Πώς η Ελλάδα κατέληξε να είναι η τρίτη πιο γερασμένη χώρα στην Ευρώπη
Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως ο πληθυσμός της χώρας όχι μόνο μειώνεται, αλλά και γερνά επικίνδυνα, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα διαρθρωτικό πρόβλημα ιδιαίτερης σημασίας για τη χώρα μας. Αυτό του δημογραφικού.
Ζήτημα που δεν προέκυψε τα τελευταία χρόνια, αλλά «γεννήθηκε» καιρό πριν, ως αποτέλεσμα των γενικότερων πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν και συνεχίζουν να επικρατούν.
Από το baby boom στην υπογεννητικότητα
Σε αντίθεση με ό,τι ζούμε σήμερα, η Ελλάδα των δεκαετιών του ’60 και του ’70 είχε υψηλό δείκτη γεννήσεων και νεανικό πληθυσμό. Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’90 και μετά, ξεκίνησε να σημειώνεται μία καθοδική πορεία, με τις γεννήσεις να μειώνονται σταθερά. Και σε αυτό καταλυτικός παράγοντας ήταν η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008.
Η μαζική ανεργία, η μετανάστευση χιλιάδων νέων στο εξωτερικό, η ανασφάλεια για το μέλλον, αλλά και η ανυπαρξία υποστηρικτικών πολιτικών για τη δημιουργία οικογένειας συνέβαλαν καθοριστικά στην κατάρρευση των γεννήσεων. Κάπως έτσι, από το 2011 και μετά, η χώρα καταγράφει κάθε χρόνο αρνητικό φυσικό ισοζύγιο, με περισσότερους θανάτους παρά γεννήσεις.
Σε αυτό το σκηνικό έρχονται να προστεθούν δύο κοινωνικά φαινόμενα που φαίνεται πως εντείνουν την κατάσταση, με το πρώτο να αφορά στην τάση της απομάκρυνσης των νέων από την ύπαιθρο και τη συγκέντρωσή τους στα αστικά κέντρα. Αποτέλεσμα, οι κάτοικοι των μικρότερων περιοχών να είναι κυρίως ηλικιωμένοι, τη στιγμή που μεγάλο μέρος των νέων στις πόλεις μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Όσο για το δεύτερο φαινόμενο, αφορά στον γάμο στη σύγχρονη εποχή, με τους νέους να παντρεύονται αργότερα ή και καθόλου, καθυστερώντας, έτσι, την τεκνοποίηση. Φυσικά, σε όλο αυτό έπαιξε ρόλο και η ίδια η πολιτεία, η οποία για χρόνια παρουσιάστηκε αδρανής μπροστά στις προειδοποιήσεις των ειδικών.
Τι συμβαίνει σήμερα;
Η γήρανση του πληθυσμού δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό σενάριο για το μέλλον. Είναι ήδη μία πραγματικότητα που ζούμε καθημερινά. Και αυτό γιατί η συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού, περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη σε κάθε της πτυχή. Παράλληλα, δημιουργούνται δημογραφικά κενά που, αν δεν καλυφθούν, μπορεί να επιφέρουν κρίσιμες ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η γεωργία.
Και για να μιλήσουμε με νούμερα, αυτή τη στιγμή ένας στους τέσσερεις Έλληνες είναι άνω των 65 ετών, με τον μέσο όρο ηλικίας στη χώρα να πλησιάζει τα 46 έτη, ενώ πριν 30 χρόνια ήταν κάτω από τα 35. Όλα αυτά, κατέχοντας έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στην Ε.Ε., με μόλις 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Δηλαδή, πολύ κάτω από το όριο αναπλήρωσης πληθυσμού (2,1). Κάπως έτσι, σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΗΕ, έως το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας ενδέχεται να μειωθεί κάτω από τα 8 εκατομμύρια.
Η δημογραφική γήρανση δεν είναι ζήτημα μόνο αριθμών. Είναι θέμα επιβίωσης και συνέχειας του της ελληνικής κοινωνίας. Και πρέπει να μπει σε προτεραιότητα, προκειμένου να υπάρξει μεταβολή των δεδομένων.