Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 4ο μέρος «Για τη Σταυρούλα»
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 4ο μέρος «Για τη Σταυρούλα»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το 4ο κεφάλαιο του διηγήματος του Newsbomb.gr, «Για τη Σταυρούλα».

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα θα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition. Το κεφάλαιο «Για τη Σταυρούλα» είναι το τέταρτο και τελευταίο του διηγήματος «Ο ήλιος των ψυχών» και μπορείτε να το διαβάσετε αμέσως πιο κάτω.

Καλή ανάγνωση!

Για τη Σταυρούλα

Ήταν η όγδοη ημέρα κατά την οποία η Δήμητρα νοσηλευόταν στο αντικαρκινικό νοσοκομείο. Η κατάστασή της είχε επιβαρυνθεί επικίνδυνα, ενώ οι γιατροί είχαν ήδη προετοιμάσει τη Μαρία για το -κατ’ αυτούς- αναπόφευκτο.

«Δεν υπάρχουν ελπίδες;»

«Λυπάμαι πολύ. Η επιστήμη έχει εξαντλήσει τα περιθώρια της. Τώρα τον λόγο έχει μονάχα ο Θεός».

Η Μαρία σκοτείνιασε στη στιγμή. «Έχει ένα παιδί…»

«Λυπάμαι», επανέλαβε ο θεράπων γιατρός και της έσφιξε τον ώμο μεταγγίζοντάς της ψυχικό σθένος.

Μέσα στις επόμενες ημέρες το χρώμα της Δήμητρας είχε βυθιστεί στις ωχρές αποχρώσεις. Ο ύπνος της ήταν πολύωρος, ενώ η επικοινωνία της με το περιβάλλον είχε ελαχιστοποιηθεί προκλητικά.

Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια της και έδειξε να συνέρχεται. Δίπλα της βρήκε τη Μαρία να στέκει σαν άγρυπνος φρουρός.

«Πώς είσαι, αγάπη μου;»

«Ζαλίζομαι», τραύλισε εκείνη. «Η Σταυρούλα μου; Πού είναι η Σταυρούλα μου;»

«Στο σπίτι μου μαζί με τον Μανώλη και τον Γιάννη. Είναι καλά. Δεν της έχουμε πει τίποτα».

«Θα “φύγω” Μαρία. Πλέον φοβάμαι», άρχισε να δακρύζει, ενώ ένας ξερόβηχας σκαρφάλωσε στον λαιμό της.

«Σσσσς, μην το λες αυτό. Μην το βάζεις κάτω. Έχεις ένα παιδί και έχεις υποχρέωση να παλέψεις».

«Φοβάμαι, σου λέω. Είδα στον ύπνο μου τον πατέρα μας. Ήταν πολύ όμορφος και πολύ χαρούμενος. Μου άπλωσε το χέρι και μου έδειξε μια αδειανή καρέκλα στο πλευρό του. Και πίσω ένα απέραντο φως. Ένα χαοτικό φως που με τύφλωνε».

«Δήμητρα…», έκανε να της μιλήσει. Η Δήμητρα όμως της έκλεψε τον λόγο.

«Θέλω δύο χάρες και τις θέλω άμεσα. Πρώτον να μου φέρεις έναν παπά. Θέλω να κοινωνήσω και δεύτερον…» αναστέναξε γοερά, ενώ τα δάκρυα στα μάτια της πύκνωσαν. «Δεύτερον θέλω να μου ορκιστείς πως δεν θα εγκαταλείψεις τη Σταυρούλα μου. Είναι ο ήλιος της ζωής μου. Μην επιτρέψεις να καταλήξει σε ίδρυμα, μην την αφήσεις μακριά σου. Θέλω εσύ να γίνεις εγώ, εσύ να την έχεις μαζί σου, άκουσες; Εσύ! Τη Σταυρούλα μου, Μαρία, σε ικετεύω! Μονάχα αυτό κι εγώ από εκεί που θα ’μαι σου υπόσχομαι πως θα είμαι στον πλευρό σας. Τη Σταυρούλα μου. Μου το ορκίζεσαι;»

Η Μαρία είχε πνιγεί σε κλάματα. Το φυλλοκάρδι της έρμαιο στον μανιασμένο αγέρα της θλίψης και η ψυχή της σμπαραλιασμένη στο πάτωμα της αδελφικής αγάπης.

«Έχεις τον λόγο μου».

Αν και αρχικά η Μαρία χάρηκε που είδε τη Δήμητρα να συνέρχεται, ήξερε καλά πως επρόκειτο για την περιβόητη «αναλαμπή» λίγο πριν το τέλος.

Την επόμενη ημέρα η Δήμητρα κοινώνησε και προσευχήθηκε για τελευταία φορά. Αμέσως μετά βυθίστηκε σε εγκεφαλικό κώμα και απέμενε μονάχα η καρδιά της να ακροβατεί στο τεντωμένο σχοινί μεταξύ ζωής και θανάτου.

«Μπήκαμε στην τελική ευθεία», ήταν τα λόγια του γιατρού προς τη Μαρία. «Κουράγιο», της είπε χαμηλόφωνα και βουρκωμένος αποχώρησε από το δωμάτιο του νοσοκομείου.

Το επόμενο χάραμα η Δήμητρα έπεσε μαχόμενη στην αρένα της ζωής. Ο πατέρας της χαμογελαστός την υποδέχθηκε με ανοιχτή την αγκαλιά του…

~~~~~


«Έτσι “έφυγε” η αδελφή μου», είπε η Μαρία όταν πια ολοκλήρωσε την αφήγησή της στον Σταύρο. Άναψε τσιγάρο και ήπιε μια γουλιά καφέ. «Τήρησα τον λόγο μου. Κίνησα γη και ουρανό και πήραμε τη Σταυρούλα υπό την κηδεμονία μας. Η μοίρα όμως είχε άλλα γραμμένα και… βάλθηκε να ενώσει ξανά τη Δήμητρα με την κόρη της, βυθίζοντας παράλληλα εμένα σε αβάστακτο πένθος για ακόμα μια φορά».

Ο Σταύρος είχε δακρύσει. Κρεμόταν από τα χείλη της Μαρίας και δεν έχανε λέξη απ’ όσα του εξιστορούσε.

«Είναι λες και κουβαλάς κάποια κατάρα. Τόσος πόνος! Αναρωτήθηκες ποτέ το γιατί;»

«Θα έπαιρνα κάποιο "διότι";» Αντερώτησε εκείνη και τράβηξε μια νέα τζούρα νικοτίνης.

Ο Σταύρος ανασήκωσε την πλάτη του και έτριψε τις παγωμένες παλάμες του. «Από τότε που μου είπες όσα μου είπες για τη Σταυρούλα και το μενταγιόν έχω χάσει τον ύπνο μου. Εν μέρει είναι καλό, διότι δεν βλέπω εκείνους τους εφιάλτες. Εν μέρει πάλι, είναι εξοντωτικό, τόσο για το σώμα όσο και για την ψυχή».

«Πίστεψέ με δεν είχα καμία κακή πρόθεση».

«Πες μου τι θέλεις από μένα».

Η Μαρία συγκρότησε τις δυνάμεις της και ξεστόμισε. «Αυτό που φοράς. Μπορεί να το αγόρασες και να σου ανήκει, μα κατά βάθος πιστεύω πως δεν είσαι τίποτα περισσότερο απ’ τον μεταφορέα ενός πεπρωμένου ή για την ακρίβεια από τον καταλύτη ώστε να ολοκληρωθεί το πεπρωμένο. Αυτά τα δύο μενταγιόν οφείλουν να ενωθούν, Σταύρο. Το λαχταρούν οι ψυχές που “έφυγαν”. Το λαχταρώ κι εγώ.

»Αύριο είναι 7 Σεπτεμβρίου. Στις δέκα το πρωί θα είμαι στο κοιμητήριο του δήμου, όπως κάθε χρόνο από το 1999. Διατηρούμε οικογενειακό τάφο. Αν θες, αν κρίνεις ότι… αν συμφωνείς ότι… τότε… θα σε περιμένω». Βούρκωσε και διοχέτευσε την όλη συναισθηματική της φόρτιση στο τσιγάρο.

Ο Σταύρος έμεινε βουβός καθώς ο προβληματισμός κάλπαζε μέσα του.

Σαν ήρθε η ώρα να φύγει, το βλέμμα του έπεσε πάνω στο μικρό έπιπλο δίπλα στην πόρτα, εκεί που ήταν μία αρμαθιά κλειδιών αλλά και δύο κορνίζες. Στη μια είδε την οικογένεια της Μαρίας. Αποτυπώνονταν εκείνη, ο γιος της ο Γιάννης, ο σύζυγός της, ο Μανώλης και η μικρή Σταυρούλα. Στην άλλη όμως είδε ένα ζευγάρι. Ρώτησε περισσότερα…

Η Μαρία χαμογέλασε. «Είναι οι κουμπάροι μου. Ο Νίκος και η Ελένη. Εργάζονταν στο ίδιο εργοστάσιο με τον Μανώλη. Όταν καταλάγιασε η μπόρα του θρήνου, ο Νίκος θυμήθηκε την παρότρυνση του Μανώλη και της πρότεινε να τον παντρευτεί. Εκείνη, αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί του, είπε αμέσως το ναι. Κι όσο για μένα, εγώ δέχθηκα να τους στεφανώσω, διότι σίγουρα θα δεχόταν και ο Μανώλης μου. Πλέον ζουν μόνιμα στην Κόρινθο. Έχουν τη δική τους επιχείρηση και είναι καλά».

Ο Σταύρος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του και αποχαιρέτησε τη Μαρία.

~~~~~

Όλη τη νύχτα ο Σταύρος στριφογυρνούσε στο κρεβάτι αδυνατώντας να κοιμηθεί. Φυσούσε και ξεφυσούσε, ενώ συνειδητά είχε επιλέξει να μην φοράει την αλυσίδα με το μενταγιόν του ήλιου. Το έπαιζε στα δάχτυλά του, το κοιτούσε και αναρωτιόταν για τα παιχνίδια της μοίρας που τον είχαν πρωταγωνιστή.

Νωρίς το χάραμα ο Μορφέας τον πήρε στο σεργιάνι του…

Στους τοίχους σχηματίστηκαν ρωγμές, κεραμίδια συνθλίφθηκαν στο δάπεδο, τζαμαρίες έγιναν χίλια κομμάτια και ουρλιαχτά απόγνωσης αντιλάλησαν παντού. Ύστερα καπνός, σκόνη και θαμπάδα. Και στο βάθος ερείπια. Ακούστηκε πάλι μια φωνή, η ίδια εκείνη -γνώριμη- φωνή. «Να πας, να πας, να πας». Και στο τέλος, ένα χέρι κρεμάμενο, το οποίο όμως δεν ήταν αδειανό. Για πρώτη φορά δεν ήταν αδειανό. Ανάμεσα στα ακροδάχτυλα δέσποζε μία αλυσίδα με το μενταγιόν του ήλιου.

Ο Σταύρος πετάχτηκε κάθιδρος απ’ το μαξιλάρι. Οι παλμοί αναρίθμητοι, το αναφιλητό του γοερό και τα χείλη του κατάστεγνα. Μεμιάς κοίταξε την ώρα στο ηλεκτρονικό ρολόι του κομοδίνου. Ήταν επτά το πρωί. Ακριβώς δίπλα στο ρολόι βρήκε την αλυσίδα με το μενταγιόν. Τότε… όλοι του οι δισταγμοί γκρεμίστηκαν σαν χάρτινος πύργος απó τον σεισμό της απόφασης!

~~~~~

Στις δέκα ακριβώς, ντυμένος στα μαύρα, ήταν στο κοιμητήριο. Είδε τη Μαρία να στέκεται όρθια μονάχη της μπροστά στον οικογενειακό τάφο. Ζύγωσε κοντά της και της έπιασε τον ώμο σφιχτά. Εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει, παρά ένωσε το χέρι της με το δικό του. Διατηρώντας το βλέμμα της στα ονόματα των ενταφιασμένων ξεδίπλωσε: «Το ’ξερα πως θα ’ρθεις» και αμέσως δάκρυσε.

Ο Σταύρος αφαίρεσε από τον λαιμό του την αλυσίδα με το μενταγιόν και το φώλιασε στη χούφτα του αριστερού της χεριού.

«Για τη Σταυρούλα!» είπε με πράα χροιά και βλέμμα γεμάτο συμπόνια.

Τα δάκρυα της Μαρίας πλήθυναν στη στιγμή. «Από τον Θεό να το ’βρεις το καλό που μου κάνεις, αγόρι μου».

Αμέσως μετά, γονάτισε μπροστά στο ντουλαπάκι του τάφου και το άνοιξε. Εκεί, δίπλα στο αναμμένο καντήλι ήταν το άλλο μισό του μενταγιόν, εκείνο που κάποτε φορούσε η Δήμητρα. Το έπιασε στα χέρια της και υπό το λαμπερό φως του ζωοδότη ήλιου το ένωσε με το δεύτερο. Τα δύο τμήματα κούμπωσαν άρτια μεταξύ τους, σαν να μην είχαν χωριστεί ποτέ. Το εναπόθεσε πάλι δίπλα στο καντήλι και έκανε τον σταυρό της. Ύστερα κοίταξε τις φωτογραφίες της αδελφής της και της ανιψιάς της και μονολόγησε: «Τώρα μπορείτε να γαληνέψετε… Θα σας αγαπώ μέχρι τέλους».

Έπειτα κοίταξε τη φωτογραφία του Μανώλη. «Μου λείπεις… Σε παρακαλώ, να μου τις προσέχεις…»

Την έπνιξαν τα κλάματα και ο Σταύρος βρέθηκε πίσω της να της σφίγγει και πάλι τον ώμο…

~~~~~

Λίγους μήνες μετά η Μαρία έχοντας επιτύχει τον σκοπό της αποφάσισε να ταξιδέψει στο νησί που ζούσε ο Γιάννης με την οικογένειά του και να μείνει εκεί για αρκετό καιρό. Στην υπόλοιπη ζωή της θα διατηρούσε στοιχειώδη επικοινωνία με τον Σταύρο, ενώ σχεδόν κάθε χρόνο θα τον αντάμωνε στο κοιμητήριο ανήμερα 7ης Σεπτεμβρίου.

Ο Σταύρος ολοκλήρωσε τις σπουδές του και έπιασε δουλειά στην Αθήνα. Λίγα χρόνια μετά θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας μαζί με τη Ρέα.

Ο Νίκος με την Ελένη ολοκλήρωσαν την ευτυχία τους μ’ ένα παιδί, στο οποίο έδωσαν για όνομα το… Μανώλης.

~~~~~

Ο σεισμός της Πάρνηθας του 1999, ευρύτερα γνωστός ως σεισμός της Αθήνας του 1999, με μέγεθος 5,9 στην κλίμακα Ρίχτερ, έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:56:50 τοπική ώρα, και προκάλεσε 143 θανάτους και ζημιές που έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.

Είναι ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 70 ετών (μετά τον σεισμό στα Ιόνια νησιά το 1953, που κατέγραψε 476 θανάτους) και η φυσική καταστροφή με το μεγαλύτερο κόστος σε υλικές ζημιές που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα. Ο σεισμός, αν και σύντομος με συνολική διάρκεια μόλις 15 δευτερόλεπτα, ήταν έντασης VII στην κλίμακα Μερκάλι (πολύ ισχυρός). Το επίκεντρο ήταν 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στις Αχαρνές και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, ενώ το εστιακό βάθος ήταν από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα.

Τέλος

*Αφιερωμένο σε όσους έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του σεισμού στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999 στην Αθήνα και στις οικογένειές τους. Είθε ο χρόνος να απαλύνει πληγές, μα και να διατηρήσει ζωντανές τις μνήμες…

*Τα πρόσωπα και τα περιστατικά του διηγήματος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Διαβάστε επίσης

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 3ο μέρος «Σκόνη και χάος»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 2ο μέρος «15 δευτερόλεπτα»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 1ο μέρος «Ο ίδιος εφιάλτης»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ