Είδη πλάνης: Νομική (ειδικότερα συγγνωστή) και πραγματική
Πότε η πράξη δεν μπορεί να αποδοθεί στον δράστη ούτε εξ αμελείας
Μία αξιόποινη πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί, αν αυτός δεν είχε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της λόγω πλάνης, που δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε την οφειλόμενη από τις περιστάσεις και δυνατή γι` αυτόν επιμέλεια. Πρόκειται για τη νομική πλάνη.
Συνεπώς, η πλάνη είναι νομική (ειδικότερα, συγγνωστή), όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων και ικανοτήτων, και εφόσον πίστευε δικαιολογημένα, ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή από εσφαλμένη ή ελλιπή πληροφόρηση από ειδικούς ή άλλες πηγές, που θεωρούσε αξιόπιστες κατά την κρίση του. Οπότε για να αξιολογηθεί ως συγγνωστή η πλάνη λαμβάνονται υπόψη η ηλικία, οι πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, η προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον νομικό πλαίσιο, προκειμένου με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων, να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση για το αν ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου είναι αληθινός ή προσχηματικός. Στην περίπτωση της συγγνωστής νομικής πλάνης, σε αντίθεση με την περίπτωση της πραγματικής πλάνης, η πράξη δεν μπορεί να αποδοθεί στον δράστη ούτε εξ αμελείας.
Νομική πλάνη υφίσταται και όταν ο δράστης ευλόγως πίστεψε ότι μπορούσε να προβεί στην πράξη του από εσφαλμένη ερμηνεία ή αντίληψη διατάξεων άλλων εκτός του ποινικού δικαίου από τις οποίες αποπροσανατολίστηκε αναφορικά με το τι είναι νόμιμο και τι παράνομο.
Προκειμένου να υφίσταται πραγματική πλάνη (άρθρο 30 ΠΚ) θα πρέπει, αν και συντρέχουν οι όροι της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, (ποιες δηλαδή πράξεις ή /και παραλείψεις συνιστούν το αδίκημα), ο δράστης πιστεύει ότι δεν συντρέχουν, δηλαδή ο δράστης θεωρεί ότι δεν διαπράττει καμία άδικη και παράνομη πράξη. Η πλάνη δεν συνδέεται με το δόλο του δράστη, ανεξαρτήτως του βαθμού υπαιτιότητας. Εάν το αδίκημα υφίσταται και ως έγκλημα αμέλειας, τότε εξετάζεται το αν ο δράστης έχει αμέλεια και αν δεν έχει, τότε δεν υφίσταται ούτε καταλογισμός, αφού δεν πληρούται καμία υποκειμενική υπόσταση (ήτοι αμέλεια ή δόλος).
Από την άλλη πλευρά, η νομική πλάνη δημιουργείται πάνω στο διαχωρισμό του νομικού πλαισίου και της αντίληψης που έχει ο δράστης για αυτό που ισχύει στο νόμο. Βέβαια, δεν είναι αρκετό για αυτή την πλάνη να επεκτείνεται στο αξιόποινο μόνο, αλλά και στο άδικο. Ο δράστης που αγνοεί ότι η πράξη που κάνει είναι έγκλημα, αλλά γνωρίζει πως απαγορεύεται, δεν είναι σε νομική πλάνη, ώστε να αρθεί ο καταλογισμός του. Δηλαδή, το γεγονός ότι δεν ξέρει το νόμο, δεν σημαίνει ότι η πράξη του επιτρέπεται και δικαιολογείται.
Χρήσιμο είναι να αποσαφηνιστεί, γιατί πιστεύει ο δράστης ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του. Σε περίπτωση που το πιστεύει επειδή δε γνωρίζει ορθά την πραγματικότητα σχετικά με τους όρους για τους λόγους άρσης του αδίκου, τότε αποκλείεται ο δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια , δηλαδή στην ενσυνείδητη αμέλεια πρόβλεψε τις συνέπειες του άδικου της πράξης του, αλλά τις αποδέχθηκε. Αν όμως το πιστεύει, επειδή δε γνωρίζει το νόμο, τότε συνεπάγεται νομική πλάνη και για να αρθεί ο καταλογισμός είναι απαραίτητο να κριθεί η πλάνη αυτή, συγγνωστή, δηλαδή ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων και ικανοτήτων, οπότε έπραξε καλόπιστα.
Για παράδειγμα, ο Α ακουμπά τον Β στη πλάτη προκειμένου να τον χαιρετίσει, καθώς νομίζει ότι είναι γείτονας του. Ο Β όμως στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει τον Α και εκλαμβάνει το άγγιγμα του Α ως επίθεση, οπότε τον γρονθοκοπεί θεωρώντας ότι αμύνεται προς υπεράσπιση της σωματικής του ακεραιότητας, με αποτέλεσμα να προκαλέσει στον Α μία σοβαρή σωματική βλάβη.
Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η περίπτωση που ο Δ βλέποντας μία πολυκατοικία να τυλίγεται στις φλόγες σπάει την πόρτα προκειμένου να σώσει το συγγενή του Γ, που πιστεύει πως κινδυνεύει από τις φλόγες. Ωστόσο, ο Γ βρισκόταν διακοπές σε άλλο μέρος και δεν είχε καμία ιδέα για την φωτιά στην πολυκατοικία , οπότε η ενέργεια του Δ να σπάσει την πόρτα, δεν είχε λόγο να γίνει προκειμένου να διασωθεί ο Γ.
Στις ως άνω περιπτώσεις, ο μεν Α βρίσκεται σε νομιζόμενη άμυνα και ο δε Δ σε νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης. Θεωρούν από πλάνη ότι συντρέχει λόγος άρσης του αδίκου, πράγμα όμως που αντικειμενικά δεν υπάρχει. Δεδομένου και το ότι το άδικο είναι μία αντικειμενική έννοια, ξεκάθαρα διαπιστώνεται το άδικο των ως άνω πράξεων και αυτό που πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι το είδος της πλάνης στην οποία βρίσκονται.
Αν η πλάνη θεωρηθεί πραγματική, αποκλείεται ο δόλος και μόνο για έγκλημα αμέλειας υπάρχει καταλογισμός και τιμωρία της πράξης. Αν όμως η πλάνη αναγνωριστεί ως νομική θα οδηγήσει σε άρση του τελικού καταλογισμού μόνο αν κριθεί συγγνωστή, αν δηλαδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις της οφειλόμενης και δυνατής επιμέλειας. Σε αντίθετη περίπτωση, ο καταλογισμός υφίσταται κανονικά.
Γενικά, μόνο ως νομική μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η πλάνη, αφού η πλάνη του συνίσταται στο ότι θεωρεί πως έχει δικαίωμα προσβολής του εννόμου αγαθού, ενώ ουσιαστικά δεν έχει.
Η πλάνη ως προς τους λόγους άρσης του αδίκου είναι επί της ουσίας νομική και μόνο έτσι πρέπει να εξετάζεται. Πραγματική είναι η πλάνη που αφορά μόνον την άγνοια των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης των κανόνων δικαίου. Οι λοιπές μορφές πλάνης συνιστούν τη νομική πλάνη και μόνο αν κριθούν συγγνωστές συνεπάγονται την άρση του τελικού καταλογισμού.
Έτσι, στα παραδείγματά μας τόσο ο Α που βρίσκεται σε νομιζόμενη άμυνα, όσο και ο Δ που βρίσκεται σε νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης, έχουν πλάνη νομική κατά το άρθρο 31 ΠΚ, καθώς παρόλο που γνωρίζουν ότι προβαίνουν σε άδικη ενέργεια, ωστόσο, πιστεύουν ότι δικαιούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση να προβούν σε αυτή και να προσβάλλουν αντίστοιχα έννομα αγαθά, πράγμα που αντικειμενικά δεν συμβαίνει και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται. Αν η πλάνη τους, ως νομική, κριθεί συγγνωστή δεν θα υπέχουν ποινική ευθύνη, Αν αντίθετα, κριθεί μη συγγνωστή ευθύνονται για πλήρες έγκλημα και μόνο κατά την επιμέτρηση της ποινής (άρθρο 79 ΠΚ) θα εκτιμηθεί η λόγω πλάνης διαφορετική θεώρηση της πραγματικότητας.
Η Χρύσα Τσιώτση είναι νομικός-δικαστική υπάλληλος, LL.B (Athens Law School), LL.M in Information Technology and Telecoms Law (U.K-Glasgow)