Τα μεγάλα «what if» για τον μύθο του Βασίλη Χατζηπαναγή
Πηγή: Newsbomb.gr
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Τα μεγάλα «what if» για τον μύθο του Βασίλη Χατζηπαναγή

Ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών, σύμφωνα με την ΕΠΟ, είναι ο Βασίλης Χατζηπαναγής ο οποίος θα μπορούσε να έχει πετύχει ακόμα σπουδαιότερα επιτεύγματα αν δεν «εγκλωβιζόταν» σε λάθος επιλογές και καταστάσεις. 

Δεκαετία ’70. Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει ζήσει το απίστευτο. Έχει δει τον Παναθηναϊκό να φτάνει στον τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στο «Γουέμπλεϊ» απέναντι στον Άγιαξ και όλα βρίσκονται στον αστερισμό της μπάλας. Ο Ολυμπιακός του Γουλανδρή μοιάζει κάποιες χρονιές άτρωτος, ο ΠΑΟΚ του Κούδα και του προέδρου Παντελάκη καταφέρνει να μπει «σφήνα» στις ομάδες της Αθήνας, η ΑΕΚ ανακτά τη χαμένη της αίγλη και σταδιακά έρχονται και ξένοι ποδοσφαιριστές εγνωσμένης αξίας στο πρωτάθλημα. Παράλληλα προχωρά και η διαδικασία ελληνοποίησεων κυρίως Λατινοαμερικάνων ποδοσφαιριστών, σε μια παράνοια που μεταφέρθηκε ακόμα και στη μεγάλη οθόνη.

1975, Σοβιετική Ένωση. Η εθνική ομάδα δεν διάγει και τις καλύτερες ημέρες της. Στο εσωτερικό κυριαρχεί η Ντιναμό Κιέβου του Βαλερί Λομπανόφσκι με μπροστάρη έναν – μετέπειτα- γνώριμο στην ελληνική ποδοσφαιρική σκηνή, τον Όλεγκ Μπλαχίν. Κάπου στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, στην Τασκένδη, ένας νεαρός «βγάζει μάτια» και έχει ήδη κληθεί στις «μικρές» εθνικές ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και στην Ολυμπιακή ομάδα. Καταφέρνει, μάλιστα, να αναδειχθεί δεύτερος καλύτερος ποδοσφαιριστής πίσω από τον σούπερ σταρ Μπλαχίν, παίζοντας στην Παχτακόρ Τασκένδης. Το όνομά του, στα ρωσικά, είναι Василис Кирьякович Хадзипанагис. Σε απλά ελληνικά, Βασίλης Χατζηπαναγής.

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, στο κέντρο, την εποχή που αγωνιζόταν στις εθνικές ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης.

Το γεγονός ότι ήταν Έλληνας της διασποράς, αλλά και ένα σπουδαίο ταλέντο κατά κοινή ομολογία, έκανε τις ομάδες της χώρας να ενδιαφερθούν για την απόκτησή του. Στην εποχή που έρχονταν Αργεντινοί, Βραζιλιάνοι, Γιουγκοσλάβοι, το να βάλει μια ομάδα στη «μηχανή» της έναν ποδοσφαιριστή που έμαθε τα βασικά του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού στη Σοβιετική Ένωση, ο οποίος διαθέτει και ταλέντο, και επιπλέον είναι Έλληνας, θα ήταν η καλύτερη δυνατή κίνηση. Ο Ολυμπιακός χτυπάει πρώτος την πόρτα της Παχτακόρ Τασκένδης, αλλά εισπράττει το «όχι». Διότι επιχείρησε να αγοράσει τον Βασίλη Χατζηπαναγή, όμως, το Σοβιετικό καθεστώς απαγόρευε αγοραπωλησίες με ομάδες του εξωτερικού. Ο «Βάσια», θα μπορούσε να φύγει για την Ελλάδα και κατ’ επέκταση να αγωνιστεί στο πρωτάθλημα ως «επαναπατρισθέντας Έλληνας».

Από το Ουζμπεκιστάν στη Θεσσαλονίκη με τρένο...

Ο Ηρακλής, που ναι μεν αποτελούσε ιστορική ομάδα αλλά χωρίς μεγάλες επιτυχίες ως τότε, κάνει την κίνηση – ματ. Εντοπίζει τη γιαγιά του Βασίλη Χατζηπαναγή στη Θεσσαλονίκη, εκείνη υπογράφει και ο 21χρονος άσος φτάνει με το τρένο τα μεσάνυχτα της 22ας Νοεμβρίου 1975 στη «νύφη του Βορρά». Περίπου 1.000 φίλοι του «Γηραιού» τον περιμένουν στον σταθμό των τρένων, αφού η φήμη του έχει ταξιδέψει πριν από αυτόν. Και όχι άδικα. Ο άνθρωπος απλά… μιλούσε στη μπάλα. Της… ψιθύριζε κι αυτή υπάκουε τυφλά, μαγεμένη, ερωτευμένη θα έλεγε κανείς, σε κάθε του κάλεσμα. Με την κυανόλευκη φανέλα θα κάνει πράγματα και θαύματα και θα είναι καθοριστικός στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 1976.

Οι «μνηστήρες» θα γίνουν πολλοί και θα θελήσουν να πάρουν τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Ο ίδιος έχει πει πως υπήρξαν προσφορές που έφτασαν τα 120 εκατ. δραχμές, από τον Παναθηναϊκό το 1981, και τα 300 εκατ. δραχμές, από τη Νιού Γιορκ Κόσμος το 1984, αλλά και ενδιαφέρον από την Άρσεναλ, τη Στουτγάρδη, τη Λάτσιο, την Πόρτο και άλλες ευρωπαϊκές ομάδες, όμως, ο Ηρακλής πάτησε επάνω στο συμβόλαιο που υπήρχε εκείνη την εποχή και δέσμευε τον παίκτη για δεκαετίες με μια ομάδα, με αποτέλεσμα να τον κρατήσει… για πάντα. Ένα, πρώτο, μεγάλο «what if», λοιπόν για τον «Νουρέγιεφ», όπως τον βάφτισε ο τότε δημοσιογράφος και μετέπειτα βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Λιάνης.

«Στην καριέρα μου όλα ήταν ένα λάθος. Πολλοί λένε ότι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν το ταλέντο μου χωρίς εγώ να κερδίσω τίποτε και μάλλον έχουν δίκιο. Η καριέρα μου θα ήταν σίγουρα καλύτερη αν δεν εμπιστευόμουν τυφλά ανθρώπους που τελικά στην πορεία απέδειξαν ότι δεν το άξιζαν»

Το «ελάφι της Τασκένδης», όπως τον είχαν «βαφτίσει» στη Σοβιετική Ένωση, είχε χαρακτηρίσει μάλιστα σε μεταγενέστερη συνέντευξη ως «απάνθρωπα» τα συμβόλαια που υπέγραφαν τότε οι ποδοσφαιριστές. Το 1977 προσπάθησε να αποσπάσει δικαστικά την ελευθερία του, κέρδισε σε πρώτο βαθμό αλλά στο εφετείο έχασε, και έμεινε έτσι στον Ηρακλή. Μάλιστα, πάνω στην πρωτόδικη απόφαση της διαμάχης Χατζηπαναγή – Ηρακλή «πάτησε» στη συνέχεια ο ΠΣΑΠ (το συνδικαλιστικό όργανο των ποδοσφαιριστών) και πέτυχε την περιβόητη «πενταετία» στα συμβόλαια. Πράγματα που σήμερα, βέβαια, στη βιομηχανία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου μοιάζουν αδιανόητα.

Τα «μαγικά» του «Βάσια», η Μικτή Κόσμου και η μεγαλύτερη πικρία του

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, λοιπόν, από το 1975 μέχρι το 1990 θα χαρίσει μοναδικές στιγμές στους φίλους του Ηρακλή αλλά και τους φίλους του ποδοσφαίρου σε όλη την Ελλάδα. Σε 281 αγώνες θα βάλει 62 γκολ και θα δώσει δεκάδες ασίστ στους συμπαίκτες του, όμως, αυτό που έκανε τους πάντες να τον θαυμάζουν ήταν οι εξωγήινες ντρίμπλες του, το αέρινο στιλ του και τα «μαγικά» που έκανε με τη μπάλα. Όμοιά τους, οι Έλληνες φίλαθλοι είχαν δει μόνο από τις – νεόκοπες τότε – τηλεοράσεις από τους Βραζιλιάνους και τον Μαραντόνα. Κι αν με τον Πελέ είχε βρεθεί σε ένα τουρνουά Ελπίδων στην Τζακάρτα, ενώ ήταν τότε παίκτης στη Σοβιετική Ένωση, με τον Ντιέγκο δεν βρέθηκε ποτέ στον ίδιο αγωνιστικό χώρο όπως ο ίδιος είπε. Ενδεχομένως μια τέτοια σύγκριση και σύγκρουση να έμενε και στην ιστορία.

Έχοντας μια τεράστια φήμη να τον συνοδεύει, ο Βασίλης Χατζηπαναγής το 1984 αγωνίστηκε και στη μικτή κόσμου. Πλάι στον Φραντς Μπεκενμπάουερ, τον Μάριο Κέμπες, τον Πάολο Φούτρε, τον Πίτερ Σίλτον, τον Ούγκο Σάντσεζ, τον Κέβιν Κίγκαν και άλλους σταρ της εποχής, σε παιχνίδι που έγινε στη Νέα Υόρκη. Απίστευτο επίτευγμα το να κληθεί εκεί ως ποδοσφαιριστής του Ηρακλή! Τα ζογκλερικά του, τα γκολ από απευθείας εκτέλεση κόρνερ, εννέα τον αριθμό που είναι ρεκόρ για την Ελλάδα, και το όνομα που είχε χτίσει τον έφεραν στο πλευρό των καλύτερων, χωρίς καν να έχει χριστεί διεθνής με τη χώρα μας. Το δεύτερο, και μεγαλύτερο, «what if» και το μέγιστο παράπονο του ίδιου του «Βάσια».

Η παρουσία του στις εθνικές ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης μπλόκαρε τη συμμετοχή του στην Εθνική Ελλάδας. Η ΕΠΟ, τότε, ολιγώρησε και δεν πίεσε καταστάσεις. Ο ίδιος θα πει αργότερα πως έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι προερχόταν από αριστερή οικογένεια αλλά και το γεγονός ότι δεν έπαιζε σε μια από τις «μεγάλες» ομάδες του πρωταθλήματος για να υπάρξουν ανάλογες πιέσεις. «Με ένα απλό δικαστήριο στη FIFA, θα είχαν αποδείξει ότι οι γονείς μου είναι Έλληνες και θα είχα παίξει στην εθνική ομάδα», θα πει σε συνέντευξή του.

Θα φορέσει το εθνόσημο σε κάποιους αγώνες των Ελπίδων και σε ένα φιλικό με την Πολωνία στις 6 Μαΐου 1976 στη Λεωφόρο. Θα το ξαναβάλει 33 χρόνια μετά, όταν διοργανώνεται αγώνας Ελλάδα – Γκάνα προς τιμήν του. Στις 14 Δεκεμβρίου 1999 ο 45χρονος Χατζηπαναγής θα αγωνιστεί 21 λεπτά, θα έχει συνεισφορά στο μοναδικό γκολ της αναμέτρησης για τη «γαλανόλευκη» και θα αποθεωθεί από δεκάδες χιλιάδες κόσμου που κατέκλυσαν το «Καυτανζόγλειο».

Στο ίδιο γήπεδο, «έγραψε» και τη μοναδική του εμφάνιση σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, την ημέρα της απόσυρσής του από την ενεργό δράση. Ήταν φθινόπωρο του 1990, όταν ο Ηρακλής αντιμετώπισε τη Βαλένθια στο «Καυτανζόγλειο». Στο 70’ ο τότε τεχνικός της ομάδας Τέλης Μπατάκης, τον αντικατέστησε. Στη ρεβάνς, στην Ισπανία, δεν τον έβαλε καν να αγωνιστεί. Ο «Γηραιός» ηττήθηκε 2-0 και αποκλείστηκε.

Περίπου έναν μήνα αργότερα, ο Βασίλης Χατζηπαναγής ανακοίνωνε το τέλος από το ποδόσφαιρο. «Είχα κάπου οκτώ μήνες να παίξω, επανήλθα και αποφάσισα να αποχωρήσω για προσωπικούς λόγους. Ήθελα ο κόσμος να με θυμάται όπως ήμουν και όχι σαν γέρο», θα πει στις 9 Νοεμβρίου 1990 και θα προσθέσει πως «για εμένα, η αγάπη του κόσμου είναι το πιο σημαντικό από όλα».

Περίπου 13 χρόνια μετά, στις 15 Οκτωβρίου 2003, ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας της ΕΠΟ για την ανάδειξη του καλύτερου Έλληνα ποδοσφαιριστή των τελευταίων 50 ετών. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής ήταν στην πρώτη θέση.

Μια ακόμα διάκριση, θα έρθει για τον Χατζηπαναγή μόλις πριν από έναν χρόνο. Τον Οκτώβριο του 2021 η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση ο «Βάσια» επέλεξε να ασχοληθεί περισσότερο με τα παιδιά. Με την ανάπτυξη των ακαδημιών. Πολλοί, ακόμα και σήμερα, τον ρωτούν γιατί δεν έγινε προπονητής. «Δεν ήθελα να γίνω προπονητής, γιατί έχω ένα όνομα το οποίο σε πέντε λεπτά θα το είχα χαλάσει αν καθόμουν σε πάγκο στην Ελλάδα», θα ξεκαθαρίσει αρκετά χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του.

«Η μεγάλη μου πίκρα ήταν ότι δεν έπαιξα στην εθνική ομάδα, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη, ενώ και με τον Ηρακλή δεν μπορέσαμε να αγωνιστούμε στην Ευρώπη».

Η τραγωδία που θα μπορούσε να τον έχει στερήσει από το ποδόσφαιρο και ανέκδοτες ιστορίες

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής το 1979 μεσουρανούσε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Είχε, όμως, ήδη αρχίσει να αισθάνεται την πικρία για το γεγονός ότι δεν ήταν εύκολο να φύγει για μια μεγαλύτερη, από τον Ηρακλή ομάδα, ή ακόμα και για το εξωτερικό. Την ίδια περίοδο, θα συμβεί μια τραγωδία που θα τον σοκάρει, αφού αν δεν είχε φύγει από τη Σοβιετική Ένωση για την Ελλάδα θα μπορούσε να έχει στερήσει και τη δική του ζωή.

Ήταν 11 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς όταν ένα λάθος του πύργου ελέγχου σε αεροδρόμιο της Ουκρανίας, προκάλεσε τη σύγκρουση δυο αεροπλάνων στον αέρα. Στο ένα από αυτά, επέβαινε η ομάδα της Παχτακόρ. Η ομάδα στην οποία αγωνιζόταν ως το 1975 ο «Βάσια». Νεκροί 17 ποδοσφαιριστές και μέλη του τεχνικού τιμ.

«Ήμασταν με τον Ηρακλή για προετοιμασία στην Κατερίνη. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο ξενοδοχείο. Ήταν Έλληνες δημοσιογράφοι που ρωτούσαν τα ονόματα των παικτών της Παχτακόρ. Τι τα θέλετε, ρε παιδιά; τους ρώτησα. Σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα, μου είπαν. Πάγωσα. Μου κόπηκαν τα πόδια. Αν έμενα στην Τασκένδη, θα ήμουν κι εγώ νεκρός»

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής θυμάται πάντα με θλίψη αυτή την ιστορία και σε κάθε επίσκεψή του στη γενέτειρά του επισκέπτεται το νεκροταφείο για να τιμήσει τους παλιούς συμπαίκτες και προπονητές του.

Εκτός, όμως, από τις δύσκολες στιγμές η καριέρα και η ζωή του Βασίλη Χατζηπαναγή είχε και όμορφες, αλλά και αστείες στιγμές. Αστείες για όσους τις έβλεπαν, βέβαια, κι όχι για τους αντιπάλους του. Όπως ο Τάκης Στυλιανόπουλος της ΑΕΚ που στις 14 Μαρτίου 1982 είδε τον «Βάσια» να του κάνει την «ντρίμπλα του αιώνα» και να τον ξαπλώνει στο χορτάρι! «Ήταν μια έμπνευση της στιγμής, δεν ήθελα να τον ρεζιλέψω τον άνθρωπο προς Θεού», δήλωσε μετά τον αγώνα ο Χατζηπαναγής για ένα στιγμιότυπο – σταθμό στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αρκετοί σταρ της τότε εποχής, πάντως, έχουν παραδεχθεί πως απέφευγαν να τον μαρκάρουν για να μην εκτεθούν. Όχι άδικα…

Μια ιστορία που λίγοι γνωρίζουν ήταν το στοίχημα που έβαλε με τον Ζόραν Αντονιέβιτς. Έναν ποδοσφαιριστή που είχε αγωνιστεί μια δεκαετία στον κραταιό Ερυθρό Αστέρα των 60s και των 70s, τον οποίο ο ίδιος ο Χατζηπαναγής χαρακτήριζε «παικταρά». Μετά από μια προπόνηση, λοιπόν, έστησαν δέκα μπάλες στη γραμμή της μεγάλης περιοχής για να δουν ποιος θα πετύχει περισσότερες φορές το οριζόντιο δοκάρι. Ο Αντονιέβιτς το κατάφερε τρεις φορές. Ο Χατζηπαναγής… οκτώ!

Για τον «Βάσια», άλλωστε, βγήκαν φράσεις όπως «ντριμπλάρει μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο» ή «ένας τρόπος υπάρχει για να τον σταματήσεις, να τον κλειδώσεις στα αποδυτήρια». Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, ακόμα και σήμερα, είναι γνωστός σε φίλους του ποδοσφαίρου ακόμα κι αν είναι ιδιαίτερα μικροί σε ηλικία. Άλλωστε, υπάρχουν μέχρι και γκράφιτι σε τοίχους – κυρίως στη Θεσσαλονίκη – με τη μορφή του «Νουρέγιεφ» με τη φανέλα του Ηρακλή από τη δεκαετία του ’70 και του ’80 που θυμίζουν όσα «μαγικά» έκανε στα γήπεδα. Στο Infographic που ακολουθεί, μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Για να θυμούνται οι παλιοί, και να μαθαίνουν οι νέοι…

Διαβάστε επίσης

Ο Σταύρος Γκίνης στο Newsbomb.gr: Θέλω να προπονούμαι με την εθνική και παράλληλα να σπουδάζω

Στράτος Χουβαρδάς: Αγάπησε το σώμα σου αλλά πρόσεξέ το - Η σημασία της άσκησης και ο Μαραθώνιος

Σπύρος Χρυσικόπουλος: «Ένιωσα πως έφερα πιο κοντά την Ελλάδα»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ