Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διαθήκη οργής» - Διαβάστε το 1o μέρος «Η ισχύς του χρήματος»
Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Διαθήκη οργής»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Διαθήκη οργής» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο «Η ισχύς του χρήματος».
Καλή ανάγνωση!
Η ισχύς του χρήματος
Άναψε τσιγάρο και χαμήλωσε τα φώτα. Έβγαλε από το πρώτο συρτάρι του σεκρετέρ μια κόλλα χαρτί και την άπλωσε πάνω στο δερμάτινο σουμέν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έπειτα βούτηξε την επώνυμη πένα της στο μελανοδοχείο. Έχοντας πάρει τις πολυπόθητες αποφάσεις, ξεκίνησε να συντάσσει τη διαθήκη της. «Εγώ, η Μιράντα Λαμπρινού, έχοντας σώας τας φρένας…»
Μέσα σε λίγες λέξεις είχε αποτυπώσει τις βαθύτερες επιθυμίες της. Είχε φροντίσει να κληροδοτήσει την αμύθητη περιουσία της σε κάποια πρόσωπα ως ένδειξη της αγάπης της, εξασφαλίζοντάς τους πλουσιοπάροχο βίο, αλλά παράλληλα και να αποκληρώσει με επιχειρήματα κάποια άλλα καταδικάζοντάς τα στην ένδεια, ως πράξη τιμωρίας για τη στάση τους απέναντί της.
Έγραψε την ημερομηνία. Ήταν Φεβρουάριος του 2000. Υπέγραψε καλλιγραφικά και ζήτησε από δύο μέλη του υπηρετικού προσωπικού να υπογράψουν από κάτω ως μάρτυρες. Έβαλε τη διπλωμένη κόλλα σ’ έναν φάκελο. Έσταξε λίγο κερί στο κλείσιμο και πάτησε τη σφραγίδα με τα αρχιγράμματά της Μ.Λ.
.jpg?t=ebWW5IpEWMFJpYv4rwEIdw)
«Σήμερα κιόλας να την πας στον δικηγόρο μου. Θα σε περιμένει στις 12:00 στο γραφείο του στο Κολωνάκι», είπε η Μιράντα στον προσωπικό της οδηγό, τον Ιωάννη και εκείνος υπάκουσε σιωπηλά.
Έπειτα σηκώθηκε και φορώντας τη μεταξωτή της ρόμπα κατέβηκε την επιβλητική εσωτερική σκάλα κατευθυνόμενη στο ευρύχωρο σαλόνι. Ήθελε να μείνει μόνη, καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο σκαλιστό τζάκι, εκεί που κάποτε μοιραζόταν τον λίγο ελεύθερο χρόνο της μαζί με τον αείμνηστο σύζυγό της, τον Αλέξανδρο Λαμπρινό. Κάρφωσε το βλέμμα της στο πορτρέτο του που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο. Κούνησε δειλά την πολυθρόνα και ψέλλισε. «Συγγνώμη. Δεν μπορώ να ξεχάσω, πόσω μάλλον να συγχωρήσω. Αυτή ήμουν, Αλέξη. Μια καλόψυχη Μέγαιρα που έπρεπε να τα βάλω με όλους και όλα. Συγγνώμη!»
2.jpg?t=ryrVb0NtKU3m_7bphRd8Dg)
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Η Μιράντα Λαμπρινού είχε μείνει χήρα αρκετά χρόνια. Πλέον πλησίαζε τα 85 και η κατάσταση της υγείας της είχε επιβαρυνθεί πολύ. Η μετάσταση του καρκίνου στο πάγκρεας δεν της άφηνε πολλά περιθώρια ζωής. Το ήξερε! Το ήξερε καλά! Μα για κακή τύχη πολλών, το ήξερε μόνο εκείνη και ο Στέλιος Αναγνώστου, ο προσωπικός της γιατρός, ο οποίος συχνά διανυκτέρευε στην πολυτελή έπαυλη των βορείων προαστίων, έτσι ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο.
Με τον Αλέξανδρο Λαμπρινό είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Φρειδερίκο και την Ιωσηφίνα. Ο Φρειδερίκος κόντευε τα 40. Όμορφος, μυώδης, ψηλός με διαπεραστικό βλέμμα και λακκάκια στα μάγουλα. Αδύναμος χαρακτήρας όμως, εξαρτημένος από το αλκοόλ και επιρρεπής στα λικνίσματα της τράπουλας. Παντρεμένος με τη Χριστίνα Ντράκου, γόνο κρητικής οικογένειας δημοσίων υπαλλήλων. Ποτέ της η Μιράντα δεν την ενέκρινε για νύφη της. Τη θεωρούσε ανέκαθεν ως μία ποταπή μέλισσα που πλάγιασε με τον γιο της για να γευτεί τη γλύκα του οικογενειακού πλούτου. Για χατίρι όμως του Φρειδερίκου και με ελπίδα ότι ο έρωτάς του για τη γαλανομάτα κρητικοπούλα θα τον απομάκρυνε από τα τσόχινα τραπέζια, συναίνεσε και τη δέχθηκε ως νύφη στο «παλάτι» του Λαμπρινού.
Η Ιωσηφίνα ήταν δύο χρόνια μικρότερη. Καλλίγραμμη, με μακριά μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια, σαρκώδη χείλη και κυκνίσιο λαιμό. Παντρεμένη με τον Μάριο Λουκά, γόνο ευκατάστατης οικογένειας που δραστηριοποιούνταν στο διεθνές εμπόριο. Γόης, ετοιμόλογος και εμφανώς φιλόδοξος. Η Μιράντα δεν πίστεψε ποτέ πως είχε να κάνει μ’ έναν μονογαμικό γαμπρό, εξ ου και φρόντισε να τον δελεάσει με δύο καλοπληρωμένες αιθέριες υπάρξεις. Το θέατρο που του έπαιξαν τόσο η μία όσο και η άλλη τον παρέσυραν σε απόμακρα μέρη και εκείνος ενέδωσε άνευ όρων. Έπεσε στις καλοστημένες παγίδες της Μιράντας σαν ώριμο μήλο και η όλη «πτώση» καταγράφηκε καρέ-καρέ με το βιντεοληπτικό υλικό να βρίσκεται στο αρχείο της δεσποτικής αφέντρας του σπιτιού.
«Κυρία Μιράντα, με συγχωρείτε για την ενόχληση. Κοντεύει δέκα και μισή. Θα θέλατε να σας σερβίρω τον καφέ σας;» Ήταν η φωνή μιας οικιακής βοηθού που ξεπρόβαλε στο βάθος του σαλονιού.
Η Μιράντα πήρε το βλέμμα της απ’ τη φιγούρα του Αλέξανδρου. «Ναι. Μην βάλεις ζάχαρη όμως. Σήμερα τον θέλω σκέτο», αποκρίθηκε. Μόλις είδε την Κατερίνα να αλλάζει κατεύθυνση, τη σταμάτησε με τη φωνή της. «Πού είναι όλοι οι άλλοι;»
Η Κατερίνα μαγκώθηκε για μια στιγμή. Περπάτησε ώς το τζάκι και την ενημέρωσε πως… «Ο κύριος Μάριος με την κυρία Ιωσηφίνα καθυστέρησαν να ξυπνήσουν. Σάββατο, βλέπετε. Και παίρνουν τώρα το πρωινό τους στην πίσω τραπεζαρία. Ο κύριος Φρειδερίκος κοιμάται ακόμη, ενώ η κυρία Χριστίνα…».
«Δεν με νοιάζει γι’ αυτήν», τη διέκοψε η Μιράντα. «Άλλαξα γνώμη. Φέρε μου τον καφέ… στην πίσω τραπεζαρία», είπε και σηκώθηκε.
.jpg?t=5AqL6CHbX0BmpopZ8mD7XA)
Ένα λεπτό μετά, η Μιράντα ήταν δίπλα στην είσοδο και με την άκρη του ματιού της διέκρινε την κόρη της και τον γαμπρό της να παίρνουν πρωινό και να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα.
«Πόσο καιρό θα μείνει ο γιατρός της εδώ; Γιατί του έχει ζητήσει κάτι τέτοιο; Έχει κάτι σοβαρό;» ρώτησε ο Μάριος.
«Δεν έχω ιδέα. Χθες το βράδυ που ρώτησα τον Αναγνώστου, μου φάνηκε καθησυχαστικός, ωστόσο εγώ ανησυχώ», απάντησε η Ιωσηφίνα.
Ο Μάριος ξεκίνησε να αλείφει το βούτυρο σε μια φρυγανιά με βιαστικές κινήσεις. «Έννοια σου και θα μας θάψει όλους. Ο διάολος προστατεύει τα παιδιά του και η Μιράντα είναι… η αγαπημένη του».
«Μη μιλάς έτσι. Ξέρεις πόσα έχει περάσει στη ζωή της; Ιδίως από τότε που πέθανε ο πατέρας μου…»
«Πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Άλλες στη θέση της θα είχαν ήδη βρει αντικαταστάτη».
Η Ιωσηφίνα πάγωσε. «Αν δηλαδή κάποτε πέθανε εγώ, εσύ θα… θα με αντικαταστήσεις;»
«Αυτό κατάλαβες; Έλεος, βρε αγάπη μου. Μην τα προσωποποιείς όλα. Η Μιράντα δεν έχει σκοπό να πεθάνει. Θα ζήσει μέχρι να δει τόσο εσένα όσο και τον μεθύστακα κανακάρη της να παίρνετε διαζύγιο. Μόνο τότε θα ηρεμήσει. Είναι ένας σπάνιος συνδυασμός Σκύλλας και Χάρυβδης».
Η Μιράντα άκουσε καθαρά τα λόγια του και ανασήκωσε τον λαιμό της συγκρατώντας την οργή της. Αναθεώρησε εκ νέου και τράβηξε για τον πάνω όροφο. Λίγο πριν μπει στο προσωπικό της «βασίλειο» άκουσε έναν υπηρέτη, τον Στέφανο να μιλάει στο κινητό του.
«Ναι, σου λέω. Απόψε! …Είπαμε απόψε! Αρκετά πια τόσα χρόνια. Κουράστηκα, δεν το καταλαβαίνεις; Κουράστηκα!» Λόγω του θυμού του πέταξε τη συσκευή πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να βαριανασαίνει.
.jpg?t=_2tXFC8oQWH0BuzwNC-NOA)
Εκείνη τη στιγμή, η Μιράντα μπήκε στην κρεβατοκάμαρά της.
«Συγγνώμη, δεν σας πρόσεξα».
«Δεν πειράζει. Σημασία έχει να προσέχει κανείς τον εαυτό του. Είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει», σχολίασε η Μιράντα και πήγε προς την ορθάνοικτη μπαλκονόπορτα. Βγήκε στη φαρδιά βεράντα και παρά το τσουχτερό κρύο, έμεινε για λίγο κάτω από τον μουντό ουρανό. Είχε ανάγκη από οξυγόνο.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Το ίδιο βράδυ όλοι ήταν στα κρεβάτια τους. Οι δείκτες σήμαναν τρεις μετά τα μεσάνυχτα, όταν η Μιράντα ξύπνησε από ενοχλητικούς πόνους στην κοιλιακή χώρα. Υπό άλλες συνθήκες θα καλούσε τον Αναγνώστου να τρέξει στο δωμάτιό της, εκείνη τη φορά όμως, θέλησε να σηκωθεί μόνη της. Τα κατάφερε! Έριξε πάνω της τη ρόμπα της και βγήκε στον διάδρομο. Σκόπευε να κατεβεί στην κουζίνα αλλά μόλις έπιασε την ξύλινη κουπαστή, ένιωσε ένα μούδιασμα στον σβέρκο. Δεν κούνησε ρούπι. Έτριψε τον αυχένα της και βαριανάσανε. Ξάφνου, ένιωσε μία ακαταμάχητη έλξη για τον δεύτερο όροφο της έπαυλης. Συνοφρυώθηκε, μα δεν αντιστάθηκε. Υπό τον χαμηλό φωτισμό του διαδρόμου πήρε την ανηφορική σκάλα αγνοώντας την ενόχληση στην κοιλιά της.
Οι πόρτες των δωματίων κλειστές. Απ’ το βάθος όμως, αμυδροί ήχοι έφταναν στα αυτιά της. Έμεινε ακίνητη. Έβγαλε τις παντόφλες της και ξυπόλυτη περπάτησε ώς εκεί. Καθώς πλησίαζε οι ήχοι γίνονταν εντονότεροι και η ίδια με γουρλωμένα μάτια συμπέραινε πως επρόκειτο για αγκομαχητά… ηδονής.
.jpg?t=-rm8nevtFen2905_hf-4xw)
Έγειρε με αποφασιστικότητα το χερούλι προς τα κάτω και μπήκε μέσα. Αστραπιαία τα μάτια της γούρλωσαν, το πιγούνι της κρέμασε και τα ακροδάχτυλά της πάγωσαν.
«Μιρά… Μιράντα…» Χαμένα τα λόγια της… Χριστίνας.
«Κυρία Μιράντα…» έκανε να μιλήσει και ο… Στέφανος.
Άμεσα πάσχισαν να καλύψουν τη γύμνια τους ενώ το βλέμμα της Μιράντας έμοιαζε με δόρυ που διαπερνούσε τα σώματά τους.
«Μιράντα σε… σε παρακαλώ…» Πνιγμένη από ντροπή η Χριστίνα.
«Εγώ φταίω, κυρία Μιράντα. Εγώ! Η Χριστίνα δεν…» Σαλεμένος ο Στέφανος.
Η Μιράντα προσγείωσε στην πραγματικότητα τον ψυχισμό της και με τον κυνισμό που ανέκαθεν τη διέκρινε ξεδίπλωσε: «Ελπίζω τουλάχιστον να πήρατε προφυλάξεις!» Τράβηξε το χέρι της και τους χάρισε τη θέα της πλάτης της. Με ελαφρώς γοργό βήμα πήρε τις κατηφορικές σκάλες έχοντας τις παντόφλες στα χέρια.
.jpg?t=CUnmgvdlEGqmGykpW3pnpQ)
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Για μια ολόκληρη εβδομάδα η Μιράντα δεν αντιδρούσε. Τουναντίον! Παρίστανε πως δεν είχε συμβεί το παραμικρό και εξακολουθούσε με επιδαύρια ερμηνεία να απευθύνεται στη νύφη της, όπως και πριν. Η Χριστίνα όμως, συνεχώς την απέφευγε και αρκούνταν στις απολύτως κοινές συνευρέσεις, όπως η ώρα του οικογενειακού δείπνου. Ο Στέφανος από την πλευρά του, αρνούνταν πεισματικά να περιφέρεται στο σαλόνι και καταπιανόταν με διάφορες δουλειές στο υπόγειο και στον κήπο της έπαυλης.
«Έχει συμβεί κάτι;» ρώτησε ο Φρειδερίκος τη Χριστίνα μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους, την ώρα που φορούσε τις πιζάμες του. «Με τη μητέρα μου, εννοώ. Έχει συμβεί κάτι; Μέρες τώρα δεν μου έχει μιλήσει σχεδόν καθόλου. Είναι συνεχώς καθισμένη στην πολυθρόνα του πατέρα δίπλα στο τζάκι. Αφηρημένη και βουβή».
«Πού θες να ξέρω εγώ;» αποκρίθηκε δήθεν ανίδεη εκείνη από τη θέση της στο κρεβάτι έχοντας στα πόδια της ένα περιοδικό μόδας.
«Μέσα στην εβδομάδα θα φύγω για Ιταλία. Δύο εφοπλιστές θέλουν συνάντηση για ένα νέο πλοίο που σκοπεύουν να αγοράσουν. Τέτοιες δουλειές δεν γίνονται μόνο με αντιπροσώπους», της γνωστοποίησε και ξάπλωσε δίπλα της. Έκανε να τη φιλήσει, μα εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Βρομάς αλκοόλ».
«Ένα ποτηράκι ήπια».
Τον κοίταξε επιθετικά. «Μην με δουλεύεις».
Ο Φρειδερίκος αναστέναξε προσβεβλημένος. «Καληνύχτα».
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Χάραξε Κυριακή. Η Κατερίνα εκτελώντας εντολές της Μιράντας μπήκε μέσα στην κρεβατοκάμαρα του γιου της και σκούντηξε ελαφρά τη Χριστίνα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε έντρομη εκείνη.
«Κυρία Χριστίνα, συγγνώμη που σας ξυπνάω τόσο νωρίς. Η κυρία Μιράντα θέλει να σας δει στο γραφείο».
Η Χριστίνα άνοιξε για τα καλά τα μάτια της και είδε την ώρα στην επιφάνεια του κινητού της. «Επτά η ώρα το πρωί; Κυριακάτικα; Έπαθε κάτι;»
«Όχι, όχι. Καλά είναι. Μου είπε ότι θέλει να σας δει. Τώρα!»
Η Χριστίνα ξεφύσηξε προβληματισμένη. «Πήγαινε και πες της ότι έρχομαι».
Ο Φρειδερίκος κοιμόταν δίπλα της πολύ βαριά. Δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Δάγκωσε τη γλώσσα της και πέταξε το πάπλωμα από πάνω της.
.jpg?t=2BCR5CIP4NOwDTzDxuEaxA)
Φορώντας τη ρόμπα της μπήκε στον χώρο της βιβλιοθήκης και στο βάθος αντίκρισε τη Μιράντα να κάθεται στο γραφείο και να καπνίζει. Έδειχνε τόσο… ετοιμοπόλεμη!
«Μόνο τα κοκόρια και οι φαντάροι ξυπνούν τόσο πρωί!» ήταν το ειρωνικό της σχόλιο.
Η Μιράντα πήρε μια βαθιά τζούρα νικοτίνης και έπειτα χαμογέλασε. «Καλημέρα και σε σένα, χρυσή μου. Θέλεις καφεδάκι;»
«Θέλω να μου πεις προς τι όλο αυτό;» Παρά την επιθετική της διάθεση η γλώσσα του σώματος σήμανε αμυντική στάση καθώς έδεσε τα χέρια της κάτω απ’ το στήθος της.
«Μέρες τώρα αναζητώ μία ήσυχη ώρα ώστε να μιλήσουμε. Μόνες! Αλλά βλέπεις, εδώ μέσα όλο και κάποιος περιφέρεται. Τα πρωινά της Κυριακής είναι τα μόνα φιλήσυχα. Γαλλικό ή ελληνικό καφέ;» της ανταπέδωσε ειρωνεία.
«Τι παιχνίδι ετοιμάζεσαι να παίξεις;» Μισόκλειστο το βλέμμα της Χριστίνας.
«Του εξολοθρευτή!» Άμεση η απάντησή της. «Και ξέρεις γιατί; Γιατί μπορώ! Πάντα μπορούσα να παίζω ό,τι θέλω, όπως το θέλω και με όποιους όρους θέλω. Κάθισε!» την πρόσταξε.
«Σ’ ακούω και όρθια».
Η Μιράντα ρούφηξε το τσιγάρο της και φύσηξε τον καπνό ψηλά. Έπειτα άρπαξε την πένα της και τη διατήρησε ανάμεσα στα δάκτυλά της. «Έχω να σου κάνω μία πρόταση. Αν φερθείς έξυπνα, μόνο κερδισμένη θα βγεις».
Η απορία αποτυπώθηκε στο ύφος της Χριστίνας.
«Ζητάς διαζύγιο από τον γιο μου με το πρόσχημα ότι δεν αντέχεις άλλο να βρίσκεσαι στο πλευρό ενός αλκοολικού. Όπως βλέπεις, σου έχω έτοιμη και τη δικαιολογία. Διατηρείς την αξιοπρέπειά σου δηλώνοντας παραίτηση από κάθε έννομο δικαίωμα επί της περιουσίας του. Μιας περιουσίας την οποία καταχράστηκες και με το παραπάνω. Και… μαζεύεις τα μπογαλάκια σου, δηλαδή εκείνο το βρακί με το οποίο ήρθες στο σπίτι μου και… εξαφανίζεσαι. Εγώ από την πλευρά μου, θα φροντίσω για τα υπόλοιπα. Δεν θα πεινάσεις, αν και θα ’πρεπε. Εκατό χιλιάδες ευρώ. Θαρρώ πως αρκούν».
«Χα!» Κάγχασε η Χριστίνα. «Είσαι τόσο προβλέψιμη! Περίμενα μια τέτοια αντίδραση. Νομίζεις πως ο γιόκας σου θα επιτρέψει να με χάσει; Θα κινήσει γη και ουρανό για να με βρει».
«Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ».
«Θα προτείνει να μπει μέχρι και σε κλινική απεξάρτησης απ’ το αλκοόλ, αρκεί να είναι μαζί μου».
«Θα του παρέχω εγώ τους καλύτερους γιατρούς. Διακόσιες!»
«Κι εφόσον θέλεις τόσο πολύ να φύγω και λες ότι τα έχεις φροντίσει όλα, μήπως έχεις φροντίσει και πού θα μείνω;»
«Τι υπονοείς;»
Η Χριστίνα ανασκουμπώθηκε και ανασήκωσε ψηλά το αιμοβόρο βλέμμα της.
«Θέλω το σπίτι στην Ύδρα. Φρόντισέ το με όποια δικαιολογία θέλεις».
Η Μιράντα διατήρησε την ψυχραιμία της. «Έχει τόσο υγρασία εκεί! Ποτέ μου δεν το αγάπησα αυτό το σπίτι. Χάρισμά σου!»
Η Χριστίνα την πλησίασε και της έκλεψε ένα τσιγάρο απ’ την ασημένια ταμπακιέρα. Το φούντωσε και παραμένοντας όρθια αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα! «Μήπως έχεις προνοήσει και για το μηνιαίο μου εισόδημα; Κάπως δεν πρέπει να βγάζω κι εγώ τον μήνα μου; Η σιωπή μου βλέπεις, για να μην μάθει η υψηλή κοινωνία την κατάντια του γιου σου θα σου κοστίσει κατιτίς».
.jpg?t=5bGzhC13BYdcySvdU0q22A)
«Χμ» χασκογέλασε η Μιράντα. «Έννοια σου, χρυσή μου και θα είμαι πολύ γενναιόδωρη. Ένα σεβαστό ποσό και μάλιστα εφ’ όρου ζωής που θα σου εξασφαλίζει να περνιέσαι για κυρία εκεί που το μεδούλι σου θα βρομοκοπά ρεζιλίκι. Δέκα χιλιάδες ευρώ».
Η Χριστίνα γέλασε δυνατά. «Γούστο έχεις!»
«Είκοσι!» αντιπρότεινε.
«Εξήντα», απάντησε η Χριστίνα με μισόκλειστα μάτια και βλέμμα που έσταζε μένος.
«Τριάντα!»
«Πενήντα».
«Τριάντα και τα ρέστα παγωτά». Το σαρδόνιο χαμόγελο της Μιράντας δεν άφηνε κανένα περιθώριο περαιτέρω διαπραγμάτευσης.
Η Χριστίνα πήρε μια βαριά τζούρα και μπόλιασε τα σωθικά της με… ικανοποίηση. Λύγισε το βάρος του κορμιού της πάνω απ’ το γραφείο και οι ματιές τους ευθυγραμμίστηκαν. «Μέχρι τέλους του μήνα τα θέλω όλα γραπτώς. Και μετά… θα μείνετε με την ανάμνησή μου». Έσβησε το τσιγάρο στο κρυστάλλινο τασάκι και απομακρύνθηκε.
«Μισό λεπτό!» Η φωνή της Μιράντας τη σταμάτησε για λίγο. «Η μνήμη μου είναι επιλεκτική. Η συνείδησή μου όμως όχι. Να το θυμάσαι αυτό!»
*Μην χάσετε το δεύτερο κεφάλαιο: «Κόκκινη νύχτα»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διατάγματα καρδιάς» - Διαβάστε το 4o μέρος «Συγγνώμη για όλα»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διατάγματα καρδιάς» - Διαβάστε το 3o μέρος «Εγώ αποφασίζω»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διατάγματα καρδιάς» - Διαβάστε το 2o μέρος «Μοιραία πρόσκληση»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διατάγματα καρδιάς» - Διαβάστε το 1o μέρος «Έρωτας από το πουθενά»
Ο σχολιασμός είναι απενεργοποιημένος