Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Με θέα στην Κέα» - Διαβάστε το 2o μέρος «Δεν είδες τίποτα»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Με θέα στην Κέα» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Δεν είδες τίποτα».
Καλή ανάγνωση!
«Δεν είδες τίποτα»
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024
«Προσπάθησα πολλές φορές να σώσω ό,τι σωζόταν. Σκέφτηκα τα πάντα, έκανα τα πάντα, ανέχτηκα τα πάντα. Μάταια όλα! Γέρος γάιδαρος νέα περπατησιά δεν μαθαίνει. Έπρεπε να είχα αντιδράσει νωρίτερα. Έπρεπε να είχα ακούσει νωρίτερα. Ο φόβος όμως δεν μου άφηνε κανένα περιθώριο. Δεν θα πω ότι δεν είχα άλλη επιλογή, γιατί είχα. Θα πω ότι η οποιαδήποτε άλλη επιλογή δεν μου έφτανε. Τα ήθελα όλα!»
Άναψε τσιγάρο και έμεινε να χαζεύει την ηρεμία της θάλασσας. Είχε ξεχάσει πώς ήταν να απολαμβάνει κανείς την ηρεμία…
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Η Μαρία δάγκωσε τη γλώσσα της τόσο δυνατά που λίγο έλειψε να την κόψει. Απ’ τις φυλακές των ματιών της δραπέτευσαν καυτά δάκρυα. Κατακλυσμένη απ’ το τρέμουλο έφτασε στο σαλόνι. Άρπαξε μονάχα τα κλειδιά της και το ’βαλε στα πόδια.
Ο Μάνος και η Βίκυ άκουσαν το τρεχαλητό και πάγωσαν! Εκείνη τύλιξε τη γύμνια της με το σεντόνι ενώ εκείνος της έκανε νόημα να σωπάσει. Σηκώθηκε και φόρεσε βιαστικά τη βερμούδα του. Ύστερα βγήκε στον διάδρομο και πατώντας στις μύτες των ποδιών έριχνε πεταχτές ματιές σε κάθε δωμάτιο. Κανείς! Σαν βρέθηκε στο σαλόνι, είδε την κύρια πόρτα ανοιχτή και αμέσως τα μάτια του γούρλωσαν. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Ξάφνου, το βλέμμα του έπεσε στην τσάντα της Μαρίας. Μαρμάρωσε!
Η Βίκυ ξεπρόβαλε απ’ τον διάδρομο. Μουδιασμένη και τρομοκρατημένη. «Τι συνέβη;» ρώτησε ψιθυριστά.
«Μας είδε!» αποκρίθηκε εκείνος και ξεφύσηξε απελπισμένος τρίβοντας απεγνωσμένα το παγωμένο του κούτελο.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Η Μαρία οδηγώντας χάθηκε στους δρόμους της πόλης μέχρι που έφτασε στην παραλιακή οδό. Σκέφτηκε να πήγαινε στους γονείς της. Ντρεπόταν όμως, ακόμη και να τους δει στα μάτια. Από την άλλη, το χαρτί της αδελφής της ήταν καμένο στην τράπουλα των σκέψεών της. Έτσι, επέλεξε τη μοναξιά! Άφησε το αυτοκίνητο στην άκρη της ασφάλτου και κατέβηκε για μερικά βήματα πάνω στον χωματόδρομο. Συντροφιά της τα τσιγάρα.
Η ώρα πέρασε και η ίδια συνειδητοποίησε πως όφειλε να γυρίσει και να δει την αλήθεια κατάματα. Πέταξε την τελευταία γόπα στο έδαφος και πήρε βαθιά ανάσα. Κάθισε στη θέση του οδηγού και έβαλε πρόσω ολοταχώς για του Παπάγου.
Με πλήρη επίγνωση μπήκε στη μονοκατοικία και αμέσως αντίκρισε τον Μάνο να την περιμένει στο σαλόνι, έχοντας δίπλα του ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι αλκοόλ. Το βλέμμα της έσταζε μίσος και αηδία. Δεν έβγαλε τσιμουδιά. Έσφιξε τις γροθιές της και έκανε να πάει προς τα μέσα.
«Μισό λεπτό!» ήταν η φωνή του συζύγου της, ο οποίος διατηρούσε τη νηφαλιότητά του. «Πρέπει να μιλήσουμε».
Η Μαρία αναθεώρησε και βρέθηκε απέναντί του. Κάθισε στον καναπέ και ένωσε τα γόνατά της σαν τιμωρημένη μαθήτρια. Με χαμηλό βλέμμα ψέλλισε: «Εγώ δεν έχω κάτι να πω».
«Έχω εγώ!» ξεκάθαρος ο τόνος του. Χαλάρωσε το βάρος του κορμιού του στην πλάτη της αναπαυτικής πολυθρόνας και άλλαξε σταυροπόδι. Ύψωσε ελαφρά το πιγούνι του και με ύφος υπερφίαλο και απέραντα αλαζονικό της απευθύνθηκε. «Δεν είδες, δεν άκουσες, δεν ξέρεις τίποτα! Τίποτα!» Βραχνό το ηχόχρωμά του. «Κατανοητό;» την ειρωνεύτηκε.
Τα δόντια της Μαρίας τρεμόπαιζαν, ενώ ασταμάτητα ζουλούσε τα δάχτυλα των ποδιών της μέσα στα παπούτσια της για να διοχετεύσει κάπου την απύθμενη αμηχανία της.
«Ρώτησα κάτι. Κατανοητό;»
Πολιορκημένη από φόβο και κυριευμένη από πανικό, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι, παρά το γεγονός ότι τα σωθικά της έβραζαν από οργή και μανία.
«Μπράβο το κορίτσι μου. Πήγαινε τώρα για ύπνο!»
«Θα…» ψέλλισε χαμένη. «Θα κοιμηθώ στο δωμάτιο του παιδιού».
Την αγνόησε και τράβηξε για το κρεβάτι του.
Μόλις η Μαρία έμεινε ολομόναχη άρχισε να τρίβει δυνατά τα μπράτσα της για να ζεσταθεί. Όλος ο καλοκαιρινός καύσωνας που έμπαινε από τη φαρδιά μπαλκονόπορτα αντιλαμβανόταν από το δέρμα της σαν… πολικό ψύχος.
Τετάρτη 1η Σεπτεμβρίου 2010
Η Μαρία είχε πάρει τις αποφάσεις της. Τα είχε φροντίσει όλα! Είχε απευθυνθεί σε έναν δικηγόρο με πλούσια εμπειρία στα διαζύγια και παράλληλα είχε ζητήσει απ’ τον ίδιο να βρίσκεται στο σπίτι το πρωινό εκείνης της Τετάρτης. Είχε συγκεντρώσει τα πράγματά της αλλά και τα πράγματα του παιδιού και είχε ήδη στείλει αρκετά στο σπίτι δύο επιστήθιων φίλων της. Ο Στέλιος και η Ευτυχία θα τις φιλοξενούσαν για όσο χρειαζόταν. Ωστόσο η μικρή παρέμενε στη Χαλκίδα.
Ο Μάνος επέστρεψε από την Κέα όπου έλειπε για σχεδόν μία εβδομάδα. Οι λόγοι ήταν κατ’ ουσίαν επαγγελματικοί, ωστόσο απολάμβανε παράλληλα και την ερωτική συντροφιά της Βίκυς, η οποία κρυβόταν στην εξοχική του κατοικία θέλοντας να μην την αντιληφθεί η μικρή, κλειστή κοινωνία του νησιού και μετατραπεί σε βορά στα στόματα πολλών.
Μόλις εκείνος μπήκε στο σπίτι αντίκρισε τη Μαρία ντυμένη πρόχειρα, στο πλευρό της μια βαλίτσα και δίπλα της έναν άνδρα. Σάστισε.
«Τι σημαίνει όλο αυτό; Ο κύριος;»
Η Μαρία συνέστησε τον δικηγόρο Όθωνα Μαρκάτο και πέρασε στο προκείμενο. «Έχει αναλάβει από την πλευρά μου όλα τα διαδικαστικά. Παρουσία του δεν μπορείς να με πλησιάσεις ούτε να με φοβερίσεις, πόσω μάλλον να με χτυπήσεις. Τέλειωσε Μάνο! Τέλειωσε!»
«Τι νομίζεις ότι κάνεις; Τι νομίζεις ότι μπορείς να πετύχεις με όλα αυτά;» Το βλέμμα του έσταζε μένος. Με βία συγκρατιόταν να μην ορμήσει επάνω της σαν λυσσασμένος λέοντας.
«Σύμφωνα με τη γνώμη του κυρίου Μαρκάτου, μπορώ να πετύχω πολλά. Αρχικά, έχω υποβάλει ασφαλιστικά μέτρα. Δεν σου επιτρέπεται να με πλησιάσεις. Εν συνεχεία, το σπίτι αυτό σου ανήκει, συνεπώς εγώ αποχωρώ. Λεπτομέρειες για τη διατροφή θα πληροφορηθείς απ’ τον κύριο Μαρκάτο. Το δικαστήριο θα αποφανθεί για το οριστικό μηνιαίο ποσό. Και το κυριότερο; Η επιμέλεια της Αγγελικής είναι αποκλειστικά και μόνο μου δική μου ευθύνη. Μέχρι τη δίκη θα σου επιτρέπω να τη βλέπεις, μόνο με την παρουσία τη δική μου ή του δικηγόρου μου. Τα υπόλοιπα εν καιρώ. Καλή σου μέρα. Α, και κάτι ακόμα. Όταν τη δεις, πες της πως δεν θέλω να την ξέρω! Για μένα έχει πεθάνει».
«Όπα, όπα, ένα ένα. Αυτό που κάνεις λέγεται εγκατάλειψη συζυγικής στέγης».
«Δεν το νομίζω αυτό, κύριε Χατζηγεωργίου», επενέβη ο Μαρκάτος. «Έχω στοιχεία που αποδεικνύουν την κακοποίηση της πελάτισσάς μου και βάσιμες υποψίες για κακοποίηση του ανηλίκου παιδιού σας».
Τα μάτια του Μάνου γούρλωσαν στη στιγμή. «Τι είναι αυτά που λέει; Δεν έχω αγγίξει ποτέ το παιδί».
«Είπαμε… Τα υπόλοιπα εν καιρώ. Καλή σου μέρα».
Έπιασε τη χειρολαβή της αποσκευής της και συνοδεία του δικηγόρου της αποχώρησε από το σπίτι, αφήνοντας πίσω τον Μάνο μόνο και… ενεό!
Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ήλιος έλουζε την Κέα ενώ η ήρεμη θάλασσα που έβρεχε τις παραλίες της χάριζε στους λιγοστούς τουρίστες στιγμές χαλάρωσης.
Ο Μάνος ήταν στο νησί μόνος καθώς οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις είχαν αυξηθεί κατακόρυφα. Η ώρα σήμανε δέκα το πρωί όταν βγήκε από το απομακρυσμένο σπίτι του που βρισκόταν στον οικισμό του Μυλοπόταμου και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του. Όλα όσα είχαν γίνει τις τελευταίες μέρες τον είχαν διαλύσει ψυχολογικά. Άρπαξε το κινητό του τηλέφωνο και κάλεσε τη Μαρία. Απαίτησε να μιλήσει στην κόρη του, αλλά εκείνη του το αρνήθηκε.
«Είπα κάτι! Αν δεν θες να με δεις απ’ την ανάποδη, δώσ’ μου να μιλήσω στο παιδί», βροντοφώναξε.
«Τους τσαμπουκάδες σου αλλού!» του είπε ψύχραιμα εκείνη και έκλεισε το τηλέφωνο.
Εκείνος αναθεμάτισε την τύχη του και άναψε τσιγάρο. Η ώρα τον πίεζε πολύ. Μέσα στο επόμενο μισάωρο όφειλε να ήταν στην παραλία Σπαθί, καθώς εκεί είχε οριστεί συνάντηση με δύο επιχειρηματίες για ασφάλιση τόσο των κατοικιών τους όσο και των τουριστικών μαγαζιών τους.
Κατά τη διαδρομή έλαβε μια κλήση από τη Βίκυ. Μεταξύ άλλων του είπε: «Ξέρω τι περνάς και θα ’θελα να το περάσουμε μαζί. Άφησέ με να έρθω στη Τζια. Δεν θέλω να είσαι μόνος, άλλωστε όλο αυτό είναι και για μένα δύσκολο».
«Δεν υπάρχει λόγος να έρθεις. Αύριο κιόλας θα γυρίσω στην Αθήνα. Έχω πολλές δουλειές».
«Μ’ αγαπάς;» το ηχόχρωμά της έγινε βαθιά συναισθηματικό.
«Δεν… Δεν ξέρω. Ίσως… δηλαδή ναι. Μιλάμε πιο μετά».
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Το ραντεβού του Μάνου αποδείχθηκε πολύωρο. Οι δύο επιχειρηματίες επέμεναν να γευματίσουν μαζί του κι έτσι εκείνος δέχθηκε την πρόσκληση. Μεταφέρθηκαν στην παραλία του Οτζιά και κάθισαν σ’ ένα ήσυχο ταβερνάκι, όπου απόλαυσαν φρέσκα θαλασσινά.
Αργά το απόγευμα επέστρεψε στο σπίτι του και έμεινε μόνος του μελετώντας τα ασφαλιστήρια. Σαν βράδιασε, πετάχτηκε να πάρει μία πίτσα και στρώθηκε στον καναπέ χαζεύοντας μπάλα. Λίγο αργότερα, ο ύπνος βάρυνε τα βλέφαρά του.
Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν μεσάνυχτα όταν… χτύπησε το κουδούνι. Ο Μάνος ανοιγόκλεισε τα μάτια του και απόρησε. Δεν περίμενε κανέναν. Κανέναν!
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Το επόμενο πρωί, γύρω στις δέκα, η Βίκυ τού τηλεφώνησε στο κινητό. Ήταν απενεργοποιημένο. Του άφησε ηχητικό μήνυμα, ενώ παράλληλα του έστειλε και γραπτό. Μία ώρα αργότερα επανέλαβε την ίδια διαδικασία.
«Ακόμη κοιμάσαι; Μου είπες πως θα ερχόσουν στην Αθήνα; Με ποιο δρομολόγιο φεύγεις; Τέλος πάντων, πάρε με τηλέφωνο. Σε παρακαλώ, μην ξεχνάς ότι είμαι δίπλα σου», ήταν τα λόγια της στο ηχητικό μήνυμα.
«Σε ψάχνω τόση ώρα. Σήμερα έχω ρεπό από τη δουλειά. Θες όταν γυρίσεις στην Αθήνα να έρθω από το σπίτι σου; Θα φέρω και φαγητό», του έγραφε η Βίκυ στο τέταρτο γραπτό της μήνυμα.
«Σε παρακαλώ επικοινώνησε με το γραφείο. Ο διευθυντής είναι έξαλλος», ήταν το γραπτό μήνυμα ενός συναδέλφου του.
«Κύριε Χατζηγεωργίου, θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε τη συνάντησή σας με τον κύριο Στεφάνου κατά μία ώρα πιο μετά, αύριο, Τρίτη; Θα αναμένουμε επιβεβαίωση από πλευρά σας». Ήταν το γραπτό μήνυμα της γραμματέως του δικηγόρου Στεφάνου, ο οποίος είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Μάνου, μετά την αίτηση διαζυγίου που είχε υποβάλει η Μαρία.
Το μεθεπόμενο πρωί το κινητό του Μάνου εξακολουθούσε να είναι απενεργοποιημένο.
«Επιστρέψαμε χθες με τη μικρή από τη Χαλκίδα. Σήμερα μπορείς να τη δεις μεταξύ έξι και επτά το απόγευμα. Θα είμαστε στο σπίτι του Στέλιου και της Ευτυχίας. Ενημέρωσέ με», του έγραφε η Μαρία.
«Πού είσαι, ρε φίλε; Τρίτη μέρα κοπάνα απ’ το γραφείο; Θες να σε σουτάρει ο μεγάλος; Έχει συμβεί κάτι; Τηλεφώνησέ μου», ήταν τα λόγια του στο ηχητικό μήνυμα ενός στενού του συνεργάτη.
«Έχω αρχίσει να τρελαίνομαι! Τόσες μέρες και είσαι χαμένος. Γιατί, ρε Μάνο; Τι σου έκανα; Γιατί με αποφεύγεις έτσι; Μόνο εσένα έχω! Απάντησέ μου, σε ικετεύω», σπαρακτική η φωνή της Βίκυς.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Ξημέρωσε Παρασκευή όταν ένα ζευγάρι νεαρών τουριστών πήγε για κολύμπι στην ερημική παραλία Συκαμιά στην Κέα. Εκεί έμελλε να δουν ένα αυτοκίνητο με ανοιχτή την πόρτα του οδηγού. Απόρησαν και πλησίασαν δειλά. Κοίταξαν δεξιά κι αριστερά. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Η κοπέλα παρατήρησε πως το κλειδί ήταν πάνω στη μίζα. Ταράχτηκε!
Αποφάσισαν να καλέσουν την αστυνομία…
*Μην χάσετε το τρίτο μέρος: «Τα τρία σενάρια»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Με θέα στην Κέα» - Διαβάστε το 1o μέρος «Αληθοφανείς δικαιολογίες»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διαθήκη οργής» - Διαβάστε το 1o μέρος «Η ισχύς του χρήματος»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διαθήκη οργής» - Διαβάστε το 2o μέρος «Κόκκινη νύχτα»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διαθήκη οργής» - Διαβάστε το 3o μέρος «Ακριβά μυστικά»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διαθήκη οργής» - Διαβάστε το 4ο μέρος «Έπαιξες κι έχασες»