Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Με θέα στην Κέα» - Διαβάστε το 4o μέρος «Ο ποταμός της αλήθειας»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Με θέα στην Κέα»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Με θέα στην Κέα» - Διαβάστε το 4o μέρος «Ο ποταμός της αλήθειας»
Unsplash

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.

«Με θέα στην Κέα» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το τέταρτο μέρος «Ο ποταμός της αλήθειας».

Καλή ανάγνωση!

Ο ποταμός της αλήθειας

Οι έρευνες της αστυνομίας και του λιμενικού αποδείχθηκαν άκαρπες. Πουθενά δεν βρέθηκε το πτώμα του Μάνου. Αναγκαστικά η υπόθεση καταχωρίστηκε στο αρχείο και ο Παπασταύρου απολογήθηκε στον επικεφαλής του Εγκληματολογικού.

Έναν χρόνο μετά ο Εμμανουήλ Χατζηγεωργίου κηρύχτηκε νεκρός με ημερομηνία θανάτου την 5η Σεπτεμβρίου 2010. Η πενιχρή περιουσία του κληροδοτήθηκε στη νόμιμη μοίρα, δηλαδή κατά 75% στην κόρη του, την Αγγελική και κατά 25% στη Μαρία. Ωστόσο, ο αδελφός του κίνησε όλες τις νομικές διαδικασίες επικαλούμενος την αίτηση διαζυγίου και πέτυχε όλη η περιουσία του αδελφού του να περάσει στο όνομα του παιδιού. Ήταν ανήλικη όμως, και έτσι την όλη διαχείριση θα την είχε η μητέρα της.

Το σπίτι στου Παπάγου θα νοικιαζόταν στην οικογένεια ενός στρατιωτικού και τα ποσά των ενοικίων θα στοιβάζονταν σε έναν τραπεζικό λογαριασμό. Μετά την ενηλικίωση της Αγγελικής, οι σπουδές της θα ήταν εξασφαλισμένες.

Το σπίτι στην Κέα θα έμενε για αρκετό καιρό κλειστό, μέχρι που και αυτό θα νοικιαζόταν από διάφορους εκπαιδευτικούς που θα υπηρετούσαν στο νησί ως αναπληρωματικοί.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν τρεις μετά τα μεσάνυχτα, όταν η Αγγελική ήταν παραδομένη στην αγκαλιά του Μορφέα, ενώ ο παππούς της ροχάλιζε στο δικό του κρεβάτι. Η κυρα-Παναγιώτα δεν είχε ύπνο. Για ακόμα μία νύχτα στριφογυρνούσε στο κρεβάτι.

Σηκώθηκε και έριξε μια ματιά στο δωμάτιο της Μαρίας. Το κρεβάτι της στρωμένο. Ξεφύσηξε. Έψησε καφέ για δύο και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα πλάι στο πετρόχτιστο τζάκι. Κοιτούσε συνεχώς το ρολόι της και περίμενε την κόρη της να επιστρέψει απ’ τη διήμερη εκδρομή της.

Την άκουσε να μπαίνει σαν τον κλέφτη και συσσώρευσε τις δυνάμεις της για τις βόμβες που θα εξαπέλυε το στόμα της. Άναψε τον διακόπτη του λαμπατέρ απ’ το διπλανό κομό και την καλημέρισε με πράα χροιά.

«Με τρόμαξες! Γιατί δεν κοιμάσαι, χριστιανή μου; Ξέρεις τι ώρα είναι;»

«Ώρα για να μιλήσουμε ανοιχτά», σαφής ο τόνος της. «Είναι ακριβώς η ίδια ώρα με τότε που έκανες ό,τι έκανες. Η ώρα για να πέσουν οι μάσκες, κόρη μου…»

«Δεν σε καταλαβαίνω. Τι ασυναρτησίες είναι αυτά που λες;»

«Θα ’θελα να ’ταν ασυναρτησίες αλλά…» αναστέναξε γοερά. «Μήνες τώρα κάνω υπομονή και περιμένω. Μήνες τώρα σιωπώ και ανέχομαι. Και κυρίως μήνες τώρα παίζω θέατρο, υποδύομαι έναν κόντρα ρόλο για να επιτρέψω σε σένα να νομίζεις πως είμαι καλή θεατρίνα. Σ’ το έχω πει πολλές φορές. Εγώ σε γέννησα κι από μένα δεν μπορείς να κρυφτείς. Ξέρω να διαβάζω το κάθε βλέμμα σου, ξέρω να αποκωδικοποιώ τον κάθε αναστεναγμό σου και προ πάντων ξέρω να ακούω το κάθε φυλλοκάρδι σου. Δεν θα σε ρωτήσω το γιατί το έκανες. Αυτό το γνωρίζω. Θα σε ρωτήσω το πώς το έκανες. Και μετά θα απαιτήσω να μου πεις πού είναι η αδελφή σου. Μήνες τώρα μιλώ μαζί της στο τηλέφωνο αλλά δεν μου αποκαλύπτει πού έχει φυγαδευτεί. Εσύ ξέρεις. Το βλέπω στα μάτια σου ότι ξέρεις. Ο νους μου βάζει πολλά…» άρχισε να πνίγεται στα δάκρυα. «Κι όλα αυτά τα πολλά με τρομάζουν, με κάνουν να μην κοιμάμαι, να τρέμω ακόμη και τον ίσκιο μου». Σκούπισε τα μάγουλά της και με στακάτη φωνή είπε: «Στρώσου και μίλα μου ανοιχτά. Ανοιχτά, Μαρία!»

«Δεν… δεν έχω κάτι να σου πω. Ήμουν εκδρομή με δύο συναδέλφους και είμαι πολύ κουρασμένη. Τα λέμε το πρωί. Καληνύχτα!» Γύρισε την πλάτης της και έκανε να τραβήξει προς τον διάδρομο.

«Σε είδα!»

Η φωνή της Παναγιώτας τη μαρμάρωσε.

«Τα ξέρω όλα, Μαρία. Είχα υποψιαστεί και τότε πολλά. Γι’ αυτό δεν ήπια εκείνο το κρασί. Σε είδα!»

Η Μαρία γύρισε αργά το αγαλματένιο της σώμα. Το βλέμμα της κοκκαλωμένο και η γλώσσα της μουδιασμένη. Με χίλια ζόρια κατάφερε να συλλαβίσει: «Έχεις… έχεις μιλήσει σε κανέναν;»

«Τσου!» Έτριψε τα χέρια της και αμέσως μετά τα παγωμένα μπράτσα της. «Σου έχω ψήσει καφέ… Έχεις πολλά να μου πεις. Πάρ’ τα απ’ την αρχή. Απ’ εκείνη την Κυριακή που μας πότισες, δήθεν χαρούμενη, κρασί έχοντας φροντίσει να μας κοιμίσεις για πολλές ώρες. Μέχρι και στο παιδί σου έδωσες υπνωτικό. Δεν είχες άλλη λύση. Έπρεπε όλοι να είμαστε στο σπίτι και να νομίζουμε πως είσαι κι εσύ. Μόλις ξαπλώσαμε, με φρικτό πονοκέφαλο και ζάλη, εσύ… ανάλαβες δράση. Σε άφησα να νομίζεις πως είχα πιει. Ξάπλωσα κι εγώ για να έχεις το πεδίο ελεύθερο. Αρχικά νόμισα ότι θα βρισκόσουν με κάποιον άνδρα. Μέρες μετά τα κατάλαβα όλα… Όταν γύρισες, εξαντλημένη και κουρελιασμένη, ο πατέρας σου και η κόρη σου άρχισαν να ξυπνούν απ’ τον λήθαργο. Εγώ όμως… εγώ δεν είχα κλείσει μάτι. Σε είδα να φεύγεις μέρα μεσημέρι. Σε είδα και να γυρνάς αργά το επόμενο πρωί. Είδα και κάτι ακόμα. Το αμάξι της αδελφής σου με… με εκείνη στη θέση του οδηγού. Σ’ ακούω… Πάρ’ τα απ’ την αρχή!»

Η Μαρία είχε μείνει άφωνη! Ποτέ της δεν περίμενε ότι το άλλοτε καλοστημένο της σχέδιο είχε παρουσιάσει κενά. Ήπιε μια γουλιά απ’ τον βαρύ καφέ και άναψε τσιγάρο. Ήθελε πάση θυσία να στριμώξει κάπου την αμηχανία της. Μην έχοντας άλλη διέξοδο φυγής βούτηξε στον ποταμό της αλήθειας και… κολύμπησε δίχως σωσίβιο.

«Δεν πήγαινε άλλο. Τόσα χρόνια μέσα στο ψέμα, τη δυστυχία και την κακοποίηση. Πόσο ξύλο να άντεχα πια; Πόσο; Χαστούκια, μπουνιές, κλωτσιές, γδαρσίματα, μελανιές, αίματα. Απαιτήσεις σε όλα, στο φαγητό, στο νοικοκυριό, στα λεφτά. Μέχρι και βιασμό είχα υποστεί. Κι ύστερα… ύστερα λόγια συγγνώμης, στοργής, αγάπης. Αυτό δεν ήταν ζωή. Παράνοια ήταν!

»Κάποια μέρα γύρισα απ’ τη δουλειά και τον είδα να φοράει μόνο το μποξεράκι του και να έχει την Αγγελική στην αγκαλιά του. Υπό άλλες συνθήκες κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ανησυχητικό. Όμως μετά τα όσα είχε κάνει σε μένα, ποιος θα τον εμπόδιζε να προχωρήσει σε νέα φρίκη. Τρελάθηκα!

»Αυτό που φαντάζεσαι, είχε ήδη γίνει! Η μικρή μου τα αποκάλυψε όλα μέσα στη νύχτα, όταν πετάχτηκε ιδρωμένη από εφιάλτες. Όλα νέκρωσαν μέσα μου! Έκρυψα τη δική μου φρίκη και έδωσα αγώνα να την ηρεμήσω. Την άφησα να κοιμηθεί και ξύπνησα εκείνον

»Αρπαχτήκαμε για τα καλά. Νόμιζα ότι θα με σκότωνε. Ακόμη νιώθω τα χέρια του στον λαιμό μου. Ακόμη θυμάμαι το αιμοβόρο βλέμμα του. Έπρεπε να ζήσω όμως. Όχι για μένα. Εγώ… εγώ είχα ήδη πεθάνει πολλές φορές στα χέρια του. Για τη μικρή έπρεπε να ζήσω. Για τη μικρή…

»Σακατεμένη, όπως ήμουν, άρπαξα την εικόνα του Χριστού και αντί να τη φιλήσω την κοίταξα με απάθεια. Με θυμάμαι να Του λέω πως εγώ θα κάνω ό,τι έχω αποφασίσει και… ας με κρίνει Εκείνος. Μονάχα Εκείνος, διότι η Δικαιοσύνη δεν θα μπορεί να με δικάσει.

»Τηλεφώνησα στη Βίκυ και της ζήτησα να βρεθούμε αμέσως. Ήταν… ήταν η μόνη στην οποία μπορούσα να απευθυνθώ για βοήθεια. Της τα αποκάλυψα όλα! Τρελάθηκε! Ήθελε να τον καταγγείλουμε. Όχι! Κάτι τέτοιο δεν μου αρκούσε. Δεν τον ήθελα μακριά μας, τον ήθελα νεκρό. Και δεν ήθελα άλλος να κάνει τη δουλειά για μένα. Ήθελα να είμαι εγώ αυτή που… που… που θα τα αναλάμβανε όλα! Θύμα και θύτης ταυτόχρονα.

»Καταστρώσαμε με τη Βίκυ ένα σχέδιο. Εκείνη θα του… δινόταν και σίγουρα εκείνος δεν θα της αντιστεκόταν. Πού αξιοπρέπεια και τσίπα; Ήταν όλα κανονισμένα. Εγώ θα επέστρεφα, δήθεν τυχαία, νωρίτερα απ’ τη δουλειά και θα τους έπιανα επ’ αυτοφώρω.

»Έτσι, στα μάτια του κόσμου, όλα θα δικαιολογούνταν απλά. Γιατί αυτό θέλει ο κόσμος. Μια απλή δικαιολογία. Τη σπουδαία, βλέπεις, τη φοβάται!

»Πήρα τη μικρή και ήρθαμε εδώ και μετρούσα την ώρα και τη στιγμή να ξημερώσει εκείνη η Κυριακή. Η Βίκυ είχε γίνει το απολωλός πρόβατο της οικογένειας. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Πρώτα έπρεπε να πείσουμε εσένα και τον μπαμπά. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος θα ήταν εύκολη υπόθεση. Η Βίκυ δέχτηκε να… αμαυρώσει το όνομά της.

»Και… εκείνη η Κυριακή ξημέρωσε. Το πρωί η Βίκυ του τηλεφώνησε, έτσι ώστε να μπορούσε να αποδειχθεί απ’ το σήμα του κινητού της ότι η ίδια ήταν στην Αθήνα. Λίγο πριν, εκείνος είχε μιλήσει και μαζί μου. Χμ! Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Νωρίς το μεσημέρι έβαλα υπνωτικό σε όλους σας. Μπόλικο. Για να κοιμηθείτε για όσες ώρες θα χρειαζόταν. Η Βίκυ ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητό της. Φτάσαμε στον Ωροπό και εκεί είχε κανονίσει να δανειστεί το αυτοκίνητο ενός συναδέλφου της. Με πατημένο το γκάζι φτάσαμε στο Λαύριο. Στη διαδρομή έκλεισα τα εισιτήρια, με πλαστά στοιχεία επιβατών. Βλέπεις, στις ακτοπλοϊκές μετακινήσεις δεν ζητείται ταυτότητα. Δυο περούκες, φαρδιά ρούχα, μεγάλα, μαύρα γυαλιά ηλίου και… μπήκαμε στο πλοίο.

»Απ’ το λιμάνι της Τζιας φτάσαμε στον Μυλοπόταμο και αφήσαμε το αυτοκίνητο αρκετά μακριά απ’ το σπίτι. Τον περιμέναμε να επιστρέψει. Τα κινητά μας απενεργοποιημένα. Αργά το βράδυ τον είδαμε να γυρίζει με μια πίτσα. Περιμέναμε να νυχτώσει καλά και… η μεγάλη ώρα έφτασε! Πρώτη εγώ έφτασα στην πόρτα. Του χτύπησα το κουδούνι και μόλις μου άνοιξε του έριξα στα μάτια σπρέι πιπεριού. Μπήκα μέσα και ακολούθησε η Βίκυ. Αρχίσαμε να τον χτυπάμε με δύναμη. Εκείνος όμως ήταν πιο δυνατός. Έκανε να με αρπάξει πάλι απ’ τον λαιμό. Η Βίκυ όμως είχε προνοήσει. Φανέρωσε το όπλο και… ο κύριος έγινε άγαλμα. Μην απορείς πού βρήκε το όπλο. Χμ! Ρωτώντας πάει κανείς στην πόλη.

»Τον δέσαμε και αφήσαμε συνειδητά το δεξί του χέρι ελεύθερο. Μας ήταν απαραίτητο για να τον εξαναγκάσουμε να γράψει στο χαρτί ό,τι έγραψε. Έπρεπε να το ’χε γράψει εκείνος, διότι οι γραφολόγοι σπανίως κάνουν λάθος. Και στην περίπτωσή μας, δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη. Άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι, σαν το ψάρι, μάνα…»

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Βλέπεις, πώς είναι να σε φοβάται ο άλλος; Βλέπεις πως είναι να φοβάσαι ότι θα πεθάνεις; Βλέπεις; Έτσι ήμουν κι εγώ. Έτσι και χειρότερα…», του είπε η Μαρία.

«Δώσε μου λίγο χρόνο κι όλα θα φτιάξουν. Όλα, Μαρία. Θα φύγω, θα εξαφανιστώ, δεν θα σας ενοχλήσω ποτέ ξανά. Ποτέ!», μπερδεμένα τα λόγια του, απόρροια του τρόμου που τον είχε κυριεύσει.

«Χμ! Όσο γι’ αυτό, άσ’ το επάνω μου!» αντέτεινε εκείνη.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Μ’ ένα άλλο σπρέι η Βίκυ τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του. Συμμαζέψαμε τόσο όσο το χάος φορώντας γάντια. Δεν έπρεπε να αφήσουμε ίχνη. Τον κουβαλήσαμε στο αυτοκίνητο και τον τσουβαλιάσαμε στο πορτμπαγκάζ. Η ώρα κόντευε μία. Έπρεπε να βιαστούμε. Πήρα το αυτοκίνητό του και η Βίκυ με ακολουθούσε. Φτάσαμε στην πίσω πλευρά του νησιού, πιο μακριά κι απ’ την Πέρα Μεριά. Σταματήσαμε και… αναλάβαμε δράση. Τον κατεβάσαμε και τον αφήσαμε στην άκρη του γκρεμού. Έδειχνε να συνέρχεται. Δεν του άφησα πολλά περιθώρια! Άρπαξα το όπλο της Βίκυς και…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Αυτή για μένα. Για όλα όσα μου έχεις κάνει τόσα χρόνια».

Η Μαρία τράβηξε τη σκανδάλη και η σφαίρα καρφώθηκε στην ωμοπλάτη του Μάνου.

Εκείνος σφάδασε από οδύνες αλλά οι δύο γυναίκες δεν έδειξαν να συγκινούνται.

«Κι αυτή για την Αγγελική μου. Όσο ζω θα πολεμάω για να ξεχάσει και να συνεχίσει τη ζωή της. Να πας στον διάολο. Εκεί θα σε περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες».

Η δεύτερη σφαίρα τον λάβωσε θανάσιμα στην καρδιά.

Η Μαρία ξέσπασε σε δάκρυα. Το τράνταγμα των ώμων της σεισμογενές και το αντίστοιχο τρέμουλο των σωθικών της ανεξέλεγκτο.

Η Βίκυ ζύγωσε κοντά της και της πήρε το όπλο. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και έγινε σφουγγάρι για τους αμείλικτους κραδασμούς της.

«Ήρεμα, αγάπη μου. Ήρεμα! Όλα τέλειωσαν. Όλα!»

Η αντάρα της Μαρίας δεν έλεγε να κοπάσει…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Δεν είχαμε χρόνο. Καθόλου! Τον βάλαμε σε ένα μεγάλο τσουβάλι μαζί με πέτρες και… τον σπρώξαμε στον γκρεμό. Από κάτω η θάλασσα κυμάτιζε σχεδόν φουρτουνιασμένη. Στα βράχια είχαν μείνει λίγα αίματα. Η Βίκυ σκέφτηκε έξυπνα. Έφερε απ’ το πορτμπαγκάζ δυο μπουκάλια με νερό και… τα νοικοκύρεψε όλα.

»Πήραμε τα αυτοκίνητα και πήγαμε κατευθείαν στη Συκαμιά. Αυτή η ερημική παραλία έμοιαζε ιδανική. Αφήσαμε το αυτοκίνητό του με τα κλειδιά στη μίζα. Αν γίνονταν έρευνες στη θάλασσα θα γίνονταν κάπου εκεί κοντά και… θα έβρισκαν μονάχα ψάρια.

»Νωρίς το χάραμα ήμαστε ήδη στο λιμάνι. Φύγαμε για Λαύριο με το πρώτο πλοίο. Και από ’κει κατευθείαν εδώ.

»Ύστερα άρχισαν τα τηλέφωνα και οι θεατρινισμοί. Όλα κυλούσαν βάσει σχεδίου. Η Βίκυ θα εξαπέλυε τα πυρά της σε μένα καθώς εγώ είχα το κίνητρο. Όμως… τα στοιχεία δεν θα επαρκούσαν. Άλλωστε, εγώ ήμουν εδώ. Κι όσο για τη Βίκυ, αυτή θα έπειθε πως ήταν… η ριγμένη της υπόθεσης. Έτσι, θα είχε και την υποστήριξη του αδελφού του.

»Ξέραμε πως θα έπαιρνε καιρό και πως η αστυνομία δεν θα το έβαζε εύκολα κάτω. Φροντίζαμε να μην δίνουμε δικαιώματα σε κανέναν. Κόψαμε μέχρι και τη μεταξύ μας επικοινωνία για ένα διάστημα. Αν θέλαμε κάτι, μεσολαβούσε εκείνος ο συνάδελφος που δεν είχε, και εξακολουθεί να μην έχει, ιδέα για ό,τι έγινε.

»Τα πήρα απ’ την αρχή και… έφτασα στο τέλος! Όμως…» Ήπιε λίγο καφέ και άναψε το επόμενο τσιγάρο. «Όμως εκεί που ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελά και μάλλον με μας ξεκαρδίστηκε. Συνέβη κάτι… το απρόοπτο!»

Η απορία αποτυπώθηκε στο ύφος της Παναγιώτας ενώ ο φόβος βάσταξε ξανά τα σκήπτρα.

Η Μαρία στραβοκατάπιε και για μια στιγμή μαγκώθηκε, αλλά… συνέχισε το κολύμπι στον ίδιο ποταμό…

«Λίγες εβδομάδες μετά τα όσα έγιναν η Βίκυ διαπίστωσε πως… ήταν έγκυος! Χμ! Σωστά υποθέτεις! Τη συνάντησα μυστικά και μου τα αποκάλυψε όλα. Ήταν ατύχημα, αλλά… ήταν γεγονός! Η ίδια είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Θα… θα το κρατούσε».

Το πιγούνι της Παναγιώτας κρέμασε και το φυλλοκάρδι της άρχισε να πάλλεται ξέφρενα.

«Απ’ την Κόρινθο έρχομαι, μάνα. Εκεί ζει η άλλη σου κόρη και… ο εγγονός σου».

«Δεν… Δεν είναι δυνατόν! Δεν…» Χαμένα τα λόγια της.

«Είδες; Μπορεί να με έχεις γεννήσει, αλλά… δεν τα ξέρεις όλα! Καμιά φορά η τραγική ειρωνεία είναι πιο ισχυρή απ’ το μητρικό ένστικτο».

«Ω Θεέ μου!» Άρχισε να τρίβει το στερνό της. Τα γόνατά της έτρεμαν ασταμάτητα και ο νους της έπαιρνε χιλιάδες στροφές, όλες τους επικίνδυνες.

«Είμαι βέβαιη πως η αστυνομία δεν έχει παραιτηθεί. Ο Παπασταύρου έδειχνε ορκισμένος να βρει το πτώμα του Μάνου. Λογικά τώρα που μιλάμε, η αποσύνθεση θα έχει επέλθει, αλλά… ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Γι’ αυτό προσέχω το κάθε μου βήμα. Γι’ αυτό η Βίκυ είναι μακριά μας! Θα πάρει χρόνο, μάνα. Πολύ χρόνο! Για ένα είμαι βέβαιη. Πια δεν φοβάμαι! Είπα ότι θα κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου για να σώσω την ψυχή της κόρης μου έπειτα απ’ όσα πέρασε. Το ίδιο όμως θα κάνω και για την αδελφή μου. Σ’ το υπόσχομαι, μαμά! Δεν θα την αφήσω μόνη!»

Τα δάκρυα της Παναγιώτας επέστρεψαν εντονότερα. Δίχως να χάσει χρόνο άρπαξε τη Μαρία και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Ήθελε να πει πολλά, μα… δεν έβγαλε λέξη.

Σεπτέμβριος 2024

Η Βίκυ είχε μετακομίσει μόνιμα στη Χαλκίδα. Εκεί, πλάι στους γονείς της συνέχισε τη ζωή της ως μονογονεϊκή οικογένεια. Ο Περικλής άλλαξε την επίπλωση και στο δικό της δωμάτιο. Τοποθέτησε και εκεί δύο μόνα κρεβάτια, ένα για το κάθε εγγόνι του. Συχνά ο ίδιος καθόταν στη βεράντα και τα χάζευε. Η Αγγελική ήταν ήδη φοιτήτρια Φαρμακευτικής ενώ ο μικρός Περικλής θα έμπαινε στο Γυμνάσιο.

«Να την ακούς την ξαδέλφη σου», του έλεγε συχνά.

Σαν τον άκουγε η Παναγιώτα να κάνει λόγο για… ξαδέλφια, δάγκωνε τη γλώσσα της. Πολλές φορές σκέφτηκε να μοιραζόταν μαζί του τον καημό της. Πάντοτε όμως, θυμόταν πως όσο λιγότεροι γνωρίζουν ένα μυστικό τόσο πιο ασφαλές αυτό διατηρείται. Έτσι, η Παναγιώτα θα έμενε βουβή μέχρι τέλους…

Η Μαρία είχε δίκιο! Ο Παπασταύρου συνέχισε τις έρευνες για καιρό αλλά… απεδείχθησαν άκαρπες. Με βαριά καρδιά υπέγραψε την τελευταία έκθεση και την πρόσθεσε στον φάκελο της υπόθεσης που είχε καταχωριστεί στο αρχείο. Φρόντισε όμως να συμπεριλάβει και ένα ιδιόχειρο σημείωμα.

«Μπορεί να μην βρέθηκε το πτώμα του Εμμανουήλ Χατζηγεωργίου, αλλά είναι εγκληματική ενέργεια. Και για όλα ευθύνεται η πρώην σύζυγός του. Δεν με γέλασε στιγμή…»

Χάραξε η 5η του Σεπτεμβρίου. Η Μαρία έπειτα από τόσα χρόνια πάτησε ξανά το πόδι της στην Κέα. Οδηγώντας έφτασε μέχρι εκείνο τον γκρεμό στην πίσω μεριά του νησιού. Κάθισε καταγής και άφησε το βλέμμα της να πέσει στη θάλασσα. Στη μνήμη της όλα όρθωσαν ανάστημα, στα σωθικά της όλα φούντωσαν ξανά μα απ’ τα μάτια της δεν κύλησε κανένα δάκρυ.

«Βλέπω την Αγγελική μου και τη χαίρομαι, την καμαρώνω, τη θαυμάζω. Σ’ το είχα πει. Όσο ζω θα πολεμάω για να ξεχάσει. Ξέρω πως ό,τι βίωσε δεν ξεχνιέται. Ξέρω όμως ότι… ότι προχωρά μπροστά. Και είμαι δίπλα της. Σε όλα είμαι δίπλα της. Και θα είμαι μέχρι τέλους… Της το χρωστάω, Μάνο. Της το χρωστάω…»

Έτριψε τις παλάμες της και άρπαξε την τσάντα της. Μέσα από ένα θηκάκι φανέρωσε τη βέρα της. Την παιχνίδισε στο φως του ήλιου και διάβασε στο εσωτερικό της το όνομα του Μάνου και την ημερομηνία του γάμου τους. «Δεν ξέρω γιατί την είχα κρατήσει τόσα χρόνια. Είναι ό,τι μου έχει απομείνει από σένα». Ύψωσε το βλέμμα της στον ουρανό και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν θέλω τίποτα από σένα». Έδωσε μια και… πέταξε τη βέρα μακριά.

Ένα ξανάσασμα λύτρωσης σκαρφάλωσε στον λαιμό της…

*Ο ένοχος ενός εγκλήματος πληροί τρεις προϋποθέσεις: είχε κίνητρο, είχε τα μέσα και είχε και την ευκαιρία.

Θεωρία εγκληματολογίας

*Ποτέ κανένα έγκλημα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με λογικά επιχειρήματα.

Τίτος Λίβιος

Ρωμαίος ιστορικός (59 π.Χ-17 μ.Χ.)

*Αφιερωμένο σε όλα τα πρόσωπα που έχουν υποστεί πάσα μορφή ενδοοικογενειακής βίας. Η λύση δεν είναι στα άκρα! Λύση είναι… να μιλήσετε.

*Τα πρόσωπα του διηγήματος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Με θέα στην Κέα» - Διαβάστε το 1o μέρος «Αληθοφανείς δικαιολογίες»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Με θέα στην Κέα» - Διαβάστε το 2o μέρος «Δεν είδες τίποτα»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Με θέα στην Κέα» - Διαβάστε το 3o μέρος «Τα τρία σενάρια»

Σχόλια
Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή