Τα Γλυπτά δεν Δειπνούν: Η δεοντολογία, η μνήμη και ο σεβασμός απέναντι στα Μάρμαρα του Παρθενώνα
Η πρόσφατη εικόνα ενός δείπνου ανάμεσα στα Γλυπτά του Παρθενώνα, στην αίθουσα 19 του Βρετανικού Μουσείου, προκάλεσε αίσθημα απορίας και λύπης. Δεν πρόκειται για ένα απλό ζήτημα πρωτοκόλλου, αλλά για μια πράξη που αναδεικνύει πόσο εύκολα μπορεί να λησμονηθεί η ουσία της μουσειακής δεοντολογίας. Όταν ποτήρια και πιάτα στέκονται δίπλα στα έργα που φέρουν το αποτύπωμα του Φειδία και των τεχνιτών του 5ου αιώνα π.Χ., η πράξη αυτή θέτει σε δοκιμασία όχι μόνο την ασφάλεια των εκθεμάτων αλλά και την ηθική στάση ενός θεσμού απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά που του έχει εμπιστευθεί η ανθρωπότητα.
Τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι απλά εκθέματα. Είναι οργανικά μέρη ενός αρχιτεκτονικού συνόλου που γεννήθηκε από την πιο ώριμη στιγμή της κλασικής δημιουργίας. Η θέση τους, το φως και ο προσανατολισμός τους συνδέονται άρρηκτα με τον χώρο για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Η απομάκρυνσή τους από αυτό το πλαίσιο έχει ήδη επιφέρει μια αισθητική και νοηματική αποκοπή. Όταν τώρα ο ίδιος χώρος μετατρέπεται σε σκηνικό κοινωνικής εκδήλωσης, το τραύμα αυτό βαθαίνει.
Το Υπουργείο Πολιτισμού υπενθύμισε πρόσφατα ότι τα έργα αυτά είναι εξαιρετικά ευαίσθητα και ότι οι συνθήκες διατήρησής τους απαιτούν σταθερό περιβάλλον, προστασία από μεταβολές υγρασίας και θερμοκρασίας και περιορισμό κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας που μπορεί να τα επηρεάσει. Αυτή η επιστημονική αρχή δεν είναι τυπικότητα αλλά βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της αυθεντικότητας των υλικών. Η ίδια η φυσική υπόσταση του μαρμάρου, ευάλωτη αλλά και ζωντανή, ανταποκρίνεται στις συνθήκες του περιβάλλοντος με τρόπο που απαιτεί συνεχή φροντίδα και σεβασμό. Χρειάζεται σιωπή, όχι θόρυβο.
Ωστόσο, πέρα από τη φυσική διάσταση της προστασίας, το γεγονός φέρνει στο προσκήνιο και ένα ευρύτερο ζήτημα: τον ρόλο του μουσείου στη σύγχρονη κοινωνία. Ένα μουσείο είναι χώρος παιδείας και συμμετοχής, όχι προνομίου. Οφείλει να προσφέρει ίσες ευκαιρίες πρόσβασης και εμπειρίας σε όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης. Η εικόνα ενός επίσημου δείπνου μπροστά στα Μάρμαρα, τη στιγμή που πλήθη επισκεπτών περιμένουν σε ουρές για να τα δουν, αναδεικνύει με οξύ τρόπο τις αντιφάσεις ανάμεσα στην κοινωνική ανισότητα και την αρχή της ισότητας στην πολιτιστική εμπειρία. Η τέχνη, ως κοινό κτήμα, δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο κοινωνικής διάκρισης. Σε έναν κόσμο που δοκιμάζεται από ανισότητες, τα μουσεία οφείλουν να θυμίζουν ότι η τέχνη είναι δικαίωμα όλων, όχι προνόμιο των λίγων.
Η Μελίνα Μερκούρη είχε διατυπώσει με απαράμιλλη καθαρότητα την ουσία του ζητήματος: τα Μάρμαρα δεν είναι δικά μας, είναι η ψυχή μας. Δεν εννοούσε μια στενά εθνική ψυχή αλλά την ψυχή της ίδιας της ανθρώπινης δημιουργίας. Το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν είναι θέμα ιδιοκτησίας αλλά ζήτημα ακεραιότητας της τέχνης. Δεν είναι πολιτική διεκδίκηση αλλά πράξη πολιτιστικής συνέπειας. Η επιστροφή τους στην Αθήνα θα αποκαθιστούσε όχι την κυριότητα αλλά τη συνέχεια μιας αφήγησης που διακόπηκε βίαια πριν αιώνες.
Τα Γλυπτά δεν χρειάζονται σκηνοθεσία, τεχνητό φως ή επιτήδευση. Αναπνέουν μέσα από το φυσικό φως της Αττικής, εκεί όπου γεννήθηκαν. Η αξία τους δεν βρίσκεται στο μεγαλείο αλλά στην ισορροπία, στην ήρεμη δύναμη της μορφής που αποδίδει τον άνθρωπο σε πλήρη αρμονία με τη φύση. Όταν ένα μουσείο τα εντάσσει σε περιβάλλον πολυτέλειας, ακυρώνει άθελά του αυτήν την αρμονία και αποδυναμώνει τον παιδευτικό τους χαρακτήρα. Κάθε προσπάθεια να τα εντάξουμε σε ένα περιβάλλον επίδειξης αλλοιώνει το βαθύτερο νόημά τους.
Το Βρετανικό Μουσείο υπήρξε ιστορικά θεσμός γνώσης και φροντίδας, και γι’ αυτό το γεγονός αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Η συγκεκριμένη ενέργεια δεν μειώνει μόνο το κύρος του θεσμού αλλά θέτει υπό συζήτηση τη σχέση των μουσείων με την ίδια την αποστολή τους: να προστατεύουν, να ερμηνεύουν και να εκπαιδεύουν. Ο τρόπος που ένας θεσμός στέκεται απέναντι στα εκθέματά του είναι αντανάκλαση του τρόπου που αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό. Ο σεβασμός στην τέχνη δεν είναι απλή υποχρέωση αλλά μορφή πνευματικής αγωγής.
Εν τέλει, η πολιτιστική κληρονομιά δεν χρειάζεται υπερασπιστές μόνο όταν απειλείται. Χρειάζεται ανθρώπους που να κατανοούν τη σιωπή της, να συναισθάνονται το βάρος του χρόνου που κουβαλά. Η αρχαιότητα δεν ανήκει σε εμάς. Εμείς ανήκουμε στην ευθύνη της. Και αυτή η ευθύνη αρχίζει από το αυτονόητο: να τη σεβόμαστε όπως θα σεβόμασταν έναν ζωντανό άνθρωπο που μας εμπιστεύεται τη μνήμη του.
Το περιστατικό του δείπνου στην αίθουσα των Γλυπτών του Παρθενώνα υπενθυμίζει την ανάγκη διαρκούς εγρήγορσης ως προς τα όρια της μουσειακής πρακτικής και της δεοντολογίας. Η πολιτιστική κληρονομιά δεν αποτελεί διακοσμητικό υπόβαθρο κοινωνικών εκδηλώσεων, αλλά πεδίο μελέτης, σεβασμού και εκπαίδευσης.
Η ευθύνη των μουσείων είναι διπλή: αφενός να προστατεύουν τη φυσική υπόσταση των έργων και αφετέρου να διασφαλίζουν την ηθική τους ακεραιότητα μέσα από τον τρόπο παρουσίασης και διαχείρισης τους. Η συγκεκριμένη περίπτωση δεν αφορά απλώς μια αστοχία διοικητικής απόφασης, αλλά αγγίζει το βαθύτερο ερώτημα του πώς αντιλαμβανόμαστε τη θέση της τέχνης στον δημόσιο χώρο. Η στάση απέναντι στα Γλυπτά του Παρθενώνα λειτουργεί, έτσι, ως δείκτης πολιτισμού και παιδείας: όχι ως ζήτημα εθνικής ευαισθησίας, αλλά ως ένδειξη του βαθμού ωριμότητας με τον οποίο οι σύγχρονοι θεσμοί αντιμετωπίζουν τα τεκμήρια του παρελθόντος.