ΕΘΝΙΚΑ

Ελληνοτουρκικά: Γιατί η Χάγη… κείται μακράν 

Ελληνοτουρκικά: Γιατί η Χάγη… κείται μακράν 

Τα θολά νερά των ελληνοτουρκικών επαφών – Αλήθειες και μύθοι για τις διερευνητικές επαφές και την πολιτική συνεννόηση σε ανώτατο επίπεδο 

Το νέο τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προσφέρει διπλωματικά μια ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά η Ελλάδα και η Τουρκία όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει κανείς να τρέφει αυταπάτες ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είναι έτοιμος να αποδεχθεί την πραγματικότητα και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Οι επαφές Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι λίγες… Είναι περίπου 64 φορές που τα τελευταία 30 χρόνια οι δύο χώρες έχουν προσπαθήσει να βρουν ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας, ανεπιτυχώς…

Το τελευταίο διάστημα, σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ερντογάν δέχθηκε να ξανανοίξει ένας νέος γύρος συζητήσεων, παρασκηνιακά δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να υπονομεύει αυτό το διάλογο, βάζοντας πάλι ζητήματα περί αποστρατιωτικοποίησης των νήσων και δημιουργώντας ζητήματα με την Παναγία Σουμελά. Θα έλεγε κανείς ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν πιστεύει ειλικρινά σε έναν διάλογο, αλλά υπό την πίεση των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης (βλέπε ΗΠΑ, Γερμανία και συνολικά Ε.Ε.) κάθεται σε ένα τραπέζι επιχειρώντας εκ των προτέρων να επιβάλλει τους δικούς του όρους και να δημιουργήσει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι είναι… νικητής από τα αποδυτήρια. Πριν από όλα θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ιστορικά και διαχρονικά οι επαφές με την Τουρκία κινούνται σε τρία επίπεδα και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει διαπραγμάτευση.

*Το πρώτο επίπεδο είναι τα ΜΟΕ, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης τα οποία τρέχουν κατά διαστήματα και η φύση τους είναι τεχνική-στρατιωτική για να υπάρχουν ήρεμα νερά και ανοικτός δίαυλος επικοινωνίας ώστε να αποφεύγονται «ατυχήματα». Τα ΜΟΕ άλλοτε παγώνουν κι άλλοτε ξεπαγώνουν….

*Το δεύτερο επίπεδο είναι οι διαβόητες διερευνητικές επαφές. Επαναλαμβάνουμε ότι δεν πρόκειται για διαπραγματεύσεις. Είναι ένα τραπέζι συζητήσεων μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων της διπλωματίας όπου η κάθε πλευρά θέτει ανεπίσημα τα όρια των απαιτήσεών της και των διαθέσεών της για συζήτηση. Ό,τι λέγεται σε αυτές είναι ανεξέλεγκτο, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν συμφωνημένα πρακτικά. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα προπαρασκευαστικό-προδιαπραγματευτικό στάδιο, ώστε να ανιχνευθούν οι αντικειμενικές πολιτικές προθέσεις και οι στόχοι των εκατέρωθεν μερών.

Μέχρι το 2013 το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών δεν ήταν η οριοθέτηση ΑΟΖ, ούτε η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία βρίσκονται πολύ σημαντικά ελληνικά νησιά, αλλά η αναζήτηση συμφωνίας για την έκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Από το 2013 και μετά, οι Τούρκοι άλλαξαν στάση και προχώρησαν σε ουρανομήκεις ακροβασίες. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν σε ζητήματα που αφορούν «την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών επί των οποίων το παράκτιο κράτος δεν ασκεί εθνική κυριαρχία αλλά κυριαρχικά δικαιώματα που προϋποθέτουν οριοθέτηση με γειτονικά κράτη», διευρύνοντας το αντικείμενο «της διαπραγμάτευσης ώστε να συμπεριληφθεί πέραν του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου».

Ταυτόχρονα η ακόρεστη βουλιμία των τουρκικών αξιώσεων ισχύος αποβλέπει στη θεμελιώδη αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος από τη Θράκη και το Αιγαίο μέχρι την Κύπρο, σε μια προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς συνιδιοκτησίας/συνδιαχείρισης.

*Πέραν των παραπάνω υπάρχει και η λεγόμενη πολιτική «διαπραγμάτευση», η συζήτηση δηλαδή σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο την οποία προφανώς εδώ και χρόνια ο Τούρκος πρόεδρος την φαντάζεται ως ένα ανατολίτικο παζάρι μεταξύ του ιδίου και του εκάστοτε Έλληνα πρωθυπουργού. Έχει επιχειρήσει να το κάνει πολλές φορές στο παρελθόν ανεπιτυχώς…

Πόσα βήματα μπορεί να κάνει πίσω ο Ερντογάν

Συμπερασματικά η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει στις βασικές της διεκδικήσεις και να δεχτεί μια οποιαδήποτε διευθέτηση, ακόμα και εάν η Ελλάδα θα ήταν διατεθειμένη να κάνει ότι καλύτερο μπορεί για να διαμορφώσει ένα περιβάλλον ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή. Αξίζει να αναρωτηθούμε πόσα βήματα είναι διατεθειμένος να κάνει πίσω ο Ερντογάν και όχι πόσα θα κάνουμε εμείς... Απαραίτητες προϋποθέσεις για προσφυγή στην Χάγη είναι, μεταξύ άλλων, η Τουρκία να αποδεχτεί την ισχύ των σχετικών κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας, να αποσύρει τις διεκδικήσεις της όσον αφορά στην κυριαρχία ελληνικών νησιών αλλά και να αποδεχτεί το τεράστιο πλήγμα στο δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, στην έκταση της τουρκικής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, που θα επιφέρει εκ των πραγμάτων η αύξηση των χωρικών μας υδάτων.

Για τον Ερντογάν η Χάγη κείται μακράν, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση… Ως προς αυτό δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες. Η μεν Τουρκία λειτουργεί με γνώμονα την ισχύ του πυρός, η δε Ελλάδα με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Η Τουρκία επιδιώκει πολιτική, διμερή διαπραγμάτευση, η Ελλάδα προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Η μεθοδολογία των δύο χωρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετη.

Στο συγκεκριμένο timing βέβαια δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι η χρησιμότητα του αφηγήματος για προσφυγή στην Χάγη ή της διερεύνησης της «τολμηρής ατζέντας» των ελληνοτουρκικών, να είναι η καθυστέρηση των εξελίξεων εν αναμονή της πλήρους ολοκλήρωσης του εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας μας.

Ακόμα κι αν δεν φτάσουμε στο δρόμο της Χάγης, μπορεί να διευρύνουμε χρονικά το momentum για ήρεμα νερά και για συνεργασίες σε άλλα επίπεδα. Οποιαδήποτε μακρόχρονη διαπραγμάτευση σε ανώτατο επίπεδο με την Τουρκία, χωρίς να προηγηθεί σύντομα συμφωνία για την προσφυγή στη Χάγη, αποτελεί για την Τουρκία πολιτικό και διπλωματικό όπλο υψίστης σημασίας. Συνεπώς έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, η επίκληση της Χάγης είναι σημαντικό όπλο για την Αθήνα και μπαμπούλας για την Τουρκία.