ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Ο Άρειος Πάγος «σφράγισε» το ακαταδίωκτο τραπεζικών στελεχών

Τράπεζες

Με την υπ΄ αριθμ. 158/2021 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία δημοσιεύει σήμερα αποκλειστικά το Newsbomb.gr, παύει οριστικά κάθε δίωξη που είχε ασκηθεί για το αδίκημα της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος για στελέχη τραπεζών για δανειοδοτήσεις ιδιωτών - επιχειρηματιών ή κομμάτων και «απαγορεύει» ρητά και κατηγορηματικά την άσκηση για το ίδιο αδίκημα στο μέλλον, εάν δεν υπάρχει σχετική έγκληση των αρμοδίων οργάνων της τράπεζας και εντός τριών μηνών από την διάπραξη του αδικήματος!

Όπως δηλαδή προβλέπει ο νέος νόμος 4619/19 σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση, η παράβλεψη ή παρερμηνεία, ή άρνηση εφαρμογής του νόμου, ή η αντίθετη εφαρμογή του από τα δικαστήρια και τα Συμβούλια Βουλευμάτων θα είναι άκρως αντισυνταγματική πράξη - απόφαση και ως εκ τούτου μη εφαρμοστέα!

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου βρίσκει άμεση εφαρμογή σε μείζονος ενδιαφέροντος υποθέσεις που απασχόλησαν την κοινή γνώμη, όπως Τ.Τ. (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο), Τράπεζα Πειραιώς, πρώην Αγροτική Τράπεζα, Άττικα, Άλφα αλλά και σε υποθέσεις που αφορούσαν σε δάνεια μεγάλων επιχειρηματιών και στα δάνεια των κομμάτων!

Πώς φτάσαμε όμως στην εν λόγω ρηξικέλευθη και άκρως εμπεριστατωμένη απόφαση, με την οποία ουσιαστικά κρίνεται συνταγματικός ο νόμος 4619/19 στον οποίο προβλεπόταν μεταξύ άλλων ότι για να υπάρχει δίωξη σε βάρος στελεχών τραπεζών για το αδίκημα της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος θα πρέπει οι αρμόδιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί να καταθέσουν έγκληση (μήνυση) σε βάρος των όσων φέρονται να διέπραξαν το αδίκημα εντός τριών μηνών από τη διάπραξή του αλλιώς δεν μπορεί να διωχθούν. Μέχρι και την ψήφιση του επίμαχου νόμου, η δίωξη γινόταν αυτεπαγγέλτως.

Η πρώτη εφαρμογή του νόμου ήρθε για την υπόθεση που αφορούσε στα στελέχη της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, ενώ είχαν εκδοθεί και τρία βουλεύματα, με τα οποία κρίθηκε ότι δεν πρέπει να παύσει η δίωξη τραπεζικών στελεχών για το αδίκημα της απιστίας, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος 4619/19 είναι κατάφωρα αντισυνταγματικός. Τον Οκτώβριο του 2020 ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Παπαγεωργίου ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης που αφορούσε στην απαλλαγή των στελεχών της Αγροτικής, ζητώντας να κηρυχθεί παράνομη και να κριθεί ο νόμος αντισυνταγματικός.

Η απόφαση ωστόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με προεδρεύουσα την κα. Θούα (αντιπρόεδρο του Α.Π.), εισηγητή τον κ. Γ. Κουτσοκώστα και εισαγγελέα τον κ. Δ. Παπαγεωργίου προχώρησε σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη όσο και νομικά τεκμηριωμένη απόφαση, με την οποία κρίνει πέρα για πέρα συνταγματικό τον νόμο.

Αξίζει να σταθούμε σε τρείς παραγράφους της απόφασης, ενδεικτικό της νομικής σκέψης που επικράτησε.

Επισημαίνεται, κατά αρχάς, το αυτονόητο, δηλαδή ότι οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να μην εφαρμόζουν νόμο αντίθετο στο Σύνταγμα, αναφέροντας: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο στο Σύνταγμα. Ο δικαστής, επομένως στο πλαίσιο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της αντίθεσης του νόμου προς το Σύνταγμα, έχει την υποχρέωση να μην εφαρμόζει νόμο, το περιεχόμενο του οποίου είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Υπογραμμίζει, όμως, η απόφαση: «Δεν μπορεί όμως ο δικαστής να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου, ούτε να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου, υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, διότι στην περίπτωση αυτή θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου και θα υποκαθιστούσε στο ρόλο του το νομοθέτη».

Όσον αφορά στη συνταγματικότητα του νόμου, επισημαίνει, μεταξύ άλλων: «…με την πρόβλεψη της δίωξης μετά από έγκληση δεν παραβιάζεται η προαναφερόμενη αρχή του αρ.4 παρ.1 του Συντάγματος, αφού με τη θέσπιση της δίωξης των στελεχών αυτών, για την κακουργηματική απιστία μετά από έγκληση, ρυθμίζεται περίπτωση δίωξης για την αξιόποινη αυτή πράξη, ορισμένης κατηγορίας προσώπων, όπως στελεχών των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, είναι ουσιωδώς ανόμοια, σε σχέση με εκείνη (περίπτωση δίωξης), για την ίδια αξιόποινη πράξη στελεχών των ανώνυμων εταιρειών και, συνεπώς, δεν πρόκειται για τη ρύθμιση όμοιων περιπτώσεων, στην οποία και μόνον αναφέρεται η τήρηση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ακόμη και εάν επρόκειτο για όμοιας κατηγορίας πρόσωπα, ο έλεγχος της επίμαχης διάταξης υπό το πρίσμα του αρ.4 του Συντάγματος, θα επέβαλλε, η όποια «ανισότητα» να αρθεί με την επέκταση της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας (η οποία συνιστά ευνοικότερη ρύθμιση) κατ΄ εφαρμογή της επεκτατικής ισότητας και όχι με την αναβίωση του αξιοποίνου μέσω αυτής, που καταλήγει έτσι, σε παραβίαση της κατοχυρωμένης από το αρ.7 του Συντάγματος αρχής της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής…».

Και τέλος, τονίζεται: «…ως προς το ενδεχόμενο της καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεων, για την εν λόγω πράξη της κακουργηματικής απιστίας, από τα όργανα της διοίκησης των ιδρυμάτων, πρέπει να λεχθεί ότι οι διοικήσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων λειτουργούν σε ένα αυστηρό ελεγκτικό και εποπτικό θεσμικό πλαίσιο το οποίο ελαχιστοποιεί τα περιθώρια αυθαίρετων αποφάσεων για τη συγκάλυψη αξιόποινων προσβολών της τραπεζικής περιουσίας. Έτσι στα τραπεζικά ιδρύματα τα περιθώρια αυτουπόθαλψης είναι πολύ πιο περιορισμένα σε σύγκριση με τις λοιπές ανώνυμες εταιρείες του ιδιωτικού δικαίου, στις οποίες ισχύουν χαλαρότερες προϋποθέσεις ως προς τη συγκρότηση διοικητικών συμβουλίων…».

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.

Διαβάστε επίσης:

Νέα πρόκληση από την Τουρκία: Ακταιωρός παρενόχλησε σκάφος του λιμενικού – Βίντεο-ντοκουμέντο