Ο Σμαραγδής τα έβαλε και με τους Μαυρομιχάληδες και βγήκε νικητής

Η ταινία «Καποδίστριας» λένε ότι «διχάζει» τον κόσμο και τα κοινωνικά δίκτυα, ωστόσο τις αίθουσες τις γεμίζει και το ένα ρεκόρ σπάει μετά το άλλο. Υπάρχει λόγος για αυτό, και είναι πολύ πιο βαθύς από τον προφανή - Είναι ότι το ελληνικό κοινό θέλει πίσω αυτό που στερήθηκε επί δεκαετίες
6'

«Οι άνθρωποι διαλέγουν αν θα πάνε με την πλευρά του καλού ή του κακού. Είναι δικό τους θέμα, δεν είναι δικό μου. Η ταινία είτε γράψουν έτσι είτε δεν γράψουν, είτε βάλουν τετράγωνα είτε βάλουν αστεράκια είναι η ίδια. Η ταινία δεν επηρεάζεται από αυτά. Αυτοί οι άνθρωποι χάνουν, που δεν μπαίνουν στη διαδικασία να επικοινωνήσουν με την αγάπη της ταινίας. Αυτοί χάνουν!».

Τάδε έφη ο Γιάννης Σμαραγδής, που με τη «φόρα» της απόλυτης δικαίωσης, που προκύπτει από τα ρεκόρ εισιτηριών και των συνεχόμενων sold out στις αίθουσες όλης της χώρας του «Καποδίστρια», επιλέγει αυτό που θα ταίριαζε και στο ήθος του αλλά και στο νόημα όλων αυτών που έχει να πει με τις ταινίες του, τη μεγαλοψυχία, από την αντεπίθεση και την τοξικότητα, που με το ζόρι μάλλον θέλουν να τον σύρουν οι πολέμιοί του.

Επιλέγει, επίσης, αυτό που θα έκανε και ο χαρακτήρας της ταινίας του, ο πρώτος κυβερνήτης μας, έτσι όπως μας τον παρουσίασε, λιγότερα από 200 χρόνια μετά τον θάνατό του, κι ενώ οι ιστορικοί εικάζουν ότι χωρίς αυτόν -που μάλλον μοιάζει με τον αρχαιοελληνικό «από μηχανής θεό», που την κατάλληλη στιγμή βρέθηκε στο κατάλληλο σημείο για να σώσει την κατάσταση – ίσως η τύχη της επανάστασης αλλά και η πορεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους να ήταν πολύ χειρότερη από αυτό το οποίο εξελίχθηκε.

Και είναι καλό να τα θυμόμαστε όλα αυτά – και γενικά είναι καλό να θυμόμαστε και να ανατρέχουμε στα θετικά πρότυπα που μπορούν να μας εμπνεύσουν ώστε να κάνουμε την κοινωνία, το έθνος μας και εμάς τους ίδιους ατομικά, καλύτερους και πιο χρήσιμους για τους γύρω μας. Αυτό ήθελε να κάνει ο Καποδίστριας, αυτό αποδόθηκε ορθά και στην ταινία. Αυτό ήταν και που ενόχλησε.

Ο Γιάννης Σμαραγδής όμως δεν θέλει να μας μιλήσει μόνο για αυτό. Αν ήθελε, θα επικεντρωνόταν στο μεταρρυθμιστικό έργο του Καποδίστρια, στον διπλωματικό αγώνα του ώστε να επέλθει το πολυπόθητο Πρωτόκολλο του Λονδίνου που έθεσε τις βάσεις της ανεξαρτησίας, στην εισαγωγή της πατάτας -αν ήθελε να «παίξει» λίγο παραπάνω με τον οραματισμό και την καινοτομία του πρώτου κυβερνήτη-, και θα κατέληγε ως επίλογο στους κακούς που τον δολοφόνησαν.

Ο σκοπός του όμως δεν ήταν αυτός. Ο σκοπός του ήταν να μας βάλει αντιμέτωπους με τον κακό μας εαυτό – δηλαδή με τους Μαυρομιχάληδες, τους προύχοντες και τους ευνοημένους, που για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους διακυβεύουν ακόμα και τη ζωή του συμπολίτη και συμπατριώτη τους, κι ακόμα και την υπέρτατη αξία της εποχής εκείνης, την ελευθερία της πατρίδας.

Ο κακός μας αυτός εαυτός είναι παντού ακόμα γύρω μας – όλοι ξέρουμε ή μπορούμε να φανταστούμε τη μετεξέλιξη των Μαυρομιχάληδων -αλήθεια στη Μάνη γιατί τους τιμούν ακόμα;- στο δίπλα μας λαμόγιο που αγοράζει Φεράρι και Πόρσε με τα λεφτά του ΟΠΕΚΕΠΕ, τα ίδια λεφτά που στερείται ο μεροκαματιάρης αγρότης που στηρίζει την πρωτογενή παραγωγή της πατρίδας και τα δικαιούται όσο κανείς.

Ο κακός μας εαυτός, επίσης, είναι όλοι αυτοί που πολέμησαν και πολεμούν τον Σμαραγδή και τον κάθε Σμαραγδή που θέλει να προτάξει τις αξίες και τα ιερά του έθνους μας, και ως πολιτιστικό προϊόν, ικανό να καθοδηγήσει τις νέες γενιές, με τη δύναμη της 7ης τέχνης, που σίγουρα εν πολλοίς ξεπερνά τη στείρα διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία μας.

Ο ίδιος μίλησε ανοιχτά για ένα άρρωστο και ανθελληνικό κατεστημένο, που εμποδίζει οποιαδήποτε τέτοια πρωτοβουλία και καθιστά τη σύγχρονη ελληνική τέχνη ένα απότοκο του αντεθνισμού, της woke ατζέντας και του μηδενισμού. Και να μην θες να τον πιστέψεις, αρκεί να κοιτάξεις λίγο γύρω σου, και θα καταλάβεις πόσο δίκιο έχει. Ακόμα ένα παράδειγμα, είναι αυτό του γλύπτη Νίκου Φλώρου και της εθνικής πινακοθήκης, και ο νοών νοείτο.

Και να επιμείνεις να είσαι καλοπροαίρετος και να τον θεωρήσεις υπερβολικό, και πάλι, βλέποντας τις κριτικές από τους «ειδικούς» που έλαβε η ταινία του, καταλαβαίνεις ότι ο πόλεμος είναι ανηλεής, αδιάκοπος και χωρίς κανέναν κανόνα ή όριο. Ο «ειδικός» του κινηματογράφου ξέρει σίγουρα καλύτερα από τους 150.000 θεατές που έσπασαν τα ταμεία από τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας της ταινίας, αυτός κοιτάει αφ΄υψηλού με καγχασμό τα μακρόσυρτα χειροκροτήματα στο τέλος της ταινίας σε κάθε αίθουσα που προβάλλεται.

Να μην παρεξηγηθούμε - άλλο η καλόπιστη κριτική, από σκηνοθετική π.χ. ματιά, που θα ήταν καλοδεχούμενη κι από τον δημιουργό, κι άλλο φυσικά η a priori επίθεση σε μια ταινία απλά επειδή πραγματεύεται ένα εθνικό θέμα. Και, ας μην κρυβόμαστε, είναι φανερό γιατί η ταινία δέχτηκε αυτή τη σφοδρή επίθεση, και όχι, το ζήτημα δεν ήταν τα κοστούμια και η φωτογραφία της...

Αυτοί, οι "ειδικοί", ξέρουν, ο λαός όχι. Όπως και ο Πετρόμπεης – το δικό του συμφέρον και η γνώμη, είναι πάντα πάνω από τη γνώμη των πολλών και του λαού- κι όπως τότε για να επιβληθεί αυτό έπρεπε ο Καποδίστριας να δολοφονηθεί, έτσι και σήμερα -άκουσον άκουσον- ο δημιουργός αυτής της ταινίας έπρεπε να απειληθεί με θάνατο, όπως κατήγγειλε ο ίδιος, γιατί, πολύ απλά, τα έβαλε με αυτό το αρρωστημένο κατεστημένο.

Μόνο που, ευτυχώς, οι «ειδικοί» πια με τη στάση τους -βασισμένη στη από δεκαετίες εγκαθιδρυμένη αντεθνική και ανθελληνική κουλτούρα στον χώρο της τέχνη- έχουν τόση αξία, αυτοί και η γνώμη και τα αστεράκια που βάζουν, όση και η θέση του Πετρόμπεη στην ιστορία – στο τέλος μόνο αυτό μένει, άλλωστε, η θέση του καθενός στην ιστορία.

Η πραγματικότητα, το μεγάλο, το ωραίο και το αληθινό, που επιθυμεί να υπηρετεί αποδεδειγμένα ο Σμαραγδής, τους έχουν πια ξεπεράσει -και ο κόσμος τους έχει απαξιώσει. Όσα αστεράκια βάλουν ή δεν βάλουν, το στερημένο από τις καλώς εννοούμενες ελληνοκεντρικές ταινίες κοινό, έδειξε την επιθυμία του με εμφατικό τρόπο.

Τι είναι η 7η τέχνη, αν δεν υπηρετεί τον λαό και τις ανάγκες του, αλλά μόνο τα αυθαίρετα εγκαθιδρυμένα κατεστημένα, του μηδενισμού και της απαξίωσης; Είναι η έκφραση της παρακμής. Αλλά ο λαός θέλει την αναγέννηση.