Αντίσωμα από καμήλες και αλπάκα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του Αλτσχάιμερ
Μια ανακάλυψη που υπόσχεται να αλλάξει τα δεδομένα στη θεραπεία νευρολογικών παθήσεων έρχεται από τη Γαλλία. Επιστήμονες του Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS) διαπίστωσαν ότι ένα αντισωμοειδές μόριο, που μέχρι σήμερα εντοπιζόταν αποκλειστικά σε καμηλίδες όπως οι λάμες, τα αλπάκα και οι δρομάδες, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία ανθρώπινων εγκεφαλικών διαταραχών, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ.
Οι μικροσκοπικοί «ήρωες» του εγκεφάλου
Η μελέτη επικεντρώνεται στις λεγόμενες «νανοαντισώματα» (nanobodies) — πρωτεΐνες που λειτουργούν όπως τα αντισώματα, αλλά είναι πολύ μικρότερες. Το μέγεθός τους, σύμφωνα με τους ερευνητές, επιτρέπει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση νευρολογικών ασθενειών σε πειραματόζωα, με λιγότερες παρενέργειες.
«Τα νανοαντισώματα των καμηλίδων ανοίγουν μια νέα εποχή στις βιολογικές θεραπείες για τις εγκεφαλικές παθήσεις και επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα φάρμακα», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, δρ Φιλίπ Ροντάρ. «Πιστεύουμε ότι μπορούν να αποτελέσουν μια νέα κατηγορία φαρμάκων, ανάμεσα στα συμβατικά αντισώματα και τα μικρομόρια».
Μια ανακάλυψη από τη δεκαετία του ’90
Τα νανοαντισώματα εντοπίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από Βέλγους επιστήμονες που μελετούσαν το ανοσοποιητικό σύστημα των καμηλίδων. Διαπίστωσαν ότι τα ζώα αυτά, εκτός από τα κλασικά αντισώματα (που αποτελούνται από δύο βαριές και δύο ελαφριές αλυσίδες), παράγουν και αντισώματα που έχουν μόνο βαριές αλυσίδες. Τα ενεργά τους τμήματα —τα νανοαντισώματα— είναι δέκα φορές μικρότερα από τα συμβατικά και μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί σε κανένα άλλο θηλαστικό.
Μικρότερα, αποτελεσματικότερα, ασφαλέστερα
Οι θεραπείες που βασίζονται σε αντισώματα χρησιμοποιούνται ήδη για την αντιμετώπιση καρκίνου και αυτοάνοσων νοσημάτων, ωστόσο συχνά συνοδεύονται από σοβαρές παρενέργειες. Οι ερευνητές του CNRS υποστηρίζουν ότι τα νανοαντισώματα, χάρη στο μικρό τους μέγεθος, μπορούν να διεισδύσουν στον εγκέφαλο πιο αποτελεσματικά και με μικρότερο κίνδυνο.
«Πρόκειται για πολύ διαλυτές, μικρές πρωτεΐνες που μπορούν να περάσουν παθητικά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό», εξηγεί ο συν-συγγραφέας της μελέτης, δρ Πιερ-Αντρέ Λαφόν. «Αντίθετα, τα μικρομόρια που έχουν σχεδιαστεί για να φτάνουν στον εγκέφαλο είναι συχνά υδρόφοβα, κάτι που περιορίζει τη βιοδιαθεσιμότητά τους και αυξάνει τις ανεπιθύμητες δράσεις».
Προκλήσεις πριν τις κλινικές δοκιμές
Παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε πειραματόζωα, οι επιστήμονες τονίζουν ότι απαιτούνται ακόμη αρκετά βήματα πριν οι θεραπείες με νανοαντισώματα δοκιμαστούν σε ανθρώπους. Απαραίτητη θεωρείται η τοξικολογική αξιολόγηση, οι δοκιμές μακροχρόνιας ασφάλειας και η μελέτη των επιπτώσεων της χρόνιας χορήγησης.
«Πρέπει να αποκτήσουμε νανοαντισώματα κλινικής ποιότητας και σταθερές συνθέσεις που θα διατηρούν τη δραστικότητά τους κατά την αποθήκευση και τη μεταφορά», σημειώνει ο δρ Ροντάρ.
Ο δρ Λαφόν προσθέτει ότι η ομάδα του έχει ήδη ξεκινήσει να μελετά αυτά τα ζητήματα για ορισμένα νανοαντισώματα που μπορούν να περάσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και τα πρώτα ευρήματα δείχνουν πως είναι κατάλληλα για μακροχρόνια χρήση.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Trends in Pharmacological Sciences και θεωρείται ορόσημο στην πορεία προς νέες, ασφαλέστερες θεραπείες για εκφυλιστικές παθήσεις του εγκεφάλου.