ΕΛΛΑΔΑ

Καθηγητής Ανδρουτσόπουλος στο Newsbomb.gr: Γιατί νόμος και όχι προσαρμογές στο σύμφωνο συμβίωσης; 

Καθηγητής Ανδρουτσόπουλος στο Newsbomb.gr: Γιατί νόμος και όχι προσαρμογές στο σύμφωνο συμβίωσης; 
Φωτ.: Eurokinissi

Ο καθηγητής εκκλησιαστικού δικαίου σχολιάζει όλες τις παραμέτρους του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια 

Το διχασμό της κοινωνίας, τη διάσταση απόψεων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αλλά και την πρακτική αντιμετώπιση του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια, σχολιάζει μιλώντας στο Newsbomb.gr ο αναπληρωτής καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, κ. Γιώργος Ανδρουτσόπουλος.

Σύμφωνα με τον καθηγητή η απόφαση της κυβέρνησης «για νομοθέτηση του ομόφυλου γάμου οδηγείται στην υλοποίησή της, με την αναμενόμενη ψήφιση, έστω και με απώλειες, του σχετικού νομοσχεδίου».

Ωστόσο ο κ. Ανδρουτσόπουλος εστιάζει σε κάποιες συγκεκριμένες παραμέτρους. «Είναι γεγονός ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν πρέπει να διχάζουν την κοινωνία και να απειλούν τη συνοχή της, αλλά να είναι καρπός των ευρύτερων δυνατών συναινέσεων. Στο επίμαχο ζήτημα, η κοινωνία εμφανίζεται μάλλον διχασμένη σύμφωνα με τα στατιστικά ευρήματα. Πολλώ δε μάλλον που δεν έχει πειστικά επικοινωνηθεί, κατά τη γνώμη μου, για ποιο λόγο η ρυθμιστική ανάγκη που επιβάλλει τη νομοθέτηση του ομόφυλου γάμου δεν μπορεί επαρκώς να καλυφθεί με τις αναγκαίες προσαρμογές και βελτιώσεις του πλαισίου που διέπει την κατάρτιση του συμφώνου συμβίωσης», θέτει εύλογο ερώτημα.

Ο αποκλεισμός της Εκκλησίας από την κοινοβουλευτική διαδικασία

Με την επεξεργασία του νομοσχεδίου στις επιτροπές να ολοκληρώνεται και την μεταφορά του στην Ολομέλεια να είναι δρομολογημένη, ο καθηγητής εκφράζει την απορία του για τον αποκλεισμό της Εκκλησίας από την κοινοβουλευτική διαδικασία συζήτησης του νομοσχεδίου. «Το επιχείρημα ότι οι θέσεις της είχαν ήδη επικοινωνηθεί και με σαφήνεια διατυπωθεί δεν είναι, κατά την άποψή μου, πειστικό. Και τούτο, διότι η Εκκλησία είναι, κατά την κοσμική της διάσταση, και φορέας της κοινωνίας των πολιτών, το συλλογικότερο μάλιστα υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας. Είναι ξεκάθαρο ότι μόνη η Πολιτεία νομοθετεί. Η Εκκλησία, από την άλλη, αγαπητικά νουθετεί. Ο νομοθέτης, ωστόσο, διαβουλεύεται με την κοινωνία για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως άλλωστε είναι και το προκείμενο. Αυτό, μάλιστα, καταφάσκει και τους περιώνυμους διακριτούς ρόλους δύο δύσπιστων, κατά τα λοιπά, εταίρων, οι οποίοι πρέπει να γίνονται αμφίπλευρα σεβαστοί», επισημαίνει.

Απάντηση στα περί αμαρτίας και ομοφυλοφιλίας

Συμπληρώνει ωστόσο πως στη συνάφεια αυτή «αν και η Πολιτεία κυριαρχικά αποφασίζει, δεν επιτρέπεται, συγχρόνως, αλαζονικά να θεολογεί».

«Κατά τούτο, παρίσταται τουλάχιστον ατυχής η ex cathedra κυβερνητική απόφανση ότι “προφανώς η ομοφυλοφιλία δεν είναι αμαρτία” . Η αμαρτία εννοιοδοτείται μόνο από την Εκκλησία στο πλαίσιο του δικαιώματός της στη θρησκευτική αυτονομία, το οποίο συνταγματικά απολαμβάνει. Η Πολιτεία δεν οφείλει ασφαλώς να αποδεχθεί τον ορισμό, για τον οποίο εξάλλου δεν νομιμοποιείται να επιδεικνύει κάποιο ενδιαφέρον», τονίζει ο κ. Ανδρουτσόπουλος.

Εκτιμάει πάντως ότι «η διαφωνία, Εκκλησίας και Πολιτείας επί της ουσίας του ζητήματος τυγχάνει ευεξήγητη και εν πολλοίς αναμενόμενη, καθώς ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία στην προσέγγισή του. Έτσι, από τη μια, η Εκκλησία αντιμετωπίζει τον γάμο ως μυστήριο και τονίζει διαχρονικά την ανάγκη σεβασμού της ιερότητάς του, ενώ η Πολιτεία τον βλέπει απλώς ως σύμβαση και εξ αυτού νομοθετεί τους όρους και το πλαίσιο της κατάρτισής της».

Η στάση της Εκκλησίας μετά από την ψήφιση του νομοσχεδίου

Το τελευταίο ερώτημα του Newsbomb.gr στον καθηγητή Ανδρουτσόπουλο είχε να κάνει με την επόμενη μέρα, υποθέτοντας πως το νομοσχέδιο θα «περάσει» από το Κοινοβούλιο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

«Η Εκκλησία, αν και δεν θεολογεί με όρους επικαιρότητας και δεν πολιτεύεται με κριτήριο τη δημοφιλία των αρχών της, οφείλει να αναλάβει την ποιμαντική της ευθύνη και να μην αποκλείσει από τη μέριμνά της όσες/ους υιοθετήσουν νομοθετημένες δυνατότητες που δεν συνάδουν με την αιώνια διδασκαλία της. Στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να στοιχηθεί με τη θέση που είχε ήδη προ 40ετίας διατυπώσει ότι η άρνηση βάπτισης τέκνων τα οποία προέρχονται από πολιτικό γάμο προβάλλει άστοργη και αδικαιολόγητη», απαντάει.