύτερος Βρετανός άνδρας καλλιτέχνης στα Brit Awards, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, δεν εμφανίστηκε ο ίδιος στη σκηνή: έστειλε την Κέιτ Μος, ντυμένη με την αυθεντική στολή του Ziggy Stardust, να παραλάβει το βραβείο «ως αντιπρόσωπός του στη Γη».
Ο Νοέλ Γκάλαχερ, που του παρέδωσε το βραβείο, σχολίασε σκωπτικά ότι «ο David Bowie είναι πολύ κουλ για να έρθει. Δεν κάνει τέτοια...», ενώ στο τέλος του μηνύματός του ο Μπόουι απηύθυνε το αιφνιδιαστικό «Scotland, stay with us», παρεμβαίνοντας στο τότε επίκαιρο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, προς μεγάλη χαρά του τότε πρωθυπουργού και θαυμαστή του, Ντέιβιντ Κάμερον.
Από το «Lazarus» στο «Blackstar»: Η ύστατη καλλιτεχνική έκρηξη
Εκείνη την περίοδο ο Μπόουι είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του και στο θέατρο. Κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 2013 συναντήθηκε με τον θεατρικό παραγωγό Ρόμπερτ Φοξ για να συζητήσουν ένα νέο πρότζεκτ: την παράσταση «Lazarus», βασισμένη στο «The Man Who Fell to Earth», για την οποία χρειαζόταν συγγραφέα. Ο Φοξ πρότεινε τον Ιρλανδό δραματουργό Έντα Γουόλς, γνωστό από το «Disco Pigs» και τη διασκευή του «Once».
Ο Γουόλς περιέγραψε αργότερα τη συνεργασία τους ως «ενάμιση χρόνο πραγματικά υπέροχης, ανοιχτής δημιουργικής δουλειάς», σημειώνοντας ότι τότε ο Μπόουι «έδειχνε σε εξαιρετική κατάσταση».
Το σενάριο ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2014 και πιστώθηκε και στους δύο. Στη συνέχεια ο Μπόουι προσέλαβε τον Henry Hey, πληκτρά του «The Next Day», ως μουσικό διευθυντή και γύρισε την προσοχή του στη σύνθεση νέας μουσικής. Τα τέσσερα τραγούδια που έγραψε για το «Lazarus» θύμιζαν ηχητικά το προηγούμενο άλμπουμ, αλλά εκείνος αναζητούσε κάτι πιο σύνθετο. Εντυπωσιασμένος από τη δουλειά της τζαζ συνθέτριας Maria Schneider, με την ομώνυμη ορχήστρα της, αποφάσισε να εντάξει πλέον ανοιχτά την τζαζ στο έργο του.
Τη συνάντησε το καλοκαίρι του 2014 για ένα ενδεχόμενο κοινό κομμάτι. «Ο David ήθελε σκοτάδι και του έδωσα σκοτάδι», είπε αργότερα η Schneider. Στις 24 Ιουλίου 2014 ηχογράφησαν στο Avatar Studios το «Sue (Or in a Season of Crime)» με τη μεγάλη της ορχήστρα και παραγωγό τον Τόνι Βισκόντι – τα πρώτα νέα κομμάτια του Μπόουι μετά το «The Next Day».
Η γέννηση του «Blackstar»
Εκείνη την εποχή όσοι τον περιστοίχιζαν μιλούν για αφοσίωση και διακριτικότητα. Η βιογράφος Wendy Leigh ανέφερε στο BBC ότι, εκτός από τον καρκίνο, είχε υποστεί «έξι καρδιακά επεισόδια τα τελευταία χρόνια», επικαλούμενη «άτομο πολύ κοντά» του. Ο φωτογράφος Μικ Ροκ μίλησε για «εγκεφαλικά επεισόδια» και επιπλοκές, χωρίς να γνωρίζει το πλήρες μέγεθος της ασθένειας.
Ο Μπόουι, που προφανώς γνώριζε ότι είναι άρρωστος όταν ηχογραφούσε το «Sue», δεν περιορίστηκε αυτή τη φορά όπως μετά το καρδιακό επεισόδιο του 2004. Αντίθετα, έδειχνε αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα ακόμη άλμπουμ. Κάλεσε ξανά αρκετούς από τους μουσικούς της Schneider, μεταξύ των οποίων τον κιθαρίστα Ben Monder και τον σαξοφωνίστα Donny McCaslin, για ένα νέο project στις αρχές του 2015.
Λίγο πριν μπουν στο στούντιο, ξεκίνησε χημειοθεραπεία. Ο Βισκόντι θυμάται ότι του αποκάλυψε τη θεραπεία αφαιρώντας το σκουφί και δείχνοντάς του το ξυρισμένο κεφάλι του: «Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε να έρθει, αλλά όταν στεκόταν στο μικρόφωνο, τραγουδούσε με απίστευτη ένταση. Δεν τον είχα ξαναδεί τόσο χαρούμενο». Στους μουσικούς είπε απλώς ότι ήταν άρρωστος, χωρίς λεπτομέρειες, ενώ όλοι δεσμεύτηκαν με αυστηρά συμφωνητικά εμπιστευτικότητας. Ο Monder θυμάται ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα: «Μου φάνηκε υπέροχα υγιής για κάποιον που είχε περάσει καρδιακό επεισόδιο δέκα χρόνια πριν».
Παρότι χαλαρός και χιουμορίστας, στο στούντιο ήταν ακριβής και απολύτως επαγγελματικός. Ο McCaslin μιλά για «εκπληκτική προσήλωση όταν τραγουδούσε», ενώ ο Monder σημειώνει πόσο ανοιχτός ήταν σε ιδέες, παρότι είχε ξεκάθαρο όραμα για την κατεύθυνση του άλμπουμ. Σε e‑mail προς τον McCaslin, μάλιστα, σχολίασε αυτοσαρκαστικά: «Δεν έχω διασκεδάσει τόσο πολύ από τότε που έπαθα καρδιακή προσβολή».
Ως τον Μάιο είχαν ολοκληρωθεί όλες οι ηχογραφήσεις. Η ασθένεια μπήκε προσωρινά σε ύφεση – «μην πανηγυρίζεις πολύ γρήγορα», προειδοποίησε τον Βισκόντι, αλλά ο Μπόουι ξεκινούσε ήδη το δεύτερο μεγάλο σχέδιο της χρονιάς, την παράσταση «Lazarus», που επρόκειτο να ανέβει πρώτα στο μικρό New York Theatre Workshop (199 θέσεις) πριν μεταφερθεί στο Λονδίνο.
Ο θάνατος ως «συνεργάτης» και τα τελευταία γυρίσματα
Πριν αρχίσουν οι πρόβες, ταξίδεψε στο Μπρούκλιν για τα γυρίσματα του βίντεο του «Blackstar» με τον σκηνοθέτη Johan Renck. Εκεί του αποκάλυψε: «Πρέπει να σου πω ότι είμαι πολύ άρρωστος και ότι πιθανότατα θα πεθάνω. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα είμαι ζωντανός για να συμμετάσχω στο βίντεο». Όπως έχει πει ο Renck, ο Μπόουι «ήθελε ο θάνατος να είναι ο τρίτος συνεργάτης στο βίντεο», μια παρουσία που θα διαποτίζει τις ιδέες και την αισθητική του.
Το βίντεο, που κυκλοφόρησε στις 19 Νοεμβρίου 2015, περιείχε τον νεκρό αστροναύτη, την τελευταία «εμφάνιση» του Major Tom, και μία σειρά από σκοτεινά, ανησυχητικά σύμβολα, με τον ίδιο τον Μπόουι, γκριζομάλλη και εμφανώς καταπονημένο, σε ρόλο παράξενου μεσσία.
Παράλληλα, από τις αρχές Οκτωβρίου ως την πρεμιέρα της 7ης Δεκεμβρίου, παρακολουθούσε όσο του επέτρεπε η υγεία του τις πρόβες του «Lazarus». Ο σκηνοθέτης Ίβο βαν Χόβε θυμάται ότι αναγκάστηκε να αποκαλύψει την ασθένεια στους στενούς συνεργάτες: «Τον έβλεπες στο Skype και ήταν προφανώς άρρωστος. Οταν ήρθε η στιγμή, μας είπε την αλήθεια. Από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα ένιωθα ότι αυτό το έργο ήταν εξαιρετικά επείγον γι’ αυτόν – και μετά έγινε ακόμη πιο επείγον να ολοκληρωθεί όσο ήταν ζωντανός».
Όταν ήταν σε καλή μέρα, ο Μπόουι ήταν παρών, ενθουσιώδης και γενναιόδωρος με τις παρατηρήσεις του. Μετά από ένα run‑through, ο μουσικός διευθυντής Henry Hey τον ρώτησε αν θα ήθελε κάτι ακόμη. «Yes», απάντησε ο Μπόουι. «Νομίζω ότι θα ήθελα να τραγουδήσω». Για τελευταία φορά στη ζωή του τραγούδησε μπροστά σε κοινό, ερμηνεύοντας το «Lazarus» μαζί με την μπάντα.
Στις αρχές Νοεμβρίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι ο καρκίνος ήταν πλέον τελικός και ότι η θεραπεία θα περιοριζόταν σε παρηγορική φροντίδα. Παρ’ όλα αυτά, γύρισε ακόμη ένα βίντεο, αυτή τη φορά για το «Lazarus», πάλι στο Μπρούκλιν. Η κούραση ήταν έντονη, αλλά ο ίδιος επέμεινε μέχρι να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το βίντεο κυκλοφόρησε στις 7 Ιανουαρίου 2016, μία ημέρα πριν από την επίσημη κυκλοφορία του «Blackstar» και τρεις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Το αποτέλεσμα παραμένει ιδιαίτερα σκληρό στην παρακολούθηση. Ο Renck εξήγησε ότι η τελευταία σκηνή, όπου ο Μπόουι σέρνεται προς μια ντουλάπα που θυμίζει φέρετρο και κλείνει την πόρτα πίσω του, προστέθηκε αυθόρμητα στα γυρίσματα. «Δεν είχα ιδέα πόσο εξαιρετικά ισχυρό ήταν αυτό», είπε. Ακόμη και τότε, ο καλλιτέχνης δεν έχανε το χιούμορ του: όταν συνειδητοποίησαν τη συμβολική φόρτιση, σχολίασε γελώντας «Ναι, κοίτα, ο David Bowie επέστρεψε στην ντουλάπα! Ναι, γαμώτο, πρέπει να το κάνουμε αμέσως».
Η τελευταία δημόσια εμφάνιση και το τέλος
Στις πρόβες του «Lazarus» ο Μπόουι εμφανιζόταν όλο και πιο σπάνια. Ο βαν Χόβε λέει ότι «κανείς από τους ηθοποιούς δεν ήξερε τίποτα, γιατί ερχόταν μόνο όταν αισθανόταν καλά», αλλά στα μάτια του σκηνοθέτη φαινόταν «ένας άνθρωπος τρομαγμένος από τον θάνατο και την ιδέα ότι θα αφήσει πίσω οικογένεια».
Οι προπαραστάσεις ξεκίνησαν στις 18 Νοεμβρίου. Δεν ήταν βέβαιο αν ο δημιουργός θα άντεχε ως την πρεμιέρα, αλλά τελικά, στις 7 Δεκεμβρίου, ένας γκρίζος και αδυνατισμένος Μπόουι βρέθηκε στην αίθουσα του New York Theatre Workshop – πρώτη φορά μετά από χρόνια που στήριζε ο ίδιος δημόσια δουλειά του και ταυτόχρονα τελευταία δημόσια εμφάνισή του. Ο παραγωγός Ρόμπερτ Φοξ θυμάται πόσο δύσκολο ήταν σωματικά γι’ αυτόν, παρ’ όλο που «η συμβολή του στο έργο δεν επηρεάστηκε, όποτε μπορούσε να είναι παρών».
Στο τέλος της παράστασης ανέβηκε στη σκηνή για την υπόκλιση, μέσα σε αποθέωση. Η προσπάθεια όμως τον εξάντλησε και χρειάστηκε να ξεκουραστεί στα παρασκήνια προτού ο βαν Χόβε τον συνοδεύσει μέχρι το αυτοκίνητο. «Ήξερα κάπως ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα», είπε ο σκηνοθέτης. Από εκείνη την ημέρα του απέμεναν λίγο περισσότερο από τέσσερις εβδομάδες ζωής.
«Καθόλου άσχημα για έναν γέρο ροκά»
Στις τελευταίες αυτές εβδομάδες, όσο μπορούσε, συνέχισε να δουλεύει. Ο Βισκόντι έχει πει ότι ηχογραφούσε προσχέδια για ακόμη πέντε τραγούδια, πιστεύοντας, όπως κι εκείνος, ότι θα είχε «μερικούς μήνες ακόμη». Το «Blackstar» επρόκειτο αρχικά να κυκλοφορήσει στις 30 Οκτωβρίου 2015, αλλά τα γυρίσματα του βίντεο και οι πρόβες του «Lazarus» ανάγκασαν σε αναβολή. Τελικά ορίστηκε για τις 8 Ιανουαρίου 2016, ημέρα των 69ων γενεθλίων του.
Ο Μπόουι δεν πρόλαβε να παρακολουθήσει την αποδοχή που γνώρισε ο δίσκος. Σε ένα από τα τελευταία e‑mail προς τη δισκογραφική του, Sony, τον περιέγραψε απλώς ως «Καθόλου άσχημα για έναν γέρο ροκά». Παράλληλα άρχισε να αποχαιρετά διακριτικά στενούς συνεργάτες. Ο μάνατζερ δημοσίων σχέσεών του, Alan Edwards, τον συνάντησε για τελευταία φορά στα Electric Lady Studios: ο Μπόουι έδειχνε «κουρασμένος και αδύνατος», αλλά αυτό δεν ήταν πια ασυνήθιστο. Άκουσαν μαζί το «Blackstar», θυμήθηκαν ιστορίες και αποχαιρετίστηκαν με μια αγκαλιά.
Στον Brian Eno έστειλε ένα ζεστό, πειρακτικό μήνυμα γεμάτο εσωτερικά αστεία και αναφορές στα κοινά τους έργα, το οποίο έκλεινε με τη φράση «Σ' ευχαριστούμε για τις όμορφες στιγμές, Μπράιαν. Δεν θα ξεχαστούν ποτέ»., υπογεγραμμένη ως «Dawn» – κάτι που ο ίδιος ο Eno κατάλαβε εκ των υστέρων ως αποχαιρετισμό. Αντίστοιχο μήνυμα έλαβε και ο πιανίστας Mike Garson: «Μάικ, κάναμε μαζί μια απίστευτη δουλειά», γράφοντας στον συνεργάτη του που είχε σταθεί δίπλα του περισσότερο από κάθε άλλον. Ο Garson είπε στη σύζυγό του ότι μάλλον δεν θα ξανάκουγε από εκείνον – και δυστυχώς επιβεβαιώθηκε.
Όταν το «Blackstar» κυκλοφόρησε στις 8 Ιανουαρίου, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, σε μια χρονιά που αποδείχθηκε μοιραία για τη μουσική, με τον θάνατο των Leonard Cohen, George Michael και Prince. Το άλμπουμ, με τον υπαρξιακό του τόνο, έκτοτε διαβάζεται συχνά ως «δίσκος θανάτου», παρότι ο Βισκόντι επιμένει ότι ο Μπόουι τον αντιμετώπιζε ως «μια σπουδαία καλλιτεχνική δήλωση» και τον θεωρούσε, ίσως, το καλύτερο έργο του.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 2016, ο David Robert Jones πέθανε στο σπίτι του στο Μανχάταν. Οπως τραγουδά στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, «Κάτι συνέβη την ημέρα που πέθανε / Το πνεύμα ανέβηκε ένα μέτρο και έκανε ένα βήμα στην άκρη». Το σώμα του Μπόουι έπαψε να υπάρχει, αλλά το πνεύμα του – και η καλλιτεχνική του κληρονομιά – συνέχισαν να διαστέλλονται, δικαιώνοντας τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να αποχαιρετήσει τον κόσμο: με ένα έργο σκοτεινό, τολμηρό και απολύτως δικό του.