Διονύσης Σαββόπουλος: «Τα χρόνια τρέχουν χύμα» - Τα τραγούδια του, όμως, μένουν εδώ για πάντα

Η ζωή και η πορεία του Διονύση Σαββόπουλου στο ελληνικό τραγούδι μέσα από από τους στίχους του τις δηλώσεις του και την αυτοβιογραφία του

Ο Διονύσης σαββόπουλος κατά την διάρκεια παράστασής του

Intime
38'

Έναν από τους κορυφαίους, πιο σημαντικούς και εμβληματικούς δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού, τον Διονύση Σαββόπουλο αποχαιρετά σήμερα, Σάββατο 25 Οκτωβρίου.

Ο «Νιόνιος», όπως τον αποκαλούσαν με αγάπη γενιές ακροατών, έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025, σε ηλικία 81 ετών, ύστερα από ανακοπή καρδιάς. Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στις 13:00 στη Μητρόπολη Αθηνών με δημόσια δαπάνη, ενώ πριν από την κηδεία η σορός του θα τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης, θα τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα το πρωί του Σαββάτου (25 Οκτωβρίου) από τις 8:30 έως τις 11:30 π.μ., ώστε όσοι το επιθυμούν να του πουν το τελευταίο «αντίο» σε έναν καλλιτέχνη που σημάδεψε την πολιτιστική ιστορία της χώρας.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε τραγουδοποιός που κατόρθωσε να ενώσει λογοτεχνία, μουσική και ποίηση σε ένα ενιαίο και αυθεντικό σώμα τέχνης.

Τα τραγούδια του, από τον «Φορτηγό» έως τα «Σήματα Καπνού», μίλησαν για την εποχή του με ειλικρίνεια και συγκίνηση, παραμένοντας ζωντανά στο συλλογικό θυμικό.

Συναυλία του τραγουδοποιού Διονύση Σαββόπουλου and Friends στη γενέθλια πόλη του με τίτλο Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, στα πλαίσια την 79ης ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Σεπτεμβρίου 2014.

SOOC

Διονύσης Σαββόπουλος: Η γέννηση του Νιόνιου του ελληνικού τραγουδιού

Σε μια Θεσσαλονίκη ακόμα σημαδεμένη από τα τραύματα του πολέμου στις 2 Δεκεμβρίου 1944, γεννήθηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος – ή Νιόνιος, για τους φίλους και τους θαυμαστές του .

"Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια. Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες", γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα".

Οι πρόγονοί του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη, και η οικογένειά του άνηκε στη μεσαία τάξη, σε μια εποχή όπου η πείνα και οι πολιτικές αναταραχές κυριαρχούσαν.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν "σκληρά", όπως τα περιγράφει, γεμάτα από τις εικόνες μιας πόλης κοσμοπολίτικης αλλά και πληγωμένης. Από τα 8-9 του χρόνια, άρχισε να σκαρώνει τα πρώτα τραγούδια, επηρεασμένος από το ραδιόφωνο της δεκαετίας 1945-1955. "Νομίζω ότι η μουσική μας βάση, όχι μόνον η δική μου αλλά και των συνομήλικών μου ακροατών και ομοτέχνων, είναι το ρεπερτόριο του ραδιοφώνου της δεκαετίας ‘45-‘55", θυμάται. Εκεί άκουγε οπερέτες, άρχοντορεμπέτικα του Μουζάκη και του Σουγιούλ, τραγούδια φυγής όπως "Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα", δημοτικά και ρεμπέτικα από την εκπομπή "Τι ζητούν οι στρατευμένοι μας".

Ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, με τραγούδια όπως η "Αρχόντισσα", που την ερμηνεύει ως ωδή στη Μούσα: "Αυτά δεν είναι λόγια για γυναίκα, αυτά τα λόγια απευθύνονται στη Μούσα". Αυτές οι επιρροές, μαζί με μακεδονική λαϊκή μουσική, θρακιώτικα και ρεμπέτικα στοιχεία, διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική του ταυτότητα, συνδυάζοντας Ανατολή και Δύση.

Διαβάστε: Διονύσης Σαββόπουλος: Όταν έδειξε την «αδύναμη πλευρά» του - Η σπάνια εξομολόγηση για τον καρκίνο

Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν μόνο μουσική· ήταν και πολιτική αφύπνιση. Ως έφηβος, ο Σαββόπουλος συμμετείχε σε διαδηλώσεις, και η πόλη του έδωσε το πολυπολιτισμικό φόντο που αργότερα θα αποτυπωνόταν στους στίχους του. "Γεννήθηκα παραμονή του Εμφυλίου, προδιαγράφοντας την ανήσυχη κλίση μου", σημειώνει.

Μπήκε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου το 1963, αλλά η σύγκρουση με τον πατέρα του για το πάθος του στη μουσική τον οδήγησε να εγκαταλείψει τις σπουδές μετά τον πρώτο χρόνο. "Φανταζόμουν στιχάκια με μουσικές στο εφηβικό κρεβάτι, στα κρατητήρια ή στον στρατό", εξομολογείται. Αυτή η πρώιμη δημιουργικότητα θα γινόταν το θεμέλιο μιας καριέρας που θα άλλαζε το ελληνικό τραγούδι.

Διονύσης Σαββόπουλος: Η άφιξη στην Αθήνα

Το 1963, ο νεαρός Σαββόπουλος έκανε ωτοστόπ με ένα φορτηγό για να φτάσει στην Αθήνα – μια εμπειρία που αργότερα ενέπνευσε το πρώτο του άλμπουμ "Φορτηγό". Στην πρωτεύουσα, η ζωή ήταν σκληρή: εργάστηκε ως γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, δημοσιογράφος σε εφημερίδα και τραγουδιστής σε νυχτερινά κέντρα. "Κυκλοφόρησα το πρώτο 45άρι το 1965, φωτογραφιζόμενος στο δισκάδικο Ταξίδης", θυμάται. Συνδέθηκε με το Νέο Κύμα, συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες όπως η Μαρία Φαραντούρη και ο Μάνος Λοΐζος. Η πολιτική του ενεργοποίηση ήταν εμφανής από νωρίς, με συμμετοχή σε διαδηλώσεις και στίχους που αντανακλούσαν την εποχή.

Η επίσημη καριέρα ξεκίνησε το 1964, αλλά η μεγάλη στιγμή ήρθε το 1966 με το "Φορτηγό" από τη Lyra. Παρά τα μόλις 3.000 αντίτυπα που πούλησε, τραγούδια όπως "Οι πλανόδιοι", "Η Συννεφούλα" και "Βιετνάμ γιε-γιε" συνδύαζαν πολιτικούς στίχους με ροκ και λαϊκά, εμπνευσμένα από Bob Dylan και Frank Zappa. "Η μουσική είναι το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα", λέει για τη δημιουργία του. Ο Αλέκος Πατσιφάς, διευθυντής της Lyra, αναγνώρισε το ταλέντο του και του έκανε σμβόλαιο, κρατώντας τον μέχρι το 1983.

Το 1969 ήρθε το "Το περιβόλι του τρελού", με "Ντιρλαντά" και "Είδα την Άννα κάποτε", που καθιέρωσαν τον σκωπτικό και ρομαντικό χαρακτήρα του. Συνεργάστηκε με τα Μπουρμπούλια το 1969, σε μια παράσταση στον κήπο του Ζήσιμου Λορεντζάτου, με Βασίλη Ντάλλα, Τάκη Ανδρούτσο και άλλους.

«Το Περιβόλι του Τρελού»: Ο δίσκος του Σαββόπουλου που άλλαξε για πάντα το ελληνικό τραγούδι

Στις 21 Οκτωβρίου 1969 παρουσιάστηκε ένας από τους πιο εμβληματικούς δίσκους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής: «Το Περιβόλι του Τρελού» του Διονύση Σαββόπουλου.

«Το Περιβόλι του Τρελού το έγραψα στην Ιταλία, το ’68 – ’69. Το στοιχείο που κυβερνά αυτόν τον δίσκο είναι η νοσταλγία», είχε αναφέρει ο ίδιος. Μια νοσταλγία, όπως εξηγούσε, όχι για συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά για «μια καθαρότερη και πιο υγιή ζωή».

Ο δίσκος περιλαμβάνει τραγούδια που έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, όπως «Η Θεία Μάνου», «Το Περιβόλι», «Η Θαλασσογραφία» και άλλα.

Σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο, στις 7 Αυγούστου 1975, ο Σαββόπουλος αναφέρθηκε εκτενώς στη δημιουργία και στην πορεία του άλμπουμ, ενώ θύμισε και τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει την εποχή της κυκλοφορίας του. Ανάμεσά τους, και η γνωστή δικαστική διαμάχη για το “Ντιρλαντά”, όταν ο ίδιος αρνήθηκε πως το τραγούδι ανήκει σε κάποιον δημιουργό, θεωρώντας το «δημοτικό άσμα».

Όπως είχε πει τότε, η μουσική του δεν είχε στόχο να ακολουθήσει την παράδοση, αλλά να τη μετασχηματίσει, ανοίγοντας έναν νέο δρόμο για το ελληνικό τραγούδι:

«Οι προσπάθειές μου δεν έτυχε να ολοκληρωθούν. Αυτό συνέβη επειδή αρνήθηκα την παράδοση και διάλεξα το αντίθετό της.»

Με το Περιβόλι του Τρελού, ο Διονύσης Σαββόπουλος καθιέρωσε ένα νέο ύφος στο ελληνικό τραγούδι — προσωπικό, ποιητικό και βαθιά ανήσυχο — που θα σφράγιζε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία του.

Διονύσης Σαββόπουλος: Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας και η φυλακή

Η δικτατορία του 1967-1974 υπήρξε σταυροδρόμι για τον Σαββόπουλο. Φυλακίστηκε δύο φορές, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1967, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, και υπέστη βασανιστήρια στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας. "Πέρασα δύσκολα στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, όπου με ρωτούσαν πού είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, μετά την ομολογία του Γρηγόρη Μπιθικώτση", γράφει.

Αυτή η εμπειρία τον σημάδεψε, αλλά τον ενέπνευσε: "Πέντε μήνες στο Παρίσι τραγούδια έγραφα και έπαιζα φλιπεράκι", θυμάται, όπου μετέφρασε το "Wicked Messenger" του Dylan σε "Άγγελος Εξάγγελος". Η λογοκρισία ήταν ασφυκτική: "Η διαρκής λογοκρισία προκάλεσε αλλαγές σε τίτλους, στίχους, ρυθμό και σιωπές". Η "Ωδή στον Τσε Γκεβάρα" έγινε "Ωδή στον Καραϊσκάκη" για να περάσει.

Το 1971 κυκλοφόρησε τον "Μπάλλο", το "Κιλελέρ" και το "Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα". Το 1972 ακολούθησε το "Βρώμικο ψωμί", με τα τραγούδια "Άγγελος εξάγγελος" και "Ζεϊμπέκικο",να συνδυάζουν το ρεμπέτικο με το ροκ. Συνέχισε να δημιουργεί, επηρεασμένος από Ζακ Πρεβέρ και Dylan. "Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ", λέει για τις επιτυχίες του.

Διονύσης Σαββόπουλος: "Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ"

Στην αυτοβιογραφία του μάλιστα «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» παραθέτει τρία περιστατικά που τα σουξέ του έκαναν.. κακό

Ξεκινώντας από το «Ντιρλαντά» που βρίσκεται στον δίσκο «Το Περιβόλι του Τρελλού», ο Διονύσης Σαββόπουλος, που πέθανε χθες σε ηλικία 81 ετών, τοποθετεί τον εαυτό του στο επίκεντρο μιας δίνης όπου παλιοί καπεταναίοι, ακαδημαϊκοί και δικαστές καλούνται να ξεκαθαρίσουν τον ιδιοκτήτη ενός αδέσποτου τραγουδιού.

Συγκεκριμένα ο Διονύσης Σαββόπουλος θυμάται: «Το «Ντιρλαντά», πάντως, δεν μου είχε βγει σε καλό. Ένας καπετάνιος από την Κάλυμνο βγήκε κι έλεγε τότε, το ’70, πως είναι δικό του. Πήγε και στον Παττακό…
-Στρατηγέ μου, μου κλέψαν το τραγούδι!
-Ποιος;
-Ο Σαββόπουλος!

Ύστερα με τρέχαν στον εισαγγελέα. Τους κατέθεσα επίσημη γνωμάτευση από το Τμήμα Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών ότι το τραγούδι είναι παραδοσιακό και δεν μπορεί να ανήκει σε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο. Εξάλλου, είχα μόλις γνωρίσει στα γραφεία της «Lyra» τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Του ’χα μεγάλο σεβασμό. Μου λέει:
-Τι σου λένε, παιδί μου; Το τραγούδι είναι αρχαίο, το τραγουδούσαμε στις ψαρόβαρκες στα νιάτα μου.
-Έρχεσαι να το καταθέσεις, κυρ Γιάννη;
-Πώς, άμε!

Ήρθε ευθυτενής και πανύψηλος, κοστούμι μπλε ριγέ, στην πένα ο κυρ Γιάννης.
-Τι γνωρίζετε για την υπόθεση; ρωτάει ο εισαγγελέας.
-Ότι είναι αδέσποτο νησιώτικο. Το τραγουδούσαμε στη δουλειά τότε, απαντάει ο κυρ Γιάννης.
-Ποια δουλειά; Πότε;
-Το ’30 και πιο πριν. Ξυλομηχανή δουλεύαμε.
-Ποια ξυλομηχανή;
-Στα κουπιά. Στις ψαρόβαρκες ήμασταν.

Ο αντίδικος δικηγόρος, με βλέμμα αυστηρό και εντελώς άχρηστο, πάει δήθεν να στριμώξει τον κυρ Γιάννη και του απευθύνει την εξής αλαμπουρνέζικη ερώτηση:
-Έχετε άδεια αλιείας;
Βάλαμε τα γέλια. Τι του ’ρθε να ζητήσει μετά από οκτακόσια χρόνια;
-Πώς, άμε! λέει ο κυρ Γιάννης.

Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Δεν ξέραμε ότι ο λαϊκός άνθρωπος κουβαλάει πάνω του εφ’ όρου ζωής όλα τα επίσημα χαρτιά της ζωής του. Και πράγματι, ο κυρ Γιάννης βγάζει από την εσωτερική τσέπη του σακακιού ένα πάκο έγγραφα. Παραμερίζει το πιστοποιητικό γεννήσεως, το απολυτήριο του στρατού, το στεφανοχάρτι, την αγορά οικοπέδου και ανασύρει άδεια αλιείας του 1931. Κόκαλο ο αντίδικος.

Διαβάστε: Διονύσης Σαββόπουλος: Η ιστορική συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο

Ο εισαγγελέας αποφάσισε ότι δεν είχα καμιά παράβαση. Αυτό λέω κι εγώ: μια ωραία διασκευή έκανα στο τραγούδι, και το είπα και γουστόζικα. Αλλά πάλι δεν ξεμπέρδεψα, γιατί ο αντίδικος κατάφερε να φτάσουμε σε δίκη, στην οποία εγώ πήγα ξέγνοιαστος, αφού είχα κοτζάμ Ακαδημία Αθηνών με το μέρος μου. Ο καπετάνιος όμως κουβάλησε το μισό νησί στη δίκη και φωνάζανε: «Ναι, ναι, ήμουν κι εγώ εκεί τη στιγμή που το έγραφε».

Δεν ξέρω αν αυτό έπαιξε ρόλο, πάντως ο δικαστής με έβαλε να δώσω στον καπετάνιο ό,τι έβγαλα τραγουδώντας το τραγούδι. Φαντάζομαι ότι ο καπετάνιος θα τα πήρε μετά και από την Νταλιντά και από τους Ιάπωνες και απ’ όλο τον κόσμο. (σσ. στο σημείο αυτό ο Σαββόπουλος αναφέρεται στις διασκευές του Ντιρλαντά) Χαλάλι του. Αν και κάποιο παράπονο μου έμεινε. Πήρα ένα άγνωστο τραγουδάκι του Αιγαίου που μου το έδειξε η Δόμνα Σαμίου, το ’κανα γνωστό σε όλο τον πλανήτη και τελικά βρέθηκα και να χρωστάω και να είμαι κλέφτης.

Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ».

Διονύσης Σαββόπουλος: Τα πανέρια με τα λουλούδια που έφεραν την κατάσχεση

Στη συνέχεια ο Διονύσης Σαββόπουλος αφηγείται τη συνεργασία του με το νυχτερινό κέντρο «Δειλινά», εστιάζοντας στις αντιφάσεις της ελληνικής διασκέδασης και στο πώς μια απλή διαφωνία για λουλούδια και πανέρια εξελίχθηκε σε οικονομικό βάρος, διαμάχες με το μαγαζί και τον ιδιοκτήτη, και τελικά σε κατάσχεση των προσωπικών του αντικειμένων.

Στην βιογραφία του εξιστορεί: «Επειδή όμως η επιτυχία είναι επιτυχία, με θέλαν τώρα και τα μαγαζιά της παραλίας. Συμφώνησα με τα «Δειλινά» του Μιχαηλίδη. Θα παίζαμε με το γκρουπ μου κάθε Δευτέρα όλο το καλοκαίρι. Είπαμε όμως όχι λουλούδια και πανέρια, όχι μαχαιροπίρουνα. Όλα πήγανε καλά και την πρώτη και την επόμενη Δευτέρα.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος

Eurokinissi

Τη μεθεπόμενη Δευτέρα όμως, εκεί που έπαιζα κιθάρα, ανεβαίνει στο πάλκο η λουλουδού, με το πανέρι στο χέρι και με το άλλο μου δείχνει μεγαλοπρεπώς το τραπέζι των θαυμαστών που μου τα στέλνανε. Της έκανα νόημα να φύγει και κατέβηκε από το πάλκο. Αλλά μετά από λίγο ξανάρχεται, και εκεί που ήμουν σκυμμένος πάνω από την κιθάρα και τραγουδούσα όλο πάθος, με καπελώνει με τα λουλούδια και το πανέρι.

Διαβάστε: Διονύσης Σαββόπουλος: Όταν εκμυστηρεύτηκε για τι είχε μετανιώσει στη ζωή του

Έγινα έξαλλος, κοπάνησα την κιθάρα στο δάπεδο, κομμάτια την έκανα. Σταμάτησα το πρόγραμμα, έφυγα και δεν ξαναγύρισα. Αλλά ο Μιχαηλίδης μου έκανε μήνυση για αθέτηση συμβολαίου, αποθεματική ζημία, διαφυγόντα κέρδη, και, και... Ο δικαστής με κοίταξε με μισό μάτι: «Μα λουλουδάκια σου πετάξανε, τι σε πείραξε;» είπε και με καταδίκασε να αποζημιώσω το αφεντικό με 100.000 δραχμές. Δεν ήταν λίγα τότε, και πάντοτε δεν τα είχα, οπότε ήρθαν οι κλητήρες σπίτι και κατέγραψαν τα έπιπλα και κάτι πίνακες φίλων ζωγράφων, με εντολή κατάσχεσης. Τελικά κανονίσαμε εξώδικα να τον πληρώνω με δόσεις.

Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ».

Διονύσης Σαββόπουλος: «Η κλεμμένη Συννεφούλα του Μπαντ Σπένσερ και του Τέρενς Χιλ»

Το τρίτο περιστατικό που αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφία του, με την ιστορία της «Συννεφούλας» και του «κλεμμένου» κινηματογραφικού soundtrack, συμπληρώνει τον κύκλο του μύθου γύρω από τα σουξέ.

«Έχει κι άλλο όμως, καλύτερο: είμαστε πια στα 1970–71 και με παίρνει κάποιος άγνωστος από το Παρίσι και μου λέει ότι μόλις βγήκε από έναν κινηματογράφο εκεί και είδε την ταινία Ο μαύρος κουρσάρος, όπου απ’ αρχής μέχρι τέλους έχουν βάλει τη μουσική από τη «Συννεφούλα», το άλλο σουξέ από Το περιβόλι του τρελού. Τα χάνω τελείως σε τέτοιες περιπτώσεις. Νιώθω σαν να βρέθηκα παιδί σ’ έναν άγνωστο κόσμο ενηλίκων, δεν ξέρω τι να κάνω. Το είπα στον οργανισμό πνευματικής ιδιοκτησίας, το είπα και στον Πατσιφά στη «Lyra» και μάλλον δεν κάνανε τίποτα.

Ύστερα από λίγο καιρό όμως ήρθε και στην Ελλάδα Ο μαύρος κουρσάρος, πήγα και τον είδα· ήταν μια ταινία με αυτούς που παίζουν ξύλο, τον Μπαντ Σπένσερ και τον Τέρενς Χιλ, και πράγματι είχαν κλέψει τη μουσική από τη «Συννεφούλα» και την παίζαν με παραλλαγές σε όλη την ταινία, οπότε πολύς κόσμος δικαιολογημένα πίστεψε ότι ήμουν εγώ εκείνος που είχε κλέψει τη μουσική της ταινίας.

Πήγα στη Λογοκρισία και ζήτησα σαν απόδειξη αντίγραφο της άδειας που μου δώσαν το ’64 για την κυκλοφορία της «Συννεφούλας» σε δίσκο.
-Δεν κρατάμε αρχείο, μου είπαν.
Μια φορά τους δόθηκε η ευκαιρία να φανούν χρήσιμοι και τη χάσανε. Η γνώμη μου γι’ αυτούς παραμένει η χειρότερη δυνατή.

Βγήκα, εξήγησα, έδωσα συνεντεύξεις, θύμισα ότι η «Συννεφούλα» κυκλοφόρησε το ’65, δηλαδή σχεδόν έξι χρόνια πριν από την ταινία, και την έγραψα στα εφηβικά μου χρόνια, δηλαδή έντεκα χρόνια πριν από την ταινία. Κι όμως, έχουν περάσει πια τόσα χρόνια, και υπάρχουν ακόμα μερικοί σκοταδόψυχοι που επιμένουνε μέχρι τώρα ότι εγώ έκλεψα τη μουσική από την ταινία. Και κλεμμένος και καρπαζωμένος.

Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ».

Διονύσης Σαββόπουλος: Όταν ο Καζαντζίδης αρνήθηκε το «Δημοσθένους λέξις»

Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι και το τραγούδι «Δημοσθένους Λέξις» ή όπως έχει γίνει γνωστό «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή» το οποίο, όπως ο ίδιος έχει αφηγηθεί, υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων, δοκιμών και τελικής άρνησης από τον μεγάλο λαϊκό ερμηνευτή Στέλιο Καζαντζίδη.

Η μαρτυρία αυτή, όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Στέλιος Καζαντζίδης – αφιέρωμα» του Θωμά Κοροβίνη, φωτίζει με μοναδικό τρόπο τη σχέση δημιουργού και ερμηνευτή αλλά και τις διαδικασίες επιλογής ρεπερτορίου στην εποχή των μεγάλων λαϊκών μορφών.

Λέει χαρακτηριστικά ο Σαββόπουλος: «Ήθελα πολύ να πει το τραγούδι μου "Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή”. Τον γνώρισα, βρεθήκαμε στο Μεγάλο Πεύκο. Κι έγινε ολόκληρη ιστορία για να καταλήξουμε. Ετσι ήταν οι λαϊκοί οι παλιότεροι. Θυμάμαι τι έγινε όταν έδωσα στον Μιχάλη Μενιδιάτη το τραγούδι "Λαϊκός τραγουδιστής”, που λέει "όμως, τούτη η θητεία δεν σταματάει πουθενά”, για την ταινία "Happy Day” του Βούλγαρη.

Μαζεύτηκαν τότε ο Μενιδιάτης, ο αδερφός του, μαζί με τις γυναίκες τους και με τον Άκη Πάνου, το κουβεντιάσανε, για να αποφανθεί ο Άκης Πάνου, ο οποίος έδωσε εντέλει το οκέι και το είπε ο Μενιδιάτης το τραγούδι. Έτσι και με τον Στέλιο. Ενώ το συζητήσαμε, το δοκιμάσαμε, το ετοιμάσαμε σε πρόβα με την κιθάρα – μάλιστα μου λέει, "εσύ την έφτιαξες αυτή την κιθάρα, μπράβο”, νόμιζε ότι φτιάχνω και την κιθάρα που παίζω – μαγειρεύτηκε πολύ για να παρθεί η απόφαση.

Τελικά με διάφορες προφάσεις δεν ήρθε στο ραντεβού. Μέσα μου το περίμενα, ήξερα ότι δεν θα το πει ο Στέλιος, δεν ήθελε, το φοβόταν το τραγούδι, τα λόγια του».

Διονύσης Σαββόπουλος: Η καλλιτεχνική ακμή του

Με την πτώση της Χούντας, η καριέρα απογειώθηκε. Το 1975 ήρθε το "Δέκα χρόνια κομμάτια", με "Η Παράγκα" και "Ζεϊμπέκικο" με Σωτηρία Μπέλλου. Το 1976 συνέθεσε μουσική για την ταινία "Happy Day" του Παντελή Βούλγαρη. Συνεργάστηκε με τους Σάκη Μπουλά, Νίκο Παπάζογλου, Μανώλη Ρασούλη, Μελίνα Τανάγρη, Νίκο Ζιώγαλα και άλλους.

Το 1977 παρουσίασε τους "Αχαρνείς" του Αριστοφάνη σε σύγχρονη εκδοχή, δείχνοντας αγάπη για αρχαίο δράμα και έκανε τη δική του παράσταση "Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια".

Το 1979 κυκλοφόρησε η "Ρεζέρβα", που περιλαμβάνει το "Γεννήθηκα στη Σαλονίκη" με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και το "Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο". "Αρνήθηκα θέση υπουργού όταν μου προτάθηκε, θέλοντας να μείνω πιστός στην τέχνη", έχει δηλώσει σε συνέντευξη. Η δεκαετία '80 ήταν παραγωγική: Το 1983 το "Τραπεζάκια έξω" με τα "Ας κρατήσουν οι χοροί" και "Το χειμώνα ετούτο", και το Live "Είκοσι χρόνια δρόμος". Το 1986-1987 παρουσίασε την εκπομπή "Ζήτω το ελληνικό τραγούδι", μια εκπομπή πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα.. Το 1988 συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι στο "Ο κ. Σαββόπουλος ευχαριστεί τον κ. Χατζιδάκι", που περιλμαβάνει το "Μας βαράνε ντέφια". Το 1989 το αμφιλεγόμενο για πολλούς, αλλά έντον απολιτικό "Το κούρεμα". Τα "Εμείς του '60" και "Κωλοέλληνες" προκαλούν μεγάλες αντιδράσεις.

Διαβάστε: Το «αντίο» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον Διονύση Σαββόπουλο: «Το έργο του θα μείνει στους αιώνες»

"Με το Κούρεμα έκανα στροφή προς τη Δεξιά, μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του", εξηγεί. Αυτή η στροφή προκάλεσε αντιδράσεις: "Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή, φώναζαν 'αίσχος', αποχωρούσαν. Με ξεφώνιζαν διαβάτες, γράφανε βρισιές στους τοίχους του σπιτιού μου", θυμάται. « Όταν με ξεφωνίζανε, ο μεγάλος μου γιος ο Κορνήλιος έστειλε γράμμα στην Ελευθεροτυπία “γιατί τα λέτε αυτά τα πράγματα, ο μπάμπάς μου δεν είναι έτσι”. Αλλά γενικά τα παιδιά, εκτός από την ακεραιότητα που έχουνε, ήταν δίπλα μου» .

Στις '90ς και '00ς, συνέχισε: "Μη πετάξεις τίποτα" (1994), "Παράρτημα Α'" (1996), "Το ξενοδοχείο" (1997), "Ο χρονοποιός" (1999) – τελευταίο άλμπουμ ως συνθέτης – και "Ο Σαμάνος" (2008) με Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Διονύσης Σαββόπουλος: Ο μοναδικός δίσκος που δεν ερμήνευσε δικά του τραγούδια

Η συνεργασία μεταξύ του Διονύση Σαββόπουλου και του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο άλμπουμ «Ο Σαμάνος» (2008) αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ελληνική μουσική σκηνή.

Πρόκειται για μια απρόσμενη συνάντηση δύο σημαντικών δημιουργών, ο καθένας από διαφορετική γενιά, που συναντήθηκαν για πρώτη φορά με κοινό στόχο να ενώσουν το παρελθόν με το παρόν μέσα από τη μουσική και τη στιχουργική.

Σε αυτήν τη συνεργασία, ο Σαββόπουλος ερμηνεύει εξ ολοκλήρου τα τραγούδια του Παπακωνσταντίνου — κάτι πρωτοφανές για την καριέρα του, αφού για πρώτη φορά δέχθηκε να αναλάβει έναν δίσκο που δεν περιείχε δικές του συνθέσεις ή στίχους. Η απόφαση αυτή αντανακλά την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό που έτρεφε για τον νέο «χαρισματικό τραγουδοποιό» της ελληνικής μουσικής.

Ακολούθησαν ζωντανές ηχογραφήσεις όπως το "Σαββόραμα" (2001) και το "Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα" (2016) με την Ελένη Βιτάλη.

Διονύσης Σαββόπουλος και η Επιρροή του Bob Dylan: Μια Βαθιά Καλλιτεχνική Σύνδεση

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο εμβληματικός Έλληνας τραγουδοποιός, έχει επανειλημμένα αναφέρει τον Bob Dylan ως μία από τις σημαντικότερες επιρροές στην καλλιτεχνική του πορεία, ιδιαίτερα για τον τρόπο που συνδυάζει πολιτικούς στίχους, ποιητικότητα και μουσική καινοτομία. Η σχέση του Σαββόπουλου με τον Dylan δεν περιορίζεται σε απλή θαυμασμό, αλλά αποτελεί έναν πυλώνα που διαμόρφωσε το ύφος και τη θεματολογία του, ειδικά στα πρώτα του βήματα κατά τη δεκαετία του 1960.

Η γνωριμία του Σαββόπουλου με τον Dylan έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο νεαρός καλλιτέχνης, ακόμα φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψε τη μουσική του Αμερικανού τραγουδοποιού μέσω δίσκων που έφταναν στην Ελλάδα. "Μου έφερε ο φίλος μου ο Λουκάς ένα δίσκο του Dylan, το 1963 νομίζω, και ήταν σαν να άνοιξε ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο", γράφει στην αυτοβιογραφία του. Ο Dylan, γνωστός για τραγούδια όπως το "Blowin’ in the Wind" και το "The Times They Are A-Changin’", είχε ήδη αρχίσει να επηρεάζει τη διεθνή μουσική σκηνή με τη φολκ αισθητική και τους κοινωνικοπολιτικούς στίχους του. Για τον Σαββόπουλο, που μεγάλωνε σε μια Ελλάδα με έντονη πολιτική ένταση και κοινωνικές αναταραχές, ο Dylan έγινε πρότυπο ενός καλλιτέχνη που χρησιμοποιούσε τη μουσική ως όπλο διαμαρτυρίας και έκφρασης.

"Ο Dylan μού έμαθε ότι το τραγούδι μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από διασκέδαση. Μπορεί να είναι μια κραυγή, μια ιστορία, μια φιλοσοφία", έχει πει σε συνέντευξη. Αυτή η φιλοσοφία αντικατοπτρίζεται στο πρώτο του άλμπουμ, το "Φορτηγό" (1966), όπου τραγούδια όπως το "Βιετνάμ γιε-γιε" αντηχούν το αντιπολεμικό πνεύμα του Dylan, προσαρμοσμένο στο ελληνικό πλαίσιο της εποχής. Το τραγούδι, με τον σαρκαστικό του τόνο και την κοινωνική κριτική, θυμίζει το ύφος του Dylan σε κομμάτια όπως το "Masters of War", όπου η διαμαρτυρία συνδυάζεται με ποιητική ευαισθησία.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της επιρροής του Dylan είναι η μετάφραση και διασκευή του τραγουδιού "Wicked Messenger" σε "Άγγελος Εξάγγελος", που περιλαμβάνεται στο άλμπουμ "Βρώμικο ψωμί" (1972). "Πέντε μήνες στο Παρίσι, το 1967, τραγούδια έγραφα και έπαιζα φλιπεράκι. Εκεί μετέφρασα το ‘Wicked Messenger’ του Dylan", αναφέρει ο Σαββόπουλος. Η επιλογή αυτού του τραγουδιού δεν ήταν τυχαία. Το "Wicked Messenger", από το άλμπουμ του Dylan "John Wesley Harding" (1967), είναι ένα μυστηριώδες κομμάτι με βιβλικές αναφορές, που μιλά για έναν αγγελιοφόρο που φέρνει αλήθειες δύσκολες να γίνουν αποδεκτές. Στο ελληνικό πλαίσιο της Χούντας, ο Σαββόπουλος είδε στον "Άγγελο Εξάγγελο" έναν τρόπο να εκφράσει την αντίσταση και την αγωνία της εποχής, με στίχους που αντηχούσαν την καταπίεση και την ανάγκη για απελευθέρωση.

"Η λογοκρισία της Χούντας με ανάγκασε να γίνω πιο έμμεσος, όπως ο Dylan. Έπρεπε να πεις την αλήθεια σου χωρίς να σε πιάσουν", εξηγεί. Αυτή η έμμεση προσέγγιση φαίνεται σε τραγούδια όπως η "Ωδή στον Καραϊσκάκη", που αρχικά γράφτηκε ως "Ωδή στον Τσε Γκεβάρα" αλλά άλλαξε τίτλο για να περάσει τη λογοκρισία. Ο Dylan είχε ήδη περάσει από τη φολκ στη ροκ φάση του, και ο Σαββόπουλος, εμπνευσμένος από αυτή τη μετάβαση, ενσωμάτωσε ηλεκτρικά στοιχεία και πιο σύνθετες ενορχηστρώσεις στα έργα του, όπως στο "Μπάλλος" (1971) και το "Βρώμικο ψωμί".

Η ποιητική διάσταση των στίχων του Dylan, με τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών, βρήκε αντίκρισμα στον τρόπο που ο Σαββόπουλος προσέγγιζε τη στιχουργική του. "Ο Dylan έγραφε σαν ποιητής, όχι σαν στιχουργός. Έβλεπε τον κόσμο σαν καμβά, όπου κάθε λέξη είχε βάρος", λέει ο Σαββόπουλος. Τραγούδια όπως το "Ντιρλαντά" από το "Περιβόλι του τρελού" (1969) ή το "Ζεϊμπέκικο" από το "Βρώμικο ψωμί" φέρουν αυτή την ποιητική ελευθερία, συνδυάζοντας λαϊκά μοτίβα με υπαρξιακές και κοινωνικές αναζητήσεις. Η ικανότητα του Dylan να μετατρέπει προσωπικές εμπειρίες σε καθολικές αφηγήσεις ενέπνευσε τον Σαββόπουλο να γράψει τραγούδια όπως το "Κιλελέρ", που αναφέρεται στην εξέγερση των Θεσσαλών αγροτών, αλλά με έναν τρόπο που ξεπερνά το ιστορικό γεγονός και γίνεται ύμνος για την κοινωνική δικαιοσύνη.

Η πολιτική διάσταση του Dylan, ιδιαίτερα στα πρώτα του χρόνια, ήταν καθοριστική. Τραγούδια όπως το "A Hard Rain’s A-Gonna Fall" ενέπνευσαν τον Σαββόπουλο να γράψει το "Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα" στο "Μπάλλο", όπου η απειλή της βροχής συμβολίζει την επερχόμενη κοινωνική αναταραχή. "Ο Dylan με δίδαξε πώς να είμαι πολιτικός χωρίς να γίνομαι προπαγανδιστής. Να μιλάω για την αλήθεια, αλλά με τρόπο που να αγγίζει την ψυχή", έχει δηλώσει. Αυτή η ισορροπία φαίνεται σε έργα όπως το "Η Συννεφούλα" από το "Φορτηγό", όπου ο Σαββόπουλος συνδυάζει την προσωπική νοσταλγία με την κοινωνική κριτική, όπως ο Dylan έκανε σε τραγούδια όπως το "Mr. Tambourine Man".

Όταν ο Dylan σόκαρε το κοινό του το 1965 στο Newport Folk Festival, περνώντας από την ακουστική φολκ στην ηλεκτρική ροκ, ο Σαββόπουλος παρακολουθούσε από μακριά. "Όταν άκουσα το ‘Like a Rolling Stone’, κατάλαβα ότι η μουσική μπορεί να σπάσει κάθε όριο", γράφει. Αυτή η τολμηρή μετάβαση ενέπνευσε τον Σαββόπουλο να πειραματιστεί με πιο σύνθετες ενορχηστρώσεις και να συνεργαστεί με συγκροτήματα όπως τα Μπουρμπούλια, που έφεραν έναν πιο ροκ ήχο στις ζωντανές του εμφανίσεις το 1969. Η συνεργασία με τα Μπουρμπούλια, με μέλη όπως ο Βασίλης Ντάλλας και ο Τάκης Ανδρούτσος, ήταν μια απόπειρα να φέρει τον ήχο του Dylan στην ελληνική σκηνή, συνδυάζοντας ροκ με ρεμπέτικα και δημοτικά στοιχεία.

Ο Dylan έδωσε στον Σαββόπουλο τα εργαλεία να συνδυάσει την ελληνική παράδοση με τη διεθνή ροκ και φολκ, να γράψει στίχους που είναι ταυτόχρονα προσωπικοί και καθολικοί, και να αντιμετωπίσει την πολιτική καταπίεση με δημιουργικότητα. "Ο Dylan ήταν ο δάσκαλος που δεν συνάντησα ποτέ", λέει ο Σαββόπουλος, "αλλά κάθε νότα του ήταν δίπλα μου". Αυτή η επιρροή παραμένει ζωντανή στα έργα του, καθιστώντας τον Σαββόπουλο όχι μόνο έναν Έλληνα Dylan, αλλά έναν μοναδικό καλλιτέχνη που μετέφρασε το πνεύμα του Dylan στην ελληνική ψυχή.

Διονύσης Σαββόπουλος: Οι ιστορικές συναυλίες σε Ολυμπιακό Στάδιο και Καλλιμάρμαρο

Ιστορικές είναι για την Ελλάδα η συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 (το στάδιο όπου μετέπειτα έγιναν οι τελετές των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στις οποίες πρωτοστάτησε) και το καλοκαίρι του 2017 στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο με την συμμετοχή εξήντα χιλιάδων θεατών.

Τα τραγούδια του ερμηνεύονται στις συναυλίες πολλών ομοτέχνων του, διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία, κυκλοφορούν μελέτες για το έργο του και στίχοι του διδάσκονται μεταφρασμένοι στα ιταλικά από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Sapienza της Ρώμης.

Αυτοδίδακτος και προικισμένος δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει ελληνισμός.

Ταξίδεψε πολύ και έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο αλλά και για τον κινηματογράφο όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976 αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει. Παρουσίασε στη δισκογραφία, ως μουσικός παραγωγός, νεότερους και πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του.

Εξέδωσε 5 βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του. Τον Δεκέμβριου του 2003 κυκλοφόρησε την επιτομή του συνόλου των στίχων του, καθώς και δύο βιβλία αφιερωμένα στη ζωή και το έργο του από τον Κώστα Μπλιάτκα και τον Δημήτρη Καράμπελα. Είχε κατά καιρούς δικές του σειρές εκπομπών, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο. Μία από αυτές ήταν και το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».

Διονύσης Σαββόπουλος: Η οικογένεια και οι στιγμές που μετάνιωσε

Παντρεύτηκε την Άσπα Αραπίδου το 1967, "έρωτα κεραυνοβόλο" σε εποχή έντασης. Απέκτησαν δύο γιους τον Κορνήλιο (1968) και τον Ρωμανό (1972). «Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά... Εύχομαι ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί", ομολογεί στην αυτοβιογραφία του.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε μιλήσει πριν από λίγο καιρό στην κάμερα της εκπομπής Στούντιο 4 για την πορεία του, τη μουσική και τις άγνωστες πτυχές της ζωής του τις οποίες μοιράζεται ανοιχτά μέσα από την αυτοβιογραφία του.

Όπως ανέφερε αρχικά ο ίδιος: «Υπήρξαν σημεία που με προβλημάτισαν, να λες τα οικογενειακά σου, ή ότι έδινες μπάτσες στα παιδιά σου, γιατί αυτό έκανα. Εμείς μεγαλώσαμε έτσι. Μας βαράγανε οι δάσκαλοι, οι γονείς. Ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό».

«Ευαίσθητος άνθρωπος, καλλιτέχνης, τι είναι αυτά… Ζητάω συγγνώμη από τα παιδιά μου, ο ένας είναι 52 και ο άλλος 54», είχε πει φανερά ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Στη συνέχεια, ανέφερε: «Είναι σα να ζητάω μια δημόσια συγγνώμη. Όταν λες μια ιστορία ή θα την πεις ολόκληρη ή δεν θα την πεις. Ένα πράγμα που δεν είναι καλό στις αυτοβιογραφίες είναι ότι εξιδανικεύουμε, τα λέμε κάπως… δεν το θέλω αυτό. Ποτέ μου δεν λειτούργησα έτσι. Και στα τραγούδια που έγραφα με τα οποία είχα προβλήματα για πολιτικούς κυρίως λόγους.

Κάθε φορά που εισέπραττα την παγωνιά και το κράξιμο – έχω περάσει και από τέτοια διαστήματα – έλεγα στον εαυτό μου την άλλη φορά να είσαι πιο προσεκτικός. Αλλά όταν γράφεις το ξεχνάς», εκμυστηρεύτηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος καλεσμένος στο Στούντιο 4 στην ΕΡΤ.

Διονύσης Σαββόπουλος: «Ώσπου η ζωή να βασιλέψει εγώ θα σ' αγαπώ»

«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου». Αυτό έλεγε διαρκώς ο Διονύσης Σαββόπουλος, που έφυγε από τη ζωή το απόγευμα της Τρίτης, 21 Οκτωβρίου, σε ηλικία 81 ετών.

«Είμαι ερωτευμένος με την Άσπα», επαναλάμβανε σε όσους τον ρωτούσαν για τη σχέση του με την κατά κόσμον Ασπασία Αραπίδου, τη γυναίκα δηλαδή με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ήταν πάντα στο πλευρό του στα καλά και στα κακά, στα εύκολα και στα δύσκολα...

«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου, 57 χρόνια με ανέχεται το κορίτσι. Είμαι ερωτευμένος με την Άσπα. Με ζηλεύει πάρα πολύ. ‘Ποια είναι αυτή; Γιατί κοιτάς προς τα εκεί;’ με ρωτάει. Είναι εξαιρετική η Άσπα, αφοσιώθηκε σε αυτόν τον γάμο χωρίς να χάσει την προσωπικότητά της», είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μια από τις συνεντεύξεις για τη γυναίκα του. Για τη γυναίκα για την οποία έγραψε το oμώνυμo τραγούδι του 1979:

«Σταθερά στη βροχή
Πριν το τρένο αποσπαστεί
Τα χρυσά σου χείλη ακουμπάς
Στα βρεγμένα μάγουλά μου
Άσπα, κάνε λίγο υπομονή χαρά μου»
«Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι»

Η ιστορία του Διονύση Σαββόπουλου και της Ασπασίας του ξεκίνησε όταν οι δυο τους ήταν πολύ νέοι: Ο Διονύσης Σαββόπουλος τότε ήταν στη φυλακή και η Άσπα ήταν μια έφηβη που πήγαινε σχολείο. Φορούσε φούστες και τον επισκεπτόταν έγκλειστο τότε στη φυλακή, μαζί με συγγενείς πολιτικών κρατουμένων.

Διονύσης Σαββόπουλος: «Πήρα την απόφαση να την παντρευτώ»

«Πήρα την απόφαση να την παντρευτώ όταν ήμουν στην απομόνωση, στη φυλάκα! Όπως παίρνουμε αποφάσεις, έτσι και εγώ πήρα δύο αποφάσεις σημαντικές. Το ένα να ασχοληθώ με τα τραγούδια και τη μουσική και το άλλο να παντρευτώ την Άσπα, επειδή την αγαπώ. Ήμασταν πολύ νέοι. Παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1967, 28η Οκτωβρίου. Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι. Εγώ ήμουν 23 και η Άσπα 18».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του, Άσπα / Eurokinissi

»Η Άσπα ερχόταν στη φυλακή να με δει. Ακόμα και οι φίλοι μου εξαφανίστηκαν δικαιολογημένα γιατί σου λέει ‘Πιάνουν τώρα και τους τραγουδοποιούς’. Έφυγαν στο Λονδίνο αυτοί, στη Ρώμη. Η Άσπα ήταν μικρή, στην τρίτη λυκείου. Έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έμαθε πού είμαι και ήρθε στην ουρά. Ήταν στην ουρά οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων και έφερναν φαγητό στους κρατούμενους. Οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων ήταν σαν χήρες και ορφανά από τον εμφύλιο. Η δικιά μου έλαμπε, είχε χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ βαμμένα, φορούσε μίνι φούστα. Πήγαινε και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το ‘Select, δεν φοβόταν. Σε κάνει ατρόμητο η αγάπη. Τις έδιναν κάτι μπάτσες από την ασφάλεια. Της έλεγαν ατάκες τύπου ‘Είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις με αυτούς’», θυμήθηκε.

Διονύσης Σαββόπουλος: «Ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ' αγαπώ»

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, μάλιστα, στο βιβλίο του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», είχε αφιερώσει πολύ μεγάλο μέρος στη δική του Άσπα. Είχε αναφερθεί στη γνωριμία τους, στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν αλλά και στον έρωτά τους που έσβησε μόνο με τον θάνατό του λίγες μέρες πριν συμπληρώσουν 58 χρόνια γάμου.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του, Άσπα / Eurokinissi

«Και με την Άσπα τελικά καλά ταιριάξαμε. Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Ισόβια να μας είχαν καταδικάσει, θα μας είχαν πια αφήσει. Αλλά όχι. Τη θέλω ακόμα.

"Πώς είναι να είσαι παντρεμένος τόσα χρόνια;". μας ρωτάνε. "Σκεφθήκατε ποτέ να χωρίσετε;". "Όχι!", λέει αμέσως η Άσπα. Εγώ όμως λέω: "Αχ, Άσπα μου, το σκεφτήκαμε πολλές φορές, γλυκιά μου".

Μερικές φορές κοντέψαμε, αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες κι επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν μικρό παιδί που το βάζεις σ' ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τραινάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε ν' αγγίξω τίποτα. Μόνο να βλέπω.

"Παντρειές μου ήθελες...», σκεφτόμουνα, "να, τώρα!». Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορώ να κρατάω μυστικά απ' τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα.

Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό;

Όχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ' αυτό το παγερό πράσινο στο βλέμμα της.

Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν απ' την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο.

Το κλαμπ έκλεινε κατά τις τρεις. Δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ, έπρεπε να σβήσω μηχανές. Πήγαινα με τους μουσικούς για καμιά μακαρονάδα, κάνα ποτό, και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα. Αργούσα, κι εσύ, μωρό μου, έπαιρνες τηλέφωνο τα στέκια. Σε είχαν μάθει πια όλα τα μπαρ. "Όχι, κυρία Σαββοπούλου, δεν φάνηκε απόψε ο κύριος Διονύσης".

Ξυπνούσα το απομεσήμερο. Εσύ μαγείρευες και περίμενες τα παιδιά να γυρίσουν απ' το σχολείο, κι εγώ κλεινόμουνα στο γραφείο με τα ακουστικά κι όλο κάτι έγραφα, ανίκανος να μπω στη θέση σου έστω για λίγο. Ήσουν νέα, ήσουν μόνη. Τα βράδια που δεν δούλευα καθόμασταν όλοι να φάμε, αμίλητοι. Υπήρχε μια βουβή ένταση στο σπίτι, ύστερα τα παιδιά κοιμόντουσαν, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι κι αγκαλιαζόμασταν σαν ναυαγοί, σαν δυο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία τους το ένα μέσα στο άλλο. Όσο να' ναι, πάντα βοηθάει αυτό.

Σιγά μη βοηθάει. Μας ξεφύτρωσε ένας τζιτζιφιόγκος κάποια στιγμή. Που σ' έχανα, που σ' έβρισκα πότε με τον τζιτζιφιόγκο στο τηλέφωνο, πότε "πήγαμε μια βόλτα", πότε "να τον καλέσουμε στο σπίτι μας, Διονύση μου, γιατί χωρίζει κι είναι πολύ μόνος". Όλο κάτι τέτοια.

Ένα απόγευμα που ανεβήκαμε στην Κηφισιά και πέσαμε πάνω του, τον προσπέρασες στην ψύχρα, χωρίς καν να τον χαιρετήσεις. Κι εκείνος το ίδιο. Κοκκίνισε κιόλας. Έσκυψε το κεφάλι του. Μούγγα οι δυο σας.

- Έγινε κάτι; σε ρώτησα.

- Όχι.

- Και γιατί δεν τον χαιρέτησες;

- Δεν τον είδα.

- Συνέβη κάτι μεταξύ σας;

- Δεν τον είδα, σου λέω!

Δεν την ξαναρώτησα.

Ύστερα μέλι-γάλα. Κι όταν πήραμε και το σπίτι στο Πήλιο κι εσύ ανέλαβες να το φτιάξεις, ήσουν μες στην τρελή χαρά. Ποτέ δεν σε είδα τόσο ευτυχισμένη, ρε Ασπούλα. Τέλειο το είχες φτιάξει. Ήταν το πρώτο δικό μας σπίτι. Στην Αθήνα ακόμη στο ενοίκιο ήμασταν.

Αλλά, χρόνια μετά, στα Τραπεζάκια έξω, τις μας βρήκε πάλι;

Ήταν τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, εκατομμύρια αμίλητοι Έλληνες βγήκαν επιτέλους απ' τις στοές τους, ζητώντας σαν απόκληροι την αναγνώρισή τους, όπως την αντιλαμβανόταν ο καθένας τους. Εμάς μας κάνανε εξώφυλλο και στον Ταχυδρόμο. Καλοί βγήκαμε. Εσύ βέβαια πάντα κούκλα ήσουνα, αλλά τώρα στο εξώφυλλο έσκισες. Αφέθηκες στον φακό με μισόκλειστα μάτια, όνειρο ήσουν. Κύκλοι θαυμαστών σε περιστοίχισαν. Χαλάλι σου, κούκλα μου! Μέχρι ο γερο-Καραμανλής ήταν όλο παινέματα ένα βράδυ στη "Μεγάλη Βρεταννία". "Ίσα ομόρφυνες", σου είπε. Και σ' εμένα: "Ίσα πάχυνες".

Εν τω μεταξύ, τα Τραπεζάκια πούλησαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα μέσα στην πρώτη βδομάδα και συνέχιζαν. Γκραν σουξέ! Μήπως καβάλησα κανένα καλάμι και σ' άφησα πίσω; Ένιωσες σαν να σ' έφτυσα πάλι; Σιωπούσες. Καθόσουν αμίλητη και ρεμβαστική. Σε ρώτησα:

-Τι τρέχει;

-Τίποτα.

Σιωπή...

Εγώ γνώρισα μια κοπέλα απ' τη δουλειά. Ωραία, χαρούμενη και με ταλέντο. Η κουβέντα μαζί της ήταν απόλαυση. Βγαίναμε και οι τρεις μας, αλλά εσύ πάντα δυσφορούσες. Κι από πού ξεφύτρωσε εκείνος ο φουσκωτός που μας κουβάλησες στην παρέα ένα βράδυ; Κάθε τρεις και λίγο "να πάρουμε μαζί μας και τον Μπομπ, είναι πολύ καλός για παρέα". Μια άλλη φορά, σ' ένα συνέδριο που ήμουν κοτζάμ ομιλητής, μου ήρθες καθυστερημένη:

-Άργησα; Τελειώσατε; Βρήκα τον Μπομπ στον δρόμο και τσιμπήσαμε κάτι έξω.

Ασορτί με τον άνεμο της Αλλαγής η Ασπούλα!

Επιστρατεύτηκαν κι όλες οι φιλενάδες. Μαζευόσασταν και "ψου, ψου, ψου" για τον Μπόμπο και "κακακά" τα γέλια. Με παίρνανε τηλέφωνο όλες μαζί: "Είπε η Άσπα δεν θα 'ρθουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης που το είχαμε πρόγραμμα, θα 'ρθουμε στο διάλειμμα για το δεύτερο μέρος". Πάει όμως το διάλειμμα, πάει και το δεύτερο μέρος, τέλειωσε και η παράσταση, κι ούτε Άσπα ούτε κολλητές. Μου τηλεφωνήσατε να σας βρω κατευθείαν στον "Ηριδανό". Ήρθα και σας βλέπω γύρω γύρω απ΄τον Μπόμπο, εκείνος καμαρωτός κι αγέρωχος κι εσείς όλο χαριτωμενιές πια.

Εγκατέστησα τότε κι εγώ στις καθημερινές συναναστροφές μας τη χαρούμενη και ομιλητική συνάδελφο, που ήταν σοβαρή γυναίκα και μ' άρεζε. Ήμαστε πάτσι. Ναι, αλλά ήμασταν με τα καλά μας; λες να τρέλανε και τους δυο μας το ΠΑΣΟΚ; Από ποια τρύπα θέλαμε να βγούμε; Από τι ήμασταν απόκληροι; Θέλησα να τα συζητήσουμε όλα αυτά. Τι μας συμβαίνει;

"Τίποτα", μου απάντησες. Σιωπή πάλι. Αυτή η βουβαμάρα σου μου την έσπαγε τελείως ρε Άσπα. Καλά σε έλεγε "Μουγγοθόδωρο" η αδερφή σου όταν ήσασταν μικρές. Είμαι άνθρωπος του μπλα-μπλα. Άνθρωπος της αφήγησης, της εξομολόγησης. Ο μακαρίτης ο Ιωάννου έλεγε: "Η εξομολόγηση είναι μεγάλη παρηγοριά της ψυχής". Δεν την αντέχω τη σιωπή σου, μωρό μου. Δεν αντέχω πια να είσαι ολόκληρη ένα αίνιγμα.

Έριξα μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα και σε απαράτησα κι εσένα και τα καλά σου και το σπίτι. Έπιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Πέρασαν μήνες. Άλλες παρέες έκανα εγώ, άλλες εσύ. Δεν βλεπόμασταν. Μια φορά μόνο, που ήρθες ξαφνικά στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα. Αλλά ήταν πολύ λυπημένο εκείνο το σμίξιμό μας, πουλάκι μου. Πολύ λυπημένο... Ύστερα πέρασαν πάλι μήνες. Και ξαφνικά ξυπνώ ένα πρωί και μου έλειπες φρικτά! Μου έλειπαν τα μάτια σου, μου έλειπε η φωνή σου. Ήσουν στο Πήλιο. Άρπαξα ένα ταξί μπροστά απ΄την πλατεία κι ήρθα κατευθείαν επάνω. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση του σχολείου τους, θυμάμαι. Τα είπαμε, τα ξομολογηθήκαμε, τρομάξαμε με τα ίδια μας τα λόγια, σπάσαμε ποτήρια, σπάσαμε πιάτα, ώσπου σπάσαμε κι εμείς οι ίδιοι, κι ανοίξαμε τις ψυχές μας επιτέλους μαζί με τις μελανιές τους.

Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε. Και συνεχίζουμε εν πλω, κοιτώντας πίσω τον αφρό

Ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ' αγαπώ».

Διαβάστε επίσης