Ο Χριστόφορος Σεμέργελης στο Newsbomb.gr για το νέο του βιβλίο «Άγγελος στο χιόνι»

Πόσο επίκαιρο είναι σήμερα το ζήτημα της κακοποίησης των παιδιών;

Μία τραγική παιδοκτονία που συνέβη στον Βόλο πριν από μερικά χρόνια εξακολουθεί να στοιχειώνει τη μνήμη και τη συνείδηση της τοπικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας Χριστόφορος Σεμέργελης, βαθιά συγκινημένος επαναφέρει το θέμα στο προσκήνιο μέσα από τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου του, με τίτλο «Άγγελος στο Χιόνι».

«Ο θάνατος ενός παιδιού είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Ο πόνος τους είναι ο καθρέφτης μας. Και η ντροπή μας είναι ό,τι απομένει...», δηλώνει χαρακτηριστικά στο Newsbomb.gr, συνδέοντας το προσωπικό αυτό βίωμα με την ευρύτερη παγκόσμια πραγματικότητα, όπως τις δολοφονίες δεκάδων χιλιάδων παιδιών στη Γάζα.

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Χριστόφορου Σεμέργελη "Άγγελος στο χιόνι"

Πώς μπορεί κανείς να χειριστεί ένα τόσο ευαίσθητο και σκοτεινό θέμα; Ποιος είναι ο στόχος μιας τέτοιας συγγραφικής προσπάθειας; Και τελικά πόσο εύκολο είναι για έναν δημιουργό να επιβιώσει σε μια εποχή που οι πιο σκληρές αλήθειες συχνά αποσιωπώνται και χάνονται σε ένα «σκρολάρισμα»;

Ο Σεμέργελης δεν επιδιώκει απλώς να αφηγηθεί ένα έγκλημα. Αντιθέτως, μέσα από τον λόγο του, επιχειρεί να φωτίσει το βαθύτερο τραύμα της κοινωνίας μας: Την απουσία της δικαιοσύνης, την αδιαφορία, την αποξένωση και την αδυναμία να προστατεύσουμε τους πιο ευάλωτους ανάμεσά μας.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Χριστόφορου Σεμέργελη, στο Newsbomb.gr

- Τι πυροδότησε τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Αφορμή στάθηκε η ανακάλυψη μιας παλιάς είδησης, που είχε να κάνει με τη στυγερή δολοφονία ενός εξάχρονου κοριτσιού στον Βόλο, το 1891. Διαβάζοντας τις λεπτομέρειες και κυρίως, πώς χειρίστηκαν την έρευνα οι Αρχές, κατάλαβα ότι από πίσω κρυβόταν μια ιστορία, που άξιζε να ειπωθεί ξανά. Κυρίως για τον απίστευτο τρόπο που εξιχνιάστηκε το έγκλημα και ο ένοχος οδηγήθηκε στο ικρίωμα.

Έπλεξα, έτσι, μια αφήγηση, που αναδεικνύει το κλίμα της εποχής, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα γύρω από τη βία, την τιμωρία των ενόχων και την ανάγκη για δικαιοσύνη, ενώ επίσης προσπάθησα να αποτυπώσω τον αβάσταχτο πόνο των γονιών, που είδαν το παιδί τους να δολοφονείται άδικα και μετά καταδικάστηκαν να κουβαλούν αυτό τον εφιάλτη μέχρι τέλους.

- Τι είδους έρευνα κάνατε για να το γράψετε;

Πέρασα μήνες μελετώντας αρχειακές πηγές και παλιές εφημερίδες, στις οποίες υπάρχουν αναφορές για το συγκεκριμένο έγκλημα. Συνομίλησα με ιστορικούς που με βοήθησαν να κατανοήσω καλύτερα το κλίμα που επικρατούσε στη Θεσσαλία τον 19ο αιώνα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνάντησή μου με τον εφημέριο της καθολικής εκκλησίας στον Βόλο. Χρειαζόμουν να αποδώσω με ακρίβεια τη σκηνή της εξομολόγησης του Ιταλού, που κατέληξε να κατηγορείται για τον φόνο του κοριτσιού. Η συζήτηση με τον καθολικό ιερέα, δεν με βοήθησε μόνο πρακτικά. Με έκανε να καταλάβω την ψυχολογία ενός ανθρώπου που είναι φορτωμένος με ενοχές και αναζητά τη λύτρωση μέσα από την εξομολόγηση.

Χρειάστηκε επίσης να κάνω εκτεταμένη έρευνα, για να σχηματίσω άποψη σχετικά με τις αστυνομικές μεθόδους που εφαρμόζονταν στην Ελλάδα την εποχή εκείνη. Το σίγουρο είναι ότι όσο καιρό διήρκησε αυτή η αναζήτηση και έβρισκα επιπλέον στοιχεία, άνοιγαν συνεχώς νέα μονοπάτια στη γραφή. Και αυτό αποτέλεσε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια ολόκληρης της διαδικασίας.

- Τι λέει στον σημερινό αναγνώστη μια ιστορία που χρονολογείται περισσότερα από 100 χρόνια στο παρελθόν;

Η βία σε βάρος παιδιών δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Από την παιδοκτονία σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη στα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τις τραγωδίες που μας συγκλονίζουν σήμερα, βλέπουμε ότι ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο φαύλος κύκλος της κακοποίησης παιδιών πρέπει κάποτε να σπάσει και να μπούνε νέοι κανόνες, που θα συμβάλλουν στην εξάλειψη της βίας. Η Ιστορία μάς δείχνει ότι όσο η κοινωνία γυρίζει την… πλάτη της στα πιο αδύναμα θύματα, τόσο τα δελτία ειδήσεων θα γεμίζουν από τέτοια φριχτά περιστατικά κατά ανηλίκων.

- Το βιβλίο σας αφορά μια παιδοκτονία. Πως σχολιάζετε τις δολοφονίες δεκάδων χιλιάδων παιδιών στη Γάζα από τον ισραηλινό στρατό;

Οι φρικαλεότητες στη Γάζα πρέπει να τερματιστούν. Να μπει ένα τέλος σ’ αυτή τη σφαγή. Πρόσφατα διάβασα ότι πάνω από το 70% των θυμάτων είναι γυναίκες και παιδιά. Κανένα παιδί δεν αξίζει να υπομένει τέτοια βαρβαρότητα. Όπως και κανένας γονιός δεν πρέπει να τρέμει από απελπισία, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να προστατεύσει τα παιδιά του.

Στην ιστορία που αφηγούμαι, η απώλεια ενός και μόνο κοριτσιού συγκλόνισε τους πάντες. Και μόνο που σήμερα, στη Γάζα, δεν μιλάμε για ένα παιδί, αλλά για χιλιάδες που έχουν χαθεί μαζικά μέσα σε λίγους μήνες, αυτό με κάνει να ανατριχιάζω. Η φρίκη πολλαπλασιάζεται και μαζί της η ντροπή μας ως ανθρωπότητα. Δεν θέλω να κάνω πολιτική ανάλυση. Προτιμώ να σταθώ στην ανθρώπινη διάσταση. Ο θάνατος ενός παιδιού είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Ο πόνος τους είναι ο καθρέφτης μας. Και η ντροπή μας είναι ό,τι απομένει...

- Πώς διαμορφώνεται το τοπίο του βιβλίου στη χώρα μας αυτή την εποχή;

Υπάρχει έντονη κινητικότητα στη βιβλιοπαραγωγή. Το γεγονός ότι το 2024 στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν περισσότεροι από 11.000 τίτλοι νέων βιβλίων, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Διανύουμε μία περίοδο που γράφουν ολοένα και περισσότεροι. Να εμφανίζονται νέες φωνές, δεν αντιλέγω. Και χαίρομαι που καθημερινά συναντώ κόσμο, που παθιάζεται τόσο με τη συγγραφή. Όλοι έχουν κάτι να πούνε.

Όμως, προσωπικά, το ζητούμενο δεν είναι πόσοι γράφουν και γιατί, αλλά πόσοι απέμειναν να... διαβάζουν. Επιμένω σ’ αυτό, γιατί το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, δημιουργεί μια παράδοξη συνθήκη: Όσο πληθαίνουν τα βιβλία, σε μία ομολογουμένως μικρή αγορά, τόσο λιγοστεύουν οι αναγνώστες.

- Πώς αντιστέκεται ο εκδοτικός χώρος στην επέλαση των σόσιαλ μίντια και του διαρκούς σκρολαρίσματος;

Για τους εκδοτικούς οίκους και τους ίδιους τους συγγραφείς, τα social media έχουν εξελιχθεί σε αναντικατάστατα ψηφιακά εργαλεία για την προώθηση της δουλειάς τους. Αυτή είναι η τάση της εποχής μας, αλλά και ένας τρόπος για την προσέλκυση νέων αναγνωστών. Τίτλοι που γίνονται viral στο TikTok ή στο Instagram, καταλήγουν να κλέβουν την παράσταση. Ένα επιτυχημένο βίντεο από κάποιον book influencer μπορεί να αποτελέσει το «εισιτήριο» για να βρεις το κοινό σου.

Όσο για το scrolling; Ο εκδοτικός χώρος μπορεί να αντισταθεί, προβάλλοντας το βιβλίο ως ένα… αντίδοτο στον επιφανειακό χαρακτήρα των social media. Η ανάγνωση ενός βιβλίου απαιτεί αφοσίωση και συγκέντρωση. Μόνο έτσι μπορείς να εμβαθύνεις σ’ αυτό που διαβάζεις. Το βιβλίο προσφέρει ουσία και διεγείρει πραγματικά το μυαλό μας. Δεν σου κλέβει χρόνο. Σου τον επιστρέφει. Και αυτό είναι που μετράει πραγματικά.

- Ποια ανάγκη σας οδήγησε στη συγγραφή;

Προέκυψε αβίαστα, σαν φυσικό επακόλουθο της ενασχόλησής μου με τη δημοσιογραφία, η οποία μου έδωσε δύο πολύτιμα εφόδια: Την πειθαρχία στη γραφή, αλλά και την επαφή με αμέτρητους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, που αποτέλεσαν μεγάλη πηγή έμπνευσης.

Το 2017 έγραψα το πρώτο μου διήγημα. Αυτή η εξέλιξη, ήταν ένας τρόπος να συνεχίσω να επικοινωνώ, αλλά σε άλλο επίπεδο. Πιο προσωπικό και πιο δημιουργικό. Η συγγραφή μου παρέχει ελευθερία έκφρασης. Σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, οφείλεις να είσαι ακριβής και να ακολουθείς συγκεκριμένους κανόνες. Στη μυθοπλασία, όμως, οι φόρμες είναι διαφορετικές. Πλέον, μέσα από τις ιστορίες που επινοώ, μπορώ να κοιτάξω πιο βαθιά. Τόσο τον κόσμο, όσο και τον εαυτό μου. Και στο τέλος, δεν είναι οι λέξεις που μένουν, μα οι αλήθειες που κουβαλούν.

- Σε μια εποχή διαρκούς απόσπασης προσοχής, πώς βρίσκετε το περιθώριο να γράψετε ένα μυθιστόρημα;

Σ’ έναν κόσμο που «τρέχει» διαρκώς και η προσοχή μας έχει γίνει εύθραυστη σαν… γυαλί, κυρίως λόγω των ψηφιακών περισπασμών, το να γράφεις απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση και υπομονή. Έχω δημιουργήσει μια ρουτίνα, όταν καταπιάνομαι με το γράψιμο. Και αυτό είναι συνειδητή επιλογή. Για μένα, το γράψιμο δεν είναι μόνο η έμπνευση της στιγμής. Πάνω απ’ όλα είναι αφοσίωση. Έτσι, κάθε λέξη που προσθέτω στο κείμενο, σημαίνει ότι ο χρόνος μου δεν πηγαίνει χαμένος.

- Σας εμπνέει η καθημερινότητα και ιδιαίτερα εκείνη σε μια πόλη της περιφέρειας;

Δεν είναι τόσο η καθημερινότητα, όσο η ιστορία που περιβάλλει τον τόπο μου. Το παρελθόν που κουβαλάνε ο Βόλος και το Πήλιο, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα δύο πρώτα έργα μου. Το «Μία θάλασσα, δύο πατρίδες» αφορούσε τη Θεσσαλική Επανάσταση του 1878, ενώ στον «Άγγελο στο Χιόνι» η αφήγηση τοποθετείται και πάλι στα ίδια μέρη, αυτή τη φορά λίγο μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897.

- Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και γιατί;

Αντί να εστιάσω σε συγκεκριμένα ονόματα, θα έλεγα πως με έχουν επηρεάσει βαθιά οι συγγραφείς, οι οποίοι έχουν τη δύναμη και εξερευνούν τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν το φως της ελπίδας. Με εμπνέουν εκείνοι που δεν φοβούνται να γράψουν για τη βία, την απώλεια και την αδικία, αλλά μέσα από τις λέξεις τους, σε κάνουν να πιστέψεις στη δικαιοσύνη. Ακριβώς ένα τέτοιο βιβλίο, είναι οι «Άθλιοι» του Ουγκώ.

- Ποιους τρεις τίτλους διαβάσατε πρόσφατα και τους συστήνετε;

Πρώτο, το «Το νησί του Πασχάλη», του Μπάρι Άνσγουορθ, με φόντο κάποιο απομακρυσμένο ελληνικό νησί το 1908, όπου ζει ένας πληροφοριοδότης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λίγο πριν την κατάρρευσή της. Μου άρεσε η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του βιβλίου, αλλά και ο τρόπος που περιγράφει ο συγγραφέας την αμφισημία του ήρωα.

Δεύτερο, το «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» της Ντέλια Όουενς. Με εντυπωσίασε η πρωτότυπη πλοκή του έργου. Η ηρωίδα, ένα κορίτσι αποκομμένο από τον κόσμο, μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της και να ζήσει με αξιοπρέπεια. Και φυσικά το μυστήριο της δολοφονίας είναι φοβερά καλοδουλεμένο.

Τέλος, το «Καταιγίδα από ατσάλι»» του Ερνστ Γιούνγκερ, ενός παρασημοφορημένου Γερμανού στρατιώτη, ο οποίος έγραψε τις εμπειρίες του από τα χαρακώματα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχα αρκετούς ενδοιασμούς, όταν μου το πρότειναν, γιατί το περιεχόμενό του είναι σκληρό. Ωστόσο, με κέρδισε από τις πρώτες σελίδες. Παρά τις ωμές περιγραφές, αποτυπώνει μοναδικά τον παραλογισμό του πολέμου.