ΑΠΟΨΕΙΣ

Τεκμήριο αθωότητας και μέσα θεραπείας σε περίπτωση προσβολής του

Τεκμήριο αθωότητας και μέσα θεραπείας σε περίπτωση προσβολής του
UNSPLASH

Το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να γίνεται σεβαστό αφενός στον δημόσιο και αφετέρου στον ιδιωτικό τομέα

Η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί , όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο, κατάκτηση του κοινωνικού κράτους και του νομικού μας πολιτισμού, όπως γίνεται σαφές και από την ένταξη του σε κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος (όπως στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, αλλιώς ΕΣΔΑ) πέραν του Συντάγματος. Τόσο ο ύποπτος όσο και ο κατηγορούμενος θεωρούνται αθώοι μέχρι την νόμιμη απόδειξη της ενοχής τους, συνεπώς, το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να γίνεται σεβαστό αφενός στον δημόσιο και αφετέρου στον ιδιωτικό τομέα.

Η ΕΣΔΑ προβλέπει στα άρθρα 5 και 6 ότι το τεκμήριο αθωότητας μπορεί να υποστεί περιορισμούς σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες το άτομο συλλαμβάνεται για την διάπραξη αυτοφώρου εγκλήματος ή διατάσσονται για τον κατηγορούμενο περιοριστικά μέτρα κατά την προδικασία. Η νομολογία δέχεται ακόμα ότι η υποβολή του σε ιατρικές εξετάσεις για την διάγνωση της ικανότητας του προς καταλογισμό ή κατάχρησης ουσιών κατά την διάπραξη της αξιόποινης πράξης δεν καταστρατηγούν το τεκμήριο αθωότητας. Ορθή είναι και η κρίση για την τοποθέτηση στον κατηγορούμενο χειροπέδων, για λόγους ασφαλείας, καθώς και για την κατάσχεση χρηματικού ποσού κατά την σύλληψη του. Γενικά, οι περιορισμοί που υφίσταται το τεκμήριο, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη της αρχή της αναλογικότητας, να στοχεύουν στη διαφύλαξη ενός εξίσου σημαντικού έννομου αγαθού, όπως για παράδειγμα η δημόσια ασφάλεια και να δικαιολογούνται από τις περιστάσεις και φυσικά σε κάθε περίπτωση να σέβονται τον πυρήνα του.

Είναι λοιπόν απαραίτητο να επισημάνουμε τις συνέπειες της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας και τι μπορούμε να κάνουμε προκειμένου να θεραπεύσουμε την προσβολή του τεκμηρίου αυτού.

Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ: « Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, ακόμη, προκαλείται : 1) Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν … δ) την εμφάνιση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο , την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα». Κατά συνέπεια, η μη τήρηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, όπως αυτά ορίζονται από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, ανάμεσα τους και το τεκμήριο αθωότητας, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και καθιερώνει και λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Α’ ΚΠΔ και 484 παρ. 1 α’ ΚΠΔ).

Η προσφυγή του άρθρου 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο προστασίας του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Εξάλλου, προϋποθέσεις του παραδεκτού της εν λόγω προσφυγής αποτελούν η εξάντληση των ενδίκων μέσων, καθώς και η αποτελεσματικότητα και επάρκεια της παρεχόμενης εσωτερικής δικαστικής προστασίας. Σύμφωνα μάλιστα με τη νομολογία (αποφάσεις) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) , η προσβολή του τεκμηρίου της αθωότητας δεν είναι απαραίτητο να προβάλλεται σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς αρκεί η προβολή του για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επιπλέον, η επίκληση της προσβολής του δεν θα πρέπει να είναι ρητή. Αντιθέτως αρκεί και η απλή αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που τη στοιχειοθετούν.

Λόγω του ότι το τεκμήριο αθωότητας συνιστά και δικαιώμα και διαδικαστική εγγύηση, ο κατηγορούμενος ή ύποπτος έχει την δυνατότητα να επιλέξει ποιο μέσο θα ακολουθήσει για να θεραπεύσει (ή άρει) τις έννομες συνέπειες προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του. Μπορεί είτε ν’ασκήσει αγωγή σε βάρος του Δημοσίου κατά τις διατάξεις 105 και 106 ΕισΝΑΚ, και φυσικά δύναται να ασκήσει τα παραδοσιακά του δικαιώματα με προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατ΄αρθρο 59 επ. ΑΚ και 914 επ. ΑΚ. Με το άρθρο 7 Ν. 4596/2019 θεμελιώνεται το δικαίωμα του ύποπτου ή κατηγορουμένου ν’ ασκήσει αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του Δημοσίου προς αποκατάσταση της βλάβης, που υπέστη από δηλώσεις δημοσίων δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.

Κατ’ επέκταση και η παραβίαση της αρχής in dubio pro reo, (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου) εντάσσεται στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου και κατά συνέπεια, στοιχειοθετεί τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ και 484 παρ. 1 στοιχ. α και β’ ΚΠΔ.

Χρυσούλα (Χρύσα) Τσιώτση

Νομικός - Δικαστική υπάλληλος

LL.B; LL.M in Information Technology and Telecoms Law (U.K-Glasgow)