Πώς ο Τραμπ τόλμησε να κάνει αυτό που άλλοι μόνο ψιθύριζαν

Ο πλανητάρχης δεν μιλά. Πράττει.
4'

Όταν ο Μανώλης Ρασούλης τραγουδούσε μαζί με τα Ημισκούμπρια «Τι γυρεύεις μες στην Κίνα... Τσάκι Τσαν», προφανώς δεν είχε στο μυαλό του τον Ντόναλντ Τραμπ. Κι όμως, ο “Ντόναλντ Τσαν” τόλμησε να μπει στα άδυτα της παγκόσμιας οικονομίας, στο εσωτερικό του κινεζικού δράκου, και να κάνει το αδιανόητο: να τα βάλει ανοιχτά και μετωπικά με τον μεγαλύτερο εμπορικό αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Όχι με στρατό, αλλά με κάτι εξίσου ισχυρό: με δασμούς.

Η πολιτική Τραμπ απέναντι στην Κίνα δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε επιφανειακή. Αντιθέτως, είναι η πρώτη συντεταγμένη προσπάθεια εδώ και δεκαετίες να ανακοπεί η οικονομική επιρροή ενός κράτους που χτίζει την ισχύ του μέσα από την ανισορροπία των παγκόσμιων αγορών.

Η Κίνα και το «κρυφό χέρι» του εμπορίου

Για χρόνια, η Κίνα ακολουθεί μια στρατηγική επιθετικού εμπορικού επεκτατισμού: κρατικές επιδοτήσεις, εξαγωγές σε τιμές κάτω του κόστους, περιορισμούς στις ξένες επιχειρήσεις, τεχνολογική κατασκοπεία και έλεγχο του νομίσματός της. Όλα αυτά της επιτρέπουν να κατακτά τις παγκόσμιες αγορές χωρίς να παίζει με ίσους όρους. Οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες συχνά έκλειναν τα μάτια, φοβούμενες τις συνέπειες μιας ρήξης.

Ο Τραμπ ήταν ο πρώτος ηγέτης που δεν δίστασε να ονομάσει το πρόβλημα. Και να δράσει.

Οι δασμοί ως εργαλείο, όχι τιμωρία

Η κριτική ότι οι δασμοί “καταστρέφουν την οικονομία” είναι απλουστευτική και σε μεγάλο βαθμό κατευθυνόμενη. Η πραγματικότητα είναι ότι οι δασμοί που επέβαλε ο Τραμπ ήταν μέρος μιας ευρύτερης διαπραγματευτικής στρατηγικής. Στόχος δεν ήταν να “τιμωρηθεί” η Κίνα, αλλά να εξισορροπηθεί το εμπορικό παιχνίδι.

Με αυτούς, ο Τραμπ πίεσε την Κίνα να επανεξετάσει συμφωνίες, να ανοίξει την αγορά της σε αμερικανικά προϊόντα, και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με νέους όρους. Αυτοί οι δασμοί δεν ήταν τυχαίοι — ήταν στοχευμένοι, μελετημένοι και αποτελεσματικοί σε επίπεδο πίεσης.

Προστατευτισμός ή πατριωτισμός;

Η αφήγηση των ελίτ λέει ότι ο προστατευτισμός είναι “ξεπερασμένος”. Αλλά τι είναι πιο ξεπερασμένο: η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ή η εξάρτηση από ένα κράτος που δεν συμμερίζεται τις αξίες της Δύσης;

Ο Τραμπ μίλησε εκεί που άλλοι ψιθύριζαν. Επανέφερε τη σημασία της εθνικής παραγωγής και της ανεξαρτησίας από τις ασιατικές αλυσίδες εφοδιασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές αμερικανικές εταιρείες άρχισαν να επιστρέφουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ επί της θητείας του. Γιατί; Γιατί ήξεραν ότι ο Λευκός Οίκος δεν θα ανεχόταν άλλο το “φθηνό αλλά εξαρτημένο”.

Ο εργαζόμενος στο κέντρο

Οι δασμοί του Τραμπ δεν αφορούσαν μόνο τις επιχειρήσεις. Αφορούσαν τον μέσο Αμερικανό εργαζόμενο. Εκείνον που είχε δει το εργοστάσιό του να μεταφέρεται στο Βιετνάμ ή την Κίνα, εκείνον που έχανε τη δουλειά του ενώ οι πολυεθνικές διπλασίαζαν τα κέρδη τους. Ο Τραμπ στάθηκε με αυτούς. Και αυτοί του το αναγνώρισαν — στις κάλπες, στις συγκεντρώσεις, στη στήριξη που παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.

Ο Τραμπ δεν φοβήθηκε

Σε αντίθεση με άλλους πολιτικούς, ο Τραμπ δεν φοβήθηκε τη ρήξη. Δεν δίστασε να πει τα πράγματα με το όνομά τους: η Κίνα δεν είναι “εταίρος” — είναι ανταγωνιστής. Ένας ανταγωνιστής που λειτουργεί με διαφορετικά κριτήρια, λιγότερη διαφάνεια και περισσότερες φιλοδοξίες.

Με τους δασμούς, με την πίεση, με τις απαγορεύσεις τεχνολογίας, έστειλε μήνυμα: οι ΗΠΑ δεν θα μείνουν απαθείς. Δεν θα θυσιάσουν την εθνική τους ασφάλεια στο βωμό του φθηνού προϊόντος.

Και τώρα;

Ο οικονομικός πόλεμος με την Κίνα δεν τέλειωσε. Απλώς πέρασε σε πιο ήπιες μορφές — αλλά μόνο επειδή ο Τραμπ έσπασε το ταμπού και άνοιξε τον δρόμο. Οι επόμενοι ηγέτες δεν μπορούν πλέον να αγνοούν την Κίνα ή να μιλούν για “αμοιβαίο σεβασμό” χωρίς να έχουν στο νου τους την ισορροπία ισχύος.

Ο Τραμπ δεν πήγε στην Κίνα. Αλλά την ανάγκασε να τον προσέξει. Και αυτό, από μόνο του, είναι πολιτική επιτυχία.

Γιατί καμιά φορά, για να αλλάξει η παγκόσμια σκηνή, χρειάζεται ένας άνθρωπος που να μη νοιάζεται για το “σωστό” και το “κομψό”, αλλά για το δίκαιο και το αποτελεσματικό.