Διονύσης Σαββόπουλος: «Πώς δεν έμαθα μουσική» - Το βιολί, το ωδείο και η δανεική κιθάρα

«Νιόνιο-ψώνιο. Νιόνιο-ψώνιο» του φώναζαν τα...αλητάκια... 

Διονύσης Σαββόπουλος: «Πώς δεν έμαθα μουσική» - Το βιολί, το ωδείο και η δανεική κιθάρα
Eurokinissi

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης, ήταν ένας μοναδικός τραγουδοποιός, δηλαδή ερμηνευτής των δικών του στίχων και της δικής του μουσικής.

Αν και ο ίδιος στο βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» ομολογεί… πώς δεν έμαθε μουσική.

Συγκεκριμένα αναφέρει:

«Δεν μπόρεσα να τελειώσω το Ωδείο. Τι δεν μπόρεσα; Ούτε στη μέση δεν έφτασα.
Μικρός έκανα τρία χρόνια βιολί. Διέσχιζα τη λεωφόρο με τη θήκη του βιολιού στο χεράκι, και τα αλητάκια με έκραζαν ρυθμικά: «Νιόνιο-ψώνιο. Νιόνιο-ψώνιο». Ήμουν σαν τον Γούντυ Άλλεν σε παιδική ηλικία. Με φακίδες και γυαλιά. Ο δάσκαλός μου ήταν ο κύριος Επαμεινώνδας Φλώρος. Φορούσε ρεπούμπλικα και είχε γουρλωμένα μάτια σαν βατραχάκι. Με περίμενε στην κορυφή της σκάλας και μου ’λεγε:
«Μελέτησες τα τιρέ;»

Το παράτησα το βιολί. Ένα περίεργο πράγμα, ενώ μαγεύομαι με τη μουσική, δεν έχω υπομονή. Οπότε μέσα μου η χαρά της μουσικής μετατρέπεται σε καταναγκαστικά έργα.

Πέρασε καιρός και ξαναπήγα στο Ωδείο να μάθω πιάνο. Ο δάσκαλος του πιάνου μύριζε. Είχε τρίχες στη μύτη και στ’ αυτιά. Είχε κι ένα τικ που οι συσπάσεις του προσώπου τον παραμόρφωναν. Δεν είχαμε πιάνο σπίτι μας, πήγαινα στη ΧΑΝΘ, που είχε ένα πιάνο, και μελετούσα κάθε μέρα. Αλλά τσακώθηκα με το σπίτι στη Θεσσαλονίκη και παράτησα και το πιάνο και το σπίτι κι όλα, και κατέβηκα στην Αθήνα. Πήρα μαζί μου μια κιθάρα του θείου μου του Βασίλη, που μου τη δάνεισε ο Φώτης ο ξάδερφός μου. Όλο και τη σκάλιζα μόνος μου, όλο και κάτι έβρισκα. Με βοήθησαν εδώ στην Αθήνα και οι φίλοι: ο Φώντας Λάδης, ο Ποσειδώνας, ο Λοΐζος. Μου δείξαν τις συγχορδίες. Σιγά σιγά έμαθα να συνοδεύω τον εαυτό μου στο τραγούδι, έπαιζα και κάθε μέρα στις μπουάτ, κι έφτασα σ’ ένα καλούτσικο επίπεδο δεξιοτεχνίας.

σαββοπουλοσ

Στο «Φορτηγό» εγώ παίζω, δεν τα πήγαινα κι άσχημα. Ολομόναχος, χωρίς άλλα όργανα. Σε δύο ώρες, θυμάμαι, τον ηχογράφησα τον δίσκο.

Τρία χρόνια μετά, στο «Περιβόλι του Τρελού», ήθελα τα χρώματα της ορχήστρας, την κιθάρα την είχα κυρίως για να δείχνω στους μουσικούς τι γυρεύω. Στα κλαμπ, πάλι, είχα γκρουπ, έπαιζα κι εγώ κάνα δυο κομμάτια. Ουσιαστικά, την άφησα την κιθάρα, την είχα μόνο για να συνθέτω. Κι όπως λένε οι μουσικοί, αν αφήσεις το όργανο, σ’ αφήνει κι εκείνο.

Ύστερα γνωριστήκαμε με τον Αλέξανδρο Αινιάν. Ο Αινιάν υπήρξε λαμπρός μαέστρος και σπουδαίος δάσκαλος. Πήγαινα σπίτι του δύο φορές τη βδομάδα, μου έκανε αρμονία. Το μάθημα πλάι του ήταν απόλαυση. Επιτέλους βρήκα έναν δάσκαλο που μου ταίριαζε! Τρία χρόνια μαθήτευσα πλάι του· ό,τι έμαθα από μουσική το χρωστάω στον Αινιάν. Μετά το μάθημα πηγαίναμε στην απέναντι ταβέρνα «Ο Σβίγγος», στην Κυψέλη, και τρώγαμε μια μπριζόλα και μια σαλάτα χόρτα. Πρόσεχε πολύ τη σιλουέτα του. Ήταν κομψός, ευθυτενής, και του άρεσαν πολύ οι νεαρές κοπέλες. Απ’ ό,τι κατάλαβα, και οι νεαρές κοπέλες ανταποκρίνονταν προθύμως. Ήταν γοητευτικός, αγαπούσε πολύ τον διάλογο, επιχειρηματολογούσε εντυπωσιακά. Γέρος, αλλά με πνεύμα πολύ ζωηρό.

Διαβάστε επίσης

Σχόλια
Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή