Ανασκόπηση 2025: «Γιγάντιο άλμα» στις γονιδιακές θεραπείες και την επεξεργασία του γονιδιώματος
Το 2025 καταγράφεται ως χρονιά-ορόσημο για την πρόοδο που επιτεύχθηκε στην επεξεργασία του γονιδιώματος, σύμφωνα με το κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Nature.
Μόλις πέντε χρόνια μετά το βραβείο Νόμπελ Χημείας που κέρδισαν οι ερευνήτριες Τζένιφερ Ντούντνα και Εμανουέλ Σαρπεντιέ για την επαναστατική τεχνολογία γονιδιακής επεξεργασίας CRISPR, ήδη υπάρχουν εγκεκριμένες θεραπείες γονιδιακής επεξεργασίας, όπως η γονιδιακή θεραπεία για ασθενείς με δρεπανοκυτταρική νόσο και εξαρτώμενη από μετάγγιση β-θαλασσαιμία, ενώ πολλές ακόμη βρίσκονται σε στάδιο προχωρημένης κλινικής έρευνας.
Η τεχνολογία CRISPR επιτρέπει στους ερευνητές να τροποποιούν και να επιδιορθώνουν γονίδια στον οργανισμό ανθρώπων, φυτών και ζώων, σχεδόν δηλαδή σε κάθε έμβιο ον. Η πρόοδος στην επεξεργασία του γονιδιώματος θα μπορούσε να διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής των γονιδιακών θεραπειών, καθιστώντας τις δυνητικά διαθέσιμες σε πολύ περισσότερους ασθενείς, για ένα διευρυμένο φάσμα γενετικών και κληρονομικών παθήσεων.
Η Emmanuelle Charpentier και η Jennifer Doudna που κέρδισαν το Νόμπελ Χημείας για την τεχνολογία CRISPR
ΑΠΕ-ΜΠΕ/EPA«Οι τεχνολογίες επεξεργασίας του γονιδιώματος πέτυχαν πολλά ιατρικά ορόσημα το 2025» λέει ο Ντέιβιντ Λιου, βιοχημικός στο Ινστιτούτο Broad του ΜΙΤ και του Χάρβαρντ. «Θεωρώ ότι φέτος ήταν μια εξαιρετική χρονιά, που σηματοδότησε την έναρξη πολλών κλινικών δοκιμών» προσθέτει η Αναρίτα Μίτσιο, ερευνήτρια στις γονιδιακές θεραπείες, στο Ινστιτούτο «Imagine» του νοσοκομείου Necker, στο Παρίσι.
Η πρώτη γονιδιακή θεραπεία για τη νόσο του Χάντιγκτον είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, επιβραδύνοντας τον ρυθμό της γνωστικής εξασθένισης κατά 75% στους συμμετέχοντες στη μελέτη. Η πειραματική θεραπεία χρησιμοποιεί έναν ακίνδυνο ιό για να μεταφέρει κλώνους γενετικού υλικού στις προσβεβλημένες περιοχές του εγκεφάλου. Μόλις φτάσουν εκεί, διακόπτουν την παραγωγή της ελαττωματικής μεταλλαγμένης πρωτεΐνης που καταστρέφει αργά τα εγκεφαλικά κύτταρα.
Μια άλλη υπό δοκιμή γονιδιακή θεραπεία για την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, φαίνεται να είναι ελπιδοφόρα, αφού η πλειονότητα των συμμετεχόντων, παιδιά και ενήλικες, παρουσίασαν ύφεση της νόσου για διάστημα έως 36 μήνες. Αυτή η νέα CAR-T θεραπεία χρησιμοποιεί τεχνολογία base-editing για την τροποποίηση πολλών γονιδίων στα Τ λεμφοκύτταρα, ώστε να τα κάνει ικανά να στοχεύουν τα καρκινικά κύτταρα.
Μια άλλη ερευνητική ομάδα προχώρησε για πρώτη φορά σε κλινική δοκιμή μιας τεχνολογίας CRISPR προσαρμοσμένης σε έναν ασθενή. Η πρώτη εξατομικευμένη CRISPR θεραπεία εφαρμόστηκε σε ένα βρέφος. Λίγο μετά τη γέννηση του KJ τον Αύγουστο του 2024, οι γιατροί παρατήρησαν ότι κοιμόταν πολύ και έτρωγε λίγο. Μετά από πολλές εξετάσεις, διαπίστωσαν ότι το μωρό πάσχει από μια εξαιρετικά σπάνια γενετική πάθηση, που ονομάζεται ανεπάρκεια της καρβαμοϋλοφωσφορικής συνθετάσης 1 (CPS1), η οποία επηρεάζει την ικανότητα του σώματος να επεξεργάζεται πρωτεΐνες. Το αγοράκι έγινε ο πρώτος άνθρωπος που έλαβε μια εξατομικευμένη θεραπεία CRISPR, σχεδιασμένη να διορθώσει τη συγκεκριμένη μετάλλαξη που προκαλεί την ασθένειά του.
Άλλες επιστημονικές επιτυχίες που σημειώθηκαν το 2025, περιλαμβάνουν την πρώτη κλινική δοκιμή για μια γονιδιακή θεραπεία για τη σπάνια ανοσολογική διαταραχή που ονομάζεται χρόνια κοκκιωματώδης νόσος, και μια θεραπεία που διόρθωσε τη μετάλλαξη ενός παθογόνου που μπορεί να προκαλέσει πνευμονική βλάβη και ηπατική νόσο.
Όλες αυτές οι κλινικές δοκιμές «άνοιξαν το δρόμο για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών, ειδικών για μεταλλάξεις και σπάνιες ασθένειες και απέδειξαν ότι η συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκών κύκλων και βιομηχανίας μπορεί να οδηγήσει σε θεραπείες για άτομα με τέτοιες ασθένειες» επισημαίνει η Αναρίτα Μίτσιο.
«Επαναπρογραμματισμός» ενάντια στη γήρανση του ανοσοποιητικού
Η τεχνολογία CRISPR, όμως, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και στην ανάσχεση της γήρανσης του ανοσοποιητικού. Έχει παρατηρηθεί ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων είναι μικρότερη στις μεγαλύτερες ηλικίες, με τους επιστήμονες να προσπαθούν να απαντήσουν γιατί τα εμβόλια έχουν συνήθως πιο αδύναμη δράση στους ανθρώπους άνω των 65 ετών. Η απάντηση φαίνεται πως δεν βρίσκεται απλώς στη φθορά του σώματος ή στη χρόνια φλεγμονή που συχνά συνοδεύει το γήρας.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Nature, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα από 96 υγιείς εθελοντές ηλικίας 25 έως 65 ετών, τους οποίους παρακολούθησαν για περισσότερο από δύο χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι συμμετέχοντες εμβολιάζονταν κάθε χρόνο για τη γρίπη, ενώ οι επιστήμονες συνέλεγαν και ανέλυαν τακτικά δείγματα αίματος, με τη βοήθεια εξαιρετικά προηγμένων τεχνολογιών όπως η μονοκυτταρική αλληλούχιση RNA (single-cell RNA sequencing), η πρωτεωμική και η φασματική κυτταρομετρία.
Από τα δεδομένα αυτά, δημιουργήθηκε ο Άτλας της Ανθρώπινης Ανοσολογικής Υγείας (Human Immune Health Atlas), μια τεράστια βάση δεδομένων που καταγράφει 71 διαφορετικούς τύπους ανοσοκυττάρων και πώς αυτά μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Κεντρικό ρόλο στη μελέτη είχαν τα Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία συντονίζουν την άμυνα του οργανισμού και καθοδηγούν τα Β κύτταρα να παράγουν αντισώματα μετά από εμβολιασμό ή λοίμωξη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι καθώς μεγαλώνουμε, τα Τ λεμφοκύτταρα μνήμης, αυτά που «θυμούνται» προηγούμενες λοιμώξεις, δεν παραμένουν σταθερά, αλλά μετατρέπονται σε μια μορφή που θυμίζει περισσότερο τα Th2 κύτταρα, τα οποία ενεργοποιούν άλλους τύπους ανοσολογικών αντιδράσεων, επισημαίνει η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας - Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Αλεξάνδρα Σταυροπούλου (Βιολόγος).
Αυτή η «μετατόπιση» σημαίνει πως το ανοσοποιητικό σύστημα των μεγαλύτερων ανθρώπων αντιδρά διαφορετικά στα εμβόλια, παράγοντας συχνά πιο αδύναμες και λιγότερο αποτελεσματικές αποκρίσεις. Δηλαδή, το εμβόλιο μπορεί να περιέχει τα σωστά ιικά στοιχεία, αλλά αν τα Τ λεμφοκύτταρα δεν συντονίσουν σωστά τα Β κύτταρα, τότε ο οργανισμός δυσκολεύεται να δημιουργήσει ισχυρά και μακροχρόνια αντισώματα.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της έρευνας ήταν ότι οι αλλαγές αυτές δεν οφείλονται στη φλεγμονή ή σε χρόνιες λοιμώξεις, όπως πολλοί επιστήμονες πίστευαν μέχρι σήμερα. Η φλεγμονή μπορεί να συνοδεύει τη γήρανση, αλλά προέρχεται από άλλες αιτίες – όχι από την ίδια τη διαδικασία του γήρατος. Αυτό το εύρημα είναι σημαντικό, γιατί υποδηλώνει ότι η γήρανση του ανοσοποιητικού δεν είναι απαραίτητα «παθολογική» ή αποτέλεσμα φθοράς, αλλά μια προγραμματισμένη, φυσική εξέλιξη των κυττάρων του οργανισμού μας.
Τα αποτελέσματα της μελέτης ανοίγουν νέους δρόμους για την ανασχεδίαση των εμβολίων. Μια πιθανή κατεύθυνση είναι η χρήση ενισχυτών (adjuvants) ειδικά προσαρμοσμένων για μεγαλύτερες ηλικίες ή ακόμα και γονιδιακών θεραπειών, όπως η τεχνολογία CRISPR, που θα μπορούσαν να «επαναπρογραμματίσουν» τα Τ λεμφοκύτταρα ώστε να αντιδρούν όπως τα νεότερα.
Επιπλέον, η έρευνα αυτή προσφέρει έναν χάρτη για το πώς το ανοσοποιητικό μας σύστημα «ωριμάζει» και πώς αυτό επηρεάζει την υγεία μας συνολικά. Οι ίδιες κυτταρικές αλλαγές που περιορίζουν την ανταπόκριση στα εμβόλια μπορεί να κρύβονται πίσω από την αυξημένη ευαισθησία των ηλικιωμένων σε λοιμώξεις ή ακόμα και πίσω από την εμφάνιση ορισμένων ηλικιακά συνδεδεμένων ασθενειών, όπως οι καρδιαγγειακές ή οι νευροεκφυλιστικές. Επομένως, η γήρανση του ανοσοποιητικού δεν είναι απλώς μια παρακμή, φαίνεται πως είναι μια αναπροσαρμογή. Καθώς η επιστήμη αρχίζει να κατανοεί αυτή τη διαδικασία, ανοίγει τον δρόμο για μια νέα εποχή εξατομικευμένων εμβολίων και θεραπειών που θα λαμβάνουν υπόψη την ηλικία και τη μοναδική «υπογραφή» του ανοσοποιητικού κάθε ανθρώπου.