Η ακτινογραφία της κυβέρνησης με τη σκληρή γλώσσα των αριθμών

Η πνιγηρή καθημερινότητα, η οσμή της διαφθοράς και ο τυφώνας Κοβέσι 
Eurokinissi
5'

Ας ξεκινήσουμε με τα (δημοσκοπικά) νούμερα. Είναι εντυπωσιακά, δεν προοιωνίζονται απαραιτήτως «τέλος του έργου», αλλά συνιστούν μια γλαφυρή φωτογραφία της στιγμής. Παραθέτω τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας της Alco (Alpha):

Από τις δύο λέξεις που ακολουθούν, ποια θεωρείτε ότι χαρακτηρίζει καλύτερα την κυβέρνηση; Αποτελεσματικότητα 23%, αναποτελεσματικότητα 69%.

Από τις δύο λέξεις που ακολουθούν, ποια θεωρείτε ότι χαρακτηρίζει καλύτερα την κυβέρνηση; Διαφάνεια 14%, συγκάλυψη 74%.

Πάμε παρακάτω, από τις δύο λέξεις που ακολουθούν ποια θεωρείτε ότι χαρακτηρίζει καλύτερα την κυβέρνηση; Εντιμότητα 14%, διαφθορά 70%.

Συνεχίζω, ως τη μεταναστευτική πολιτική, μόλις 17% την θεωρεί αποτελεσματική ενώ το 71% την θεωρεί αναποτελεσματική.

Και τέλος, μόλις το 25% θεωρεί ότι η κυβέρνηση υπερασπίζεται επαρκώς τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, την ώρα που το 62% τοποθετείται αρνητικά.

Ξεκινάμε από τις απαιτήσεις περί διαφθοράς και σας παραπέμπω στα όσα είπε η Ευρωπαία Εισαγγελέας, επισκεπτόμενη πρόσφατα την Αθήνα, με τρεις τουλάχιστον καυτές υποθέσεις που μας αφορούν, υπό μάλης. Είπε, με μια κουβέντα, ότι «η διαφθορά σκοτώνει», συνδέοντας ευθέως το δυστύχημα των Τεμπών με την έλλειψη τηλεδιοίκησης, δηλαδή με την καθυστέρηση της υλοποίησης της σύμβασης 717. Αναφέρθηκε, επίσης, στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ με την ακόλουθη φράση: «Στην Ελλάδα ανακαλύψαμε ότι ο τρόπος που διαπράχθηκε η εγκληματική δραστηριότητα, ήταν πολύ καλά οργανωμένος με τη συμμετοχή υψηλών αξιωματούχων». Αυτό λοιπόν, το κεφάλαιο συνολικά (πρόσθεσε και τα σπιτάκια της ανακύκλωσης) αναδεικνύεται σε μόνιμο και μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση η οποία στην παρούσα φάση βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Από τη μία πλευρά δεν μπορούσε να επιτεθεί -όπως έπραξε στο παρελθόν κατά τρόπο επιθετικό- κατά της κυρίας Κοβέσι, γιατί είναι υπόλογη απέναντι στην κοινή γνώμη για πρόθεση συγκάλυψης των σκανδάλων (74%).

Από την άλλη, έπρεπε να αποκρούσει τις δηλητηριώδεις αιχμές της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, εφευρίσκοντας επιχειρήματα, μάλλον τραβηγμένα από τα μαλλιά και ως εκ τούτου ανίσχυρα να σηκώσουν έστω και κατ’ ελάχιστον το θηριώδες ποσοστό αμφισβήτησης των καλών της προθέσεων ως προς την αποκάλυψη της αλήθειας.

Συνεχίζουμε: Τι σημαίνει το γεγονός ότι κοντά το 70% των πολιτών θεωρεί αναποτελεσματική την πολιτική της κυβέρνησης και μόλις το 23% την θεωρεί αποτελεσματική; Σημαίνει πρώτα απ’ όλα πως εκτιμούν ότι δεν έχει δοθεί λύση της προκοπής στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που τους συμπιέζει καθημερινά, δηλαδή την ακρίβεια και επομένως αξιολογούν ως υποδεέστερα της αντιμετώπισής του, τα επιδόματα της τάξεως του 1,7 δισ. που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ: Είναι σαν να λένε προς το κυβερνών κόμμα «παρ’ το αλλιώς». Άλλωστε παρεμφερή εικόνα προσλαμβάνουμε και από την αξιολόγηση της λειτουργίας του δημοσίου συστήματος υγείας (με βάση προηγούμενες δημοσκοπήσεις) αλλά και από τη βαθμολογία της μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία κρίνεται επιεικώς ανεπαρκής (μόλις το 17% την επικροτεί). Μ’ άλλα λόγια, οι «θετικές γνώμες» σε βασικούς τομείς (καθημερινότητα, σκάνδαλα, εντιμότητα, μεταναστευτικό, εξωτερική πολιτική) είναι, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, λιγότερες ακόμη και από το χαμηλό ποσοστό που συγκέντρωσε η Νέα Δημοκρατία στην πρόθεση ψήφου.

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το ζουμί. Στο κατά πόσο το Μέγαρο Μαξίμου μπορεί να βγει από το σπιράλ στο οποίο έχει εγκλωβιστεί, ασφαλώς εξαιτίας αντικειμενικών παραγόντων αλλά και λόγω πράξεων ή παραλείψεων στο μέτωπο της διαχείρισης κρίσεων και στο πεδίο της αλλαγής στρατηγικής που είναι προφανές ότι υπαγορεύεται από τα νέα δεδομένα. Στις τελευταίες ευρωεκλογές, η ΝΔ έχασε από το κέντρο, στο οποίο πάντως αν το ορίσουμε ως κεντροδεξιά εξακολουθεί να έχει ισχυρή παρουσία, έχασε όμως και από τα δεξιά, όπου εξακολουθεί να χωλαίνει. Και ως προς αυτό το θέμα, η ίδρυση κόμματος Σαμαρά θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ισχυρό «ανάχωμα», ακυρώνοντας το σχέδιο του μαζικού επαναπατρισμού των ψηφοφόρων που τοποθετούνται στη λαϊκή (ταυτοτική) δεξιά.

Γενικότερα μιλώντας, το όνειρο της αυτοδυναμίας παραμένει χλωμό, ενώ ταυτόχρονα γεννώνται και προβληματισμοί ως προς το ενδεχόμενο, το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος στην κάλπη να είναι χαμηλότερο, ακόμη και από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εδώ και αρκετό καιρό έχει ανοίξει στο εσωτερικό της ΝΔ, μια συζήτηση για την «επόμενη ημέρα», στην περίπτωση μάλιστα που αυτή μπορεί να παραπέμπει στην ανάγκη σύστασης μιας κυβερνητικής συνεργασίας. Ούτε φυσικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι κάποιος αφελής Δον Κιχώτης, για να κυνηγά ανεμόμυλους. Επομένως δεν καταφερόταν κατά φανταστικών εχθρών, όταν έσπευσε από το βήμα της ΔΕΘ να ακυρώσει τη σεναριολογία περί αλλαγών εν κινήσει στο κόμμα του και διαδοχή του ίδιου.

Η διαρκής αναζήτηση από την πλευρά της ΝΔ, του «παλιού εαυτού της», έτσι ώστε να απευθυνθεί ταυτόχρονα σε διαφορετικά ακροατήρια που της έχουν γυρίσει την πλάτη, γίνεται προς το παρόν «έτσι, χωρίς πρόγραμμα». Γίνεται με επικοινωνιακές καντρίλιες, με λουστραρισμένες παροχές που όμως δεν ακουμπούν τα οξύτατα προβλήματα (όπως για παράδειγμα η διαβίωση, το δημογραφικό), με κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις, που όμως δεν κατευνάζουν την ανησυχία για το πώς και προς πού πορεύεται η χώρα, στο νέο γεωπολιτικό χάρτη, γίνεται με μετωπικές επιθέσεις στην αντιπολίτευση, που ούτως ή άλλως χειμάζεται, καθώς επίσης και με μια αυθαίρετη βεβαιότητα ότι μπροστά στο παραβάν, οι πολίτες θα δώσουν «ρέστα» στη σταθερότητα, λέγοντα περίπου «ας πάει και το παλιάμπελο».

Καλά όλα αυτά, αλλά σκέφτομαι ότι έτσι αποσπασματικά, χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο με πολιτικό υπόβαθρο, δουλειά μάλλον δεν γίνεται.

Διαβάστε επίσης