ΕΛΛΑΔΑ

«Ήρθα από την Αλβανία πριν 18 χρόνια. Νιώθω Κρητικιά»

«Ήρθα από την Αλβανία πριν 18 χρόνια. Νιώθω Κρητικιά»

Το 1940 που ξεκίνησε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος στην Αλβανία, εκείνη τη χρονιά γεννήθηκε και η Ισμαήλι Φίζε. Δεν ανέμενε, όμως, ότι πενήντα τέσσερα χρόνια μετά, το 1994, θα συνέχιζε τη ζωή της, οικογενειακώς, ως οικονομική μετανάστρια στην Κρήτη, θα αποκτούσε ιδιόκτητη κατοικία και θα έβαζε το νησί «μέσα στην καρδιά της»!

Η Φίζε, όπως αναφέρει το madeincreta.gr, παρόλα αυτά, «ρίζωσε» και στο Γεράνι, δυτικά της πόλης του Ρεθύμνου, μετά από πολύχρονο αγώνα για να επιβιώσει η ίδια, ο άντρας και τα έξι παιδιά τους, συνεχίζει να πασχίζει στις δουλειές που οι ντόπιοι τις χαρακτηρίζουν... κατώτερες της κοινωνικής τους υπόστασης. Δείχνει τον ώμο της και λέει: «Θέλει πολλή δουλειά για να κάνεις ένα σπίτι. Κι αυτό το κάναμε μετά από σκληρό αγώνα».

Την κρατάει, όμως, η Κρήτη και το Ρέθυμνο; «Κοίταξε», απαντάει, «εδώ έφαγα και τρώγω ψωμί. Οι άνθρωποι εδώ άνοιξαν την αγκαλιά τους και μας δέχτηκαν. Στην Ελλάδα είναι μια χαρά! Ήλθα και δεν είχα τίποτα. Όλοι στάθηκαν δίπλα μας. Άλλος μου έδωσε μια φόρμα να φορέσω, άλλος ένα ζευγάρι παπούτσια άλλος μια μπουκιά ψωμί να φάω. Ξέρεις τι είναι αυτό;».

Εδώ, λοιπόν, η Αλβανίδα μετανάστρια συνεχίζει τη ζωή της. Χαίρεται τα έξι παιδιά της, τα δέκα εγγόνια που της έδωσαν εκείνα που είναι παντρεμένα, και σε έξι μήνες θα χαρεί και το πρώτο της δισέγγονο!

Δεν ζητά πολλά από τη ζωή της και ευγνωμονεί όλους εκείνους που της έδωσαν και της δίνουν ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά και όλους τους άλλους που στάθηκαν δίπλα της προσφέροντάς της κάτι από την ψυχή τους. Ένα χαμόγελο! Και μάλιστα σε περιόδους που «οι Αλβανοί θεωρούνταν υπόδουλοι και στις τελευταίες δουλειές».

Τον περασμένο Σεπτέμβριο στις Αρχάνες, αναζητούνταν εναγωνίως Έλληνες και Κρητικοί να απασχοληθούν στον τρυγητό ενός αμπελιού. Όμως, ντόπιοι εργάτες δεν βρίσκονταν και ο αμπελουργός υποχρεώθηκε να αναζητήσει εργατικά χέρια στους μετανάστες. Το αμπέλι τρυγήθηκε, στο τέλος, από συνεργείο 18 Βουλγάρων και 2 Ελλήνων! Την ίδια ώρα, νεαροί Κρητικοί... έβγαζαν μεροκάματο στις καφετέριες!

«ΝΙΩΘΩ ΚΡΗΤΙΚΙΑ...»

Όσο τις επιτρέπουν οι δυνάμεις της, δεν λέει «όχι» σε κάθε πρόσκληση για εργασία. «Ήλθα πριν 18 χρόνια με την οικογένεια και από τότε πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά», λέει. «Και πού δεν δούλεψα! Καθάριζα ταβέρνα, σπίτια, ξενοδοχεία, φρόντιζα ανθρώπους. Τι να σου πω!»

Και γιατί να φύγει από την Κρήτη; «Εδώ θα μείνω, δεν φεύγω και μέχρι να είμαι ζωντανή στην Κρήτη θα είμαι. Πατρίδα μου είναι η Αλβανία, εκεί γεννήθηκα, όμως η καρδιά μου είναι σε τούτο το νησί. Νιώθω Κρητικιά...»