Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διατάγματα καρδιάς» - Διαβάστε το 2o μέρος «Μοιραία πρόσκληση»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Διατάγματα καρδιάς» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το δεύτερος μέρος «Μοιραία πρόσκληση».
Καλή ανάγνωση!
Μοιραία πρόσκληση
Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010
Οι μέρες για τον Βαγγέλη κυλούσαν εξαντλητικά μέσα στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο. Αχάραγο ξύπνημα, αγγαρείες, γυμναστική, βιαστικό πρωινό. Ο ίδιος και οι άλλοι στρατιώτες εκείνης της ΕΣΣΟ είχαν ήδη παραλάβει οπλισμό και η αντίστοιχη εκπαίδευση έδειχνε να τον κουράζει αφάνταστα. Αρχικά διδάχθηκε τα προστάγματα «προσο-χή» και «ημί-ανάπαυση», έπειτα τα «παρουσιάστε αρμ!» και «παρά πόδα».
Η χημεία του με τα άλλα παλικάρια του λόχου λιγοστή. Μονάχα μ' έναν νεαρό από το νησί της Μήλου έκανε παρέα και ξόδευαν αρκετές ώρες μαζί κατά τον ελεύθερό τους χρόνο. Πειθαρχημένος, με μετρημένο λόγο, υπάκουος και προσιτός ο Βαγγέλης είχε ήδη ξεκινήσει να μετρά τις ημέρες της θητείας του και να τραβά γραμμούλες στην εσωτερική πλευρά του τζόκεΐ του.
Δεν ήταν λίγες οι φορές όμως, που ο ίδιος επέλεγε να απομονώνεται κάπου ήσυχα και να συλλογίζεται τη Μυρτώ. Το φιλί τους ακόμη χάριζε γεύση στα χείλη του ενώ η αφροδίσια όψη της χόρευε συνεχώς μέσα στο μυαλό του. Ένα πρωινό κοίταξε ψηλά τον συννεφιασμένο ουρανό και παραδέχθηκε πως… ήταν ερωτευμένος.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Περίμενε πώς και πώς την έξοδό του. Μετά τη μεσημβρινή αναφορά λοιπόν, παρέλαβε το εξοδόχαρτο, φόρεσε πολιτικά ρούχα και τράβηξε προς την πύλη. Έριξε ένα γεια στον αλφαμίτη και βρέθηκε να κοιτά γύρω τριγύρω αναζητώντας τον κεντρικό κατηφορικό δρόμο που θα τον οδηγούσε στην παραλία, εκεί που αναπτυσσόταν η κοινωνική ζωή της περιοχής. Σε μια ήσυχη καφετέρια είχε οριστεί η συνάντησή του με τη Μυρτώ, καθώς η επικοινωνία τους μέσω γραπτών μηνυμάτων ήταν συνεχής. Κάθισε και παρήγγειλε. Κοιτούσε το ρολόι του και ξεφυσούσε. Ανησυχούσε μήπως της είχε συμβεί κάτι άσχημο, αλλά τελικά την είδε να ξεπροβάλει στην είσοδο και μεμιάς σηκώθηκε.
Έπειτα από ένα λεπτό οι δυο τους απολάμβαναν την κουβέντα τους ενώ οι πρώτες αγκαλιές και τα φιλιά δεν άργησαν να έρθουν στην επιφάνεια. Ήταν μια συνάντηση γνωριμίας. Εκείνος της μίλησε λίγο για τον εαυτό του και τον χαρακτήρα του ενώ εκείνη για τις σπουδές της και τα όνειρά της. Η ώρα πέρασε δίχως να το καταλάβουν.
Αποφάσισαν έναν περίπατο με θέα τη γκρίζα θάλασσα και τον μουντό ουρανό. Ως γνήσιος σύγχρονος ιππότης της κρατούσε το χέρι, ενώ τα λεκτικά πειράγματα δεν έλειπαν. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά όταν την κοίταξε κατάματα και της εξομολογήθηκε πως…
«Πρώτη φορά μου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εννοώ ότι… ποτέ μου δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι…» κόμπιασε.
«Ότι…» τον παρότρυνε εκείνη.
Ο Βαγγέλης πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τίποτα!»
«Ε, πώς τίποτα; Κάτι ήθελες να πεις…»
«Εννοώ ότι όταν κλήθηκα να υπηρετήσω, το μυαλό μου ήταν μονάχα στα όσα θα είχα να περάσω μέσα στο στρατόπεδο. Πόσο βαρετή αυτή η περίοδος! Ωστόσο σε σκέφτομαι συχνά και… όλα τα νεύρα μου ηρεμούν».
Η Μυρτώ περίμενε διαφορετική απάντηση.
«Τι συνέβη, δεσποινίς Σκουλάκου; Γιατί χλομιάσατε;» την ενέπαιξε χαριτωμένα.
«Τίποτα! Όλα καλά», αποκρίθηκε δήθεν πειστικά εκείνη και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Οι επόμενες ημέρες κύλησαν στο ίδιο μοτίβο. Ο Βαγγέλης περίμενε εναγωνίως την κάθε του έξοδο ώστε να συναντήσει τη Μυρτώ και να περάσει λίγες ώρες μαζί της. Εκείνες οι ώρες γίνονταν μπαταρία για τον ψυχισμό του που δοκιμαζόταν αρκετά μέσα στο στρατόπεδο καθώς οι ιδιοτροπίες των αξιωματικών και το αυστηρό πρόγραμμα τον είχαν εξοργίσει.
Ήταν Τρίτη όταν οι στρατιώτες του λόχου του είχαν μεταβεί μέχρι τα ιατρεία του 6ου Συντάγματος Πεζικού Χειμάρρα για να εμβολιαστούν. Καθισμένοι οκλαδόν περίμεναν να ακούσουν το όνομά τους. Εκείνη τη στιγμή ο Βαγγέλης έλαβε ένα γραπτό μήνυμα από… την Ηλέκτρα. Του απολογούνταν γιατί είχε χαθεί ενώ του τόνιζε πως με την πρώτη ευκαιρία θα βρισκόταν στην Κόρινθο για να τον δει. Πιάστηκε εξαπίνης!
«Παπαχατζής!» ακούστηκε απ’ το βάθος και τότε ο Βαγγέλης έχωσε το κινητό στην τσέπη της «παραλλαγής». Σηκώθηκε και έτρεξε προς τον λοχαγό Φωκά.
Πήρε θέση στην ουρά και μετά τον εμβολιασμό του, ο ίδιος αξιωματικός τον φώναξε δίπλα του. «Παπαχατζή, χθες κατά τη διάρκεια της νυχτερινής περιπολίας, πληροφορήθηκα πως κάποιοι βγήκαν απ’ το στρατόπεδο πηδώντας τη μάντρα στο βόρειο τμήμα. Αληθεύει;»
Ο Βαγγέλης τα ’χασε! Γνώριζε πως δύο στρατιώτες απ’ τον λόχο του είχαν όντως βγει από το στρατόπεδο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σάλιωσε τα χείλη του και ξεδίπλωσε αργά. «Θα είμαι πολύ ειλικρινής μαζί σας, κύριε λοχαγέ. Άκουσα πως συνέβη κάτι τέτοιο. Γνωρίζω ελάχιστα πράγματα, πιθανόν και τους στρατιώτες που το έκαναν, αλλά επιτρέψτε μου να μην σας πω το παραμικρό, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα χαρακτηριζόμουν ως ρουφιάνος. Και δεν είμαι!»
Ο Φωκάς εντυπωσιάστηκε και αυτό αποτυπώθηκε στα υπερυψωμένα του φρύδια. «Εν μέρει τιμητικό εν μέρει όμως ανεύθυνο! Ξέρεις τι θα μπορούσε να είχε συμβεί σ’ αυτούς που το έκαναν; Η σιωπή σου συνηγορεί σε μια απειθαρχία που θέτει σε κίνδυνο τόσο την ανθρώπινη ζωή όσο και την ευταξία του στρατοπέδου. Εφόσον λοιπόν, σε μένα δεν θες να μιλήσεις, ίσως μιλήσεις στον διοικητή. Πήγαινε ευθύς αμέσως στο γραφείο του. Θα τον ενημερώσω εγώ».
Ο Βαγγέλης υπάκουσε και μέσα στα επόμενα λεπτά ήταν ενώπιος ενωπίω με τον Υποστράτηγο Μπερετάκη. Στεκόταν σαν άγαλμα απέναντί του και με βλέμμα καρφωμένο στο κενό άκουγε τον επικεφαλής του Συντάγματος, μέχρι που εκείνος του πρότεινε…
«Χαλάρωσε Παπαχατζή. Αυτό που θέλω να μάθω είναι απλώς η αλήθεια. Κάθισε». Του υπέδειξε την καρέκλα και τον είδε να απορεί. «Είπα, κάθισε».
Ο Βαγγέλης υπάκουσε.
«Ξέρω πως σε φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά αυτό που καλείσαι να κάνεις, δηλαδή να μου αποκαλύψεις ποιοι έκαναν “μαντραπήδα”, για να το πω και λαϊκά, είναι το σωστό. Σέβομαι πως δεν θες να προδώσεις την εμπιστοσύνη τους, να θεωρηθείς προδότης ή ρουφιάνος, αλλά αυτό που δεν σέβεσαι εσύ είναι πως ο στρατός έχει νόμους και κανόνες και κατά προέκταση έχει κυρώσεις και ποινές. Αυτές μάλιστα, απευθύνονται τόσο στους φυσικούς αυτουργούς όσο και στους ηθικούς. Θα προτιμούσες λοιπόν, να τιμωρηθείς εσύ αντί άλλων;»
«Κύριε διοικητά…» ξεστόμισε δειλά και διστακτικά. «Με όλο το θάρρος και τον σεβασμό, εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; Επίσης, αυτό που με ρωτήσατε δεν είναι σαν…» κόμπιασε αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα και τόλμησε να πει «… σαν εκβιασμός;»
«Μην παρεξηγείς τις προθέσεις μου, Παπαχατζή. Θέλω μόνο την αλήθεια και να είσαι βέβαιος πως αν δεν τη μάθω από σένα, θα τη μάθω απ’ αλλού. Στην πρώτη περίπτωση θα έχεις την αμέριστη υποστήριξή μου. Δεν θα σε εκθέσω. Λοιπόν, σε ακούω; Ποιοι θέλησαν χθες το βράδυ να βγουν έξω παράτυπα και εν ώρα νυχτερινής κατάκλισης;»
Ο Βαγγέλης μαγκώθηκε. Έδεσε τα δάχτυλά του και έσκυψε το κεφάλι. Κοιτώντας το πάτωμα ξεδίπλωσε αργά και χαμηλόφωνα. «Συγχωρέστε με, κύριε διοικητά, αλλά… δεν μπορώ να σας πω».
Ο Μπερετάκης διατήρησε την ψυχραιμία του. «Σεβαστό! Τόσα χρόνια μέσα στα στρατόπεδα έχω μάθει να περιμένω. Σπουδαία τακτική η υπομονή! Πήγαινε! Σου προτείνω να πάρεις τον χρόνο σου και να το ξανασκεφτείς. Η πόρτα μου θα είναι ανοιχτή».
Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010
Την επόμενη μέρα, ο Βαγγέλης είχε πάλι έξοδο. Λίγο πριν αποχωρήσει τον πλησίασαν τρεις στρατιώτες και του είπαν ψιθυριστά.
«Σε ευχαριστούμε, ρε Παπαχατζή. Είσαι φίλος».
Εκείνος δεν σχολίασε το παραμικρό.
Μόλις πέρασε την πύλη έλαβε μήνυμα από τη Μυρτώ. Είχαν κανονίσει να περνούσε από το σπίτι της να την πάρει για να βγουν βόλτα. Πήρε το πρώτο ταξί και έδωσε στον οδηγό την ακριβή διεύθυνση. Λίγη ώρα αργότερα βρέθηκε έξω από μια πολυτελή μονοκατοικία. Λαχταρούσε να τη σφίξει και πάλι στην αγκαλιά του. Λαχταρούσε να χαθεί μαζί της στην πόλη της Κορίνθου και να τρυπώσουν ξανά σε κάποιο φθηνό ξενοδοχείο. Ήθελε πώς και πώς να γίνουν και πάλι ένα, όπως στην προηγούμενη έξοδό του.
Της έστειλε μήνυμα και της έγραψε: «Είμαι απ’ έξω».
Η απάντηση που έλαβε ήταν: «Περίμενε δέκα λεπτά. Μόλις φεύγουν οι γονείς μου».
Αποτραβήχτηκε δυο τρία μέτρα πιο πέρα και κάθισε όρθιος με τα χέρια στις τσέπες, ανήμπορος να φανταστεί τα γραμμένα της μοίρας.
Η πόρτα της μονοκατοικίας άνοιξε και βγήκε από μέσα… ο διοικητής Μπερετάκης. Ο Βαγγέλης σάστισε! Το βλέμμα του ενώθηκε με του Υποστράτηγου και όλα γύρω του σκοτείνιασαν.
Εκείνος τον πλησίασε με αργό βήμα και τον ρώτησε: «Παπαχατζή, τι γυρεύεις εσύ εδώ;»
*Μην χάσετε το τρίτο μέρος: «Εγώ αποφασίζω»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διατάγματα καρδιάς» - Διαβάστε το 1o μέρος «Έρωτας από το πουθενά»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 4o μέρος «Έπεσαν οι μάσκες»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 3o μέρος «Κρυφό δώρο»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 2o μέρος «Τελειώσαμε»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ηχηρή απουσία»