TRAVEL

Η φιλόξενη και αυθεντική Κρήτη των γεύσεων και των αισθήσεων

Κρήτη

Από την πρώτη ημέρα που θυμάμαι τη γιαγιά μου, κάπως ασυναίσθητα συλλογιέμαι και τα καλοκαίρια μου στην Κρήτη, αυτά τα καλοκαίρια που είχαν αρώματα, ανεμελιά και ανθρώπους γιομάτους περηφάνια. Έτσι κυλούσε ο καιρός - το θέρος - στα μικράτα μου, όπου συνήθιζα να κατεβαίνω αρχές Ιούνη στο χωριό και να γυρνάω πίσω στη μεγαλούπολη λίγο πριν ανοίξουν τα σχολειά.

Αγαπημένη μου ώρα της ημέρας ήταν η πρωινή, όπου έτρωγα τη χορτόπιτα που μόλις είχε ξεφουρνίσει η γιαγιά μου - η κυρά Λούλα, όπως την ήξεραν στο χωριό - και καθόμασταν παρέα κάτω από τον ασκιανό ενός γεροπλατάνου που υπήρχε στην αυλή, μιλώντας με τις ώρες. Ακόμη αναρωτιέμαι πώς και γιατί δεν χόρταινα να ακούω ιστορίες από εκείνη και να κάθομαι σιμά της να μαγειρεύουμε, μέχρι να έρθει η ώρα του μεσημεριού.

Η μαγειρική στην Κρήτη – από τη δική μου εμπειρία – είναι κάτι παραπάνω από ανάγκη ή αγγαρεία για τις περισσότερες νοικοκυρές, μικρές και μεγαλύτερες. Είναι ενός είδους ιεροτελεστία, λόγω του ότι καθετί που θα βάλεις στο τραπέζι σου, είναι φτιαγμένο και καλώς καμωμένο με μεράκι και αγάπη. Πρόκειται για μία ώρα που όλες οι αισθήσεις, από την αφή μέχρι την οσμή και τη γεύση, «ξυπνούν». Προσωπικά, η γεύση που μου έρχεται πάντα πρώτη στο μυαλό και που δεν έλειπε ποτέ από το δικό μας τραπέζι, ήταν ελιές, ντομάτες λαδωτές και λατσισμέν’ αγγούρια, μιας και σύμφωνα με την κυρά Λούλα, όσο απλά και εάν ήταν, συμπλήρωναν κάθε λογής έδεσμα.

Τα εδέσματα που δεν θα λησμονήσεις ποτέ

Πώς αλλιώς θα μπορούσε άλλωστε να περιγράψει κανείς τον τόπο τούτο, εάν όχι ως ένα μαγευτικό αρχιπέλαγος που εγείρει όλες τις αισθήσεις; Μπορεί να τη γνωρίζεις για τους ρακομεζέδες, τα τυριά της, τη σφακιανή πίτα και φυσικά την τσικουδιά της, ωστόσο μία επίσκεψή σου στην Κρήτη, θα σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πως τα πολύτιμα δώρα της γης και του τόπου μας, ξανοίγονται ολούθε.

Παρόλο που η γαστρονομία στις μέρες μας, αποτελεί κάτι σαν «διαβατήριο» για νέες εμπειρίες και στιγμές, αφού ακόμη και τα ταξίδια πολλές φορές βασίζονται στη γνωριμία των γεύσεων μιας χώρας, υπάρχει για εμένα κάτι, στο οποίο κάθε άλλη κουζίνα σε σχέση με την κρητική, υστερεί. Το μεράκι.

Ειδικά στην πρωτεύουσα, δεν είναι λίγες οι φορές που ένα gourmet εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας, ένα εκλεκτό street food της πόλης ή το καλύτερο ταϊλανδέζικο της περιοχής, συχνά θα τραβήξουν την προσοχή των Αθηναίων, οι οποίοι θα θέλουν να δοκιμάσουν τις «περίεργες» γεύσεις των διαφόρων ειδών μαγειρικής. Αναρωτιέμαι ωστόσο, πόσο αδύνατο είναι στο δικό μου μυαλό, να συγκριθεί οποιοδήποτε εστιατόριο για fine dining, με τα πιάτα που υπήρχαν σε εκείνα τα καλοκαιρινά τραπέζια στην αυλή του σπιτιού, όπου δεν έλειπαν ούτε τα τοπικά παραδοσιακά εδέσματα από τα περιβόλια μας, ούτε η νοστιμιά από τις μπουκιές μας;

Φυσικά, κάθε τόπος απ’ άκρη σ’ άκρη αυτού του κόσμου, έχει τις δικιές του νοστιμιές, ωστόσο αυτό που «κρύβει» μέσα της η πατροπαράδοτη κρητική κουζίνα και είναι τόσο ξακουσμένη στα πέρατα της γης, ενδεχομένως είναι η «φιλοξενία» της, η οποία εκτός από τους ανθρώπους της, ξεχειλίζει και από το φαγητό της.

Θα αναρωτιέσαι τι εννοώ με αυτό, ωστόσο δεν ξέρω πώς μπορεί να αποτυπωθεί σε τούτες εδώ τις αράδες, η μαγεία του φιλόξενου τόπου μας, αρκεί μόνο να πω πως από το δικό μας σπιτικό, δεν έφευγε ποτέ μουσαφίρης, εκείνα τα καλοκαίρια, χωρίς να πάρει μαζί του σε ένα παγούρι λίγη σπιτική ρακή και ένα κολατσό για να τον «συντροφεύσει» στο ταξίδι της επιστροφής του.

Για εμένα η Κρήτη είναι το σπίτι μου, το «καταφύγιό» μου, όταν στους γρήγορους και πολλές φορές πιεστικούς ρυθμούς αυτής της μεγαλούπολης, αναζητώ την ηρεμία και την ανθρωπιά. Και αν με ρωτάς τι μου έχει λείψει περισσότερο από τον τόπο μου, εκείνο τον γεροπλάτανο όπου καθόμουν παρέα με τη γιαγιά μου θα μνημονεύσω και θα γαληνέψει η ψυχή μου, μέχρι το επόμενο ταξίδι μου εκεί.