ΕΛΛΑΔΑ

Μέτωπο δικαστών εναντίον του Μνημονίου-Προσέφυγαν στο ΣτΕ

Μέτωπο δικαστών εναντίον του Μνημονίου-Προσέφυγαν στο ΣτΕ

Σχεδόν στο σύνολο τους οι δικαστές της χώρας προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να κριθεί αντισυνταγματικό και αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το Μνημόνιο ΙΙΙ.

Αναλυτικά, όλες οι δικαστικές Ενώσεις και 602 δικαστές από όλο το φάσμα της Δικαιοσύνης κατέθεσαν αγωγές για το σκέλος εκείνο του Μνημονίου που μειώνει αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 τις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και ρυθμίζει τμηματικά τον τρόπο επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών» στο Δημόσιο.

Τόσο οι δικαστικές Ενώσεις, όσο και οι δικαστές, ζητούν παράλληλα να ακυρωθεί η απόφαση του υπουργού Οικονομικών που προβλέπει την επιστροφή «των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων» που προκύπτουν από την εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙΙ (αναδρομική μείωση αποδοχών και συντάξεων).

Επιπλέον, ως προς το Μνημόνιο ΙΙΙ ζητούν να ακυρωθεί η υποπαράγραφος που αφορά στις μισθολογικές διατάξεις των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα.

Επισημαίνεται ότι στις ομαδικές αυτές προσφυγές οι δικαστές και οι εισαγγελείς δεν προσέφυγαν στο Μισθοδικείο, γιατί έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι στο Μισθοδικείο υπάγονται μόνο ατομικές μισθολογικές, συνταξιοδοτικές και φορολογικές υποθέσεις δικαστών και η προσφυγή του αφορά «ακυρωτική διαφορά» που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ.

Επίσης, οι δικαστές υποστηρίζουν ότι οι περικοπές των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών παραβιάζουν άρθρα του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμά τους στην περιουσία. Στην έννοια της περιουσίας, όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνονται τόσο οι αποδοχές, όσο και οι συντάξεις.

Ακόμη, υπογραμμίζουν ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, πρέπει να είναι ισότιμες με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής). Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι οι αποδοχές των πρόεδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας ανέρχονται το έτος 2013 στα 3.756 ευρώ, ενώ των βουλευτών οι καθαρές αποδοχές ανέρχονται στα 6.568 ευρώ. Επιπρόσθετα, οι βουλευτές έχουν επιπλέον παροχές, όπως είναι τηλέφωνα, κ.λπ.

Επίσης, υπογραμμίζεται στις προσφυγές ότι το Σύνταγμα προβλέπει πως ο νομοθέτης υποχρεούται να παρέχει στον δικαστή, αφενός μεν αποδοχές, επαρκείς και ανάλογες του λειτουργήματός του, αφετέρου τις κατάλληλες συνθήκες και υποδομές, ώστε αυτός να είναι σε θέση να επιτελεί «το δικαιοδοτικό του έργο» στο υψηλό επίπεδο που επιτάσσουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.

Στην πραγματικότητα όμως, αυτό δεν συμβαίνει, σημειώνουν οι δικαστικοί λειτουργοί, καθώς η Πολιτεία αδυνατεί να προσφέρει στους δικαστές την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, αλλά ούτε «διατηρεί πρόσφορες συνθήκες ομαλής και ορθολογικής άσκησης του δικαιοδοτικού τους έργου».

Για τον λόγο αυτόν, συνεχίζουν στις προσφυγές τους οι δικαστικές Ενώσεις, η Πολιτεία από το 1997 έχει χορηγήσει στους δικαστές ειδικά επιδόματα (αντισταθμιστικό επίδομα, πάγια αποζημίωση, κλπ).

Έτσι, οι αποδοχές των δικαστών μπορούν να περικοπούν μόνο εφόσον αυτό επιβάλλεται από την ανάγκη αντιμετώπισης εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, μετά από αιτιολογημένο αποκλεισμό άλλων εναλλακτικών λύσεων, αναφέρουν οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης.

Επίσης, προσθέτουν ότι το Μνημόνιο ΙΙΙ επιβάλλει μειώσεις στις αποδοχές των δικαστών, σε τέτοιο ύψος που ανατρέπουν το καθεστώς οικονομικής ασφάλειας που πρέπει αυτοί να απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Επαναλαμβάνουν ότι οι περικοπές στις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών ανέρχονται στο 44%, ενώ το νέο μισθολόγιο των δικαστών συντάχθηκε κατά αντισυνταγματικό τρόπο, αφού έχει ενταχθεί σε άσχετο νόμο που ρυθμίζει και άλλα θέματα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 88 του Συντάγματος έπρεπε να ρυθμιστεί με ειδικό νόμο.