ΕΛΛΑΔΑ

Τα ήθη και τα έθιμα της Σαρακοστής - Πώς ξεκίνησε φέτος ο εορτασμός της

Τα ήθη και τα έθιμα της Σαρακοστής - Πώς ξεκίνησε φέτος ο εορτασμός της

Η Καθαρά Δευτέρα για τους Έλληνες ανέκαθεν ήταν μία πολυσήμαντη μέρα.

Με την Καθαρά Δευτέρα ξεκινά η περίοδος της Σαρακοστής για την Ορθόδοξη εκκλησία, μία περίοδος καθαρότητας από τις καθημερινές αδυναμίες με στόχο τη σωματική και πνευματική κάθαρση.

Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί «καθαρίζονταν» πνευματικά και σωματικά. Η νηστεία διαρκεί 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο. Εορτάζεται 48 ημέρες πριν την Κυριακή της Ανάστασης του Χριστού, το χριστιανικό Πάσχα.

Για τους μικρούς, αλλά και τους μεγάλους πολλές φορές, είναι η τελευταία ημέρα των Αποκριών, μία μέρα με παιχνίδι που περιλαμβάνει παραδοσιακά έθιμα. Για τις νοικοκυρές, μία πρόκληση να δημιουργήσουν τα καλύτερα νηστίσιμα φαγητά για τους άνδρες, η ευκαιρία να βρεθούν, να παίξουν με τα παιδιά τους ενώ παραδοσιακά συνηθίζεται και το πέταγμα του χαρταετού αλλά και το λεγόμενο Γαϊτανάκι, έθιμο που έφεραν από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες.

Το σαρακοστιανό τραπέζι

Παραδοσιακό την Καθαρά Δευτέρα το τραπέζι γεμίζει με σαρακοστιανά εδέσματα και μικροί και μεγάλοι απολαμβάνουν τις νηστίσιμες λιχουδιές, όπως ταραμάς, χαλβάς, θαλασσινά, λαχανικά, ελιές και φασολάδα χωρίς λάδι

Σύμφωνα με τα χριστιανικά ήθη και έθιμα την Καθαρά Δευτέρα οι γυναίκες δεν πρέπει να αφιερώσουν πολύ χρόνο στην κουζίνα. Για το λόγο αυτό δεν μαγειρεύουν και σερβίρουν ωμές τροφές (ελίές και τουρσί), ενώ δεν χρησιμοποιούν μαγιά στο ψωμί, ώστε να μην περιμένουν να φουσκώσει. Σταθερή θέση στο τραπέζι την Καθαρά Δευτέρα, αντί του ψωμιού έχει η λαγάνα.

Η λαγάνα είναι άζυμος άρτος, που σημαίνει ότι παρασκευάζεται χωρίς προζύμι και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, υπό την καθοδήγηση του Μωυσή.

Έκτοτε, επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.

Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις "Εκκλησιάζουσες" λέει "Λαγάνα πέττεται", ενώ ο Οράτιος στα κείμενά του, αναφέρει τη λαγάνα ως "Το γλύκισμα των φτωχών".

Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι από τον αρτοποιό της γειτονιάς, τραγανή λαχταριστή και σουσαμένια και να καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής.

Άλλο κλασικό έδεσμα της γιορτής είναι ο χαλβάς του «μπακάλη» ο οποίος παρασκευάζεται από ταχίνι. Η καθιέρωση του χαλβά είναι και πρακτική καθώς παρασκευάζεται από το σπόρο του σουσαμιού το οποίο παρέχει ενέργεια, απαραίτητη στη μακρά περίοδο της σαρακοστιανής νηστείας.

Ήθη και έθιμα από περιοχές της Ελλάδας

Σαρακοστή ή Τεσσαρακοστή, ονομάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία η περίοδος νηστείας σαράντα ημερών. Αντίστοιχη περίοδος υπάρχει και πριν από τα Χριστούγεννα, η οποία ονομάζεται - αν και όχι τόσο γνωστή - Μικρή Τεσσαρακοστή ή Σαρανταήμερο.

Από τα πιο γνωστά έθιμα των ημερών, είναι πως οι νοικοκυρές καθάριζαν και ασβέστωναν τα σπίτια, ενώ έκαναν μια σειρά προετοιμασίες για το Πάσχα. Ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα, σχεδόν καθολικό, αποτελεί το βάψιμο των αυγών την Μεγάλη Πέμπτη. Η παράδοση τα θέλει μεν κόκκινα, όμως τις τελευταίες δεκαετίες η... χρωματική παλέτα «ξεφεύγει» των παραδόσεων.

Σύμφωνα βέβαια με την παράδοση το κόκκινο χρώμα, συμβολίζει τη θυσία του Χριστού και το αίμα του.

Σε κάθε περίπτωση η ημέρα της Καθαράς Δευτέρας ήταν και είναι μία ξεχωριστή ημέρα, με ιδιαίτερες παραδόσεις και έθιμα που γιορτάζονται σε όλη τη χώρα.

Στην Ξάνθη αναβιώνει το «κάψιμο του Τζάρου», ενός ανθρώπινου ομοιώματος που οι ντόπιοι τοποθετούσαν πάνω σε πουρνάρια. Στη συνέχεια ντόπιοι και επισκέπετες συγκεντρώνονταν στο κέντρο της πλατείας και έκαιγαν το ομοίωμα, προκειμένου να αποφύγουν τους ψύλλους το καλοκαίρι. Το έθιμο έχει ρίζες στους πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του ομώνυμου συνοικισμού.

Στην Καβάλα, οι νέοι τρέχουν να «πιάσουν το φίδι». Η έκφραση σήμερα έχει κυριολεκτική σημασία καθώς ο δήμος καλεί τα παιδιά να εντοπίσουν το ερπετό. Προπολεμικά ωστόσο η έκφραση αυτή είχε μεταφορική έννοια. Τη χρησιμοποιούσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία για να κοροϊδέψουν τους νέους.

Από την άλλη στην πόλη της Κοζάνης την Καθαρά Δευτέρα δεν συνηθίζουν να πετούν χαρταετό. Οι κάτοικοι της πόλης κατασκευάζουν αυτοσχέδια μικρά αερόστατα. Το θέμα είναι μαγικό, καθώς μόλις ο ζεστός αέρας γεμίσει το αερόστατο, αυτό ανεβαίνει στον ουρανό.

Το κέφι, οι αστεϊσμοί, τα πειράγματα, αλλά κυρίως οι μεταμφιέσεις κυριαρχούν στη Νάουσα. Οι μέρες χαρακτηρίζονται από αυθορμητισμό και ενθουσιασμό, ενώ η πόλη είναι ευρέως γνωστή για τους Γενίτσαρους και τις Μπούλες. Ένα έθιμο, με βαθιές ρίζες, που στο πέρασμα της μακραίωνης ιστορίας του ενσωμάτωσε στοιχεία της τοπικής παράδοσης και των ηρωικών αγώνων. Οι Γενίτσαροι και οι Μπούλες χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα. Την Καθαρά Δευτέρα τα μπουλούκια κυκλοφορούν στους δρόμους της Νάουσας, χωρίς το προσωπείο, ενώ σε αρκετές περιοχές του δήμου στήνεται γλέντι με παραδοσιακούς μεζέδες και άφθονο κρασί.

Με ζουρνάδες και νταούλια εκτυλίσσεται το δρώμενο «Κουδουνοφόροι», στον Σοχό του νομού Θεσσαλονίκης, με αποκορύφωμα το τριήμερο της Τυρινής και της Καθαράς Δευτέρας. Ντυμένοι με στολές που φτιάχνονται από δέρματα ζώων και ζωσμένοι με κουδούνια, οι αθυρόστομοι κουδουνοφόροι καρναβαλιστές χορεύουν και τραγουδούν, συμπαρασύροντας τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής.

Την Καθαρά Δευτέρα γίνεται αναπαράσταση της κλοπής της αρκούδας στο Αγναντερό. Πρόκειται για μία πραγματική ιστορία που διαδραματίστηκε στις αρχές του 1900, όταν κάτοικοι του Αγναντερού έκλεψαν μια εκπαιδευμένη αρκούδα με την οποία κάποιοι τσιγγάνοι έκαναν «ιατρικά θαύματα». «Θεραπεύονταν» οι γηραιότεροι που έπασχαν από αρθριτικά, αν τους πάταγε στην πλάτη η αρκούδα!!! Στο Μεσδάνι ή Αγναντερό, όπως ονομάζεται σήμερα, κάθε Καθαρά Δευτέρα αναπαριστούν το κλέψιμο της αρκούδας από τους κουδωνοφόρους χωρικούς.

Στην περιοχή των Τρικάλων στήνουν τον καραγκούνικο γάμο, όπως φαινόταν παραδοσιακά τη δεκαετία του 1960-70 σε πολλά χωριά της δυτικής Θεσσαλίας. Κάτοικοι του χωριού, αφού τρώνε την παραδοσιακή φασολάδα, συγκεντρώνονται στην πλατεία για να περάσουν τα στέφανα στο ζευγάρι. Η Στην πλατεία φτάνουν από τη μία το σόι του γαμπρού και από την άλλη το σόι της νύφης, ντυμένοι με παραδοσιακές στολές. Η παρωδία της υπόθεσης είναι ότι νύφη ντύνεται κάποιος νεαρός άνδρας, ο οποίος φοράει μάλιστα την παραδοσιακή νυμφιάτικη φορεσιά. Το κέφι που επικρατεί είναι ατελείωτο, ενώ το γέλιο γίνεται απιο άφθονο όταν ο παπάς με την παπαδιά εμφανίζεται πάνω σε μηχανάκι.

Ένα από τα πιο γνωστά έθιμα της Καθαράς Δευτέρας είναι τα αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξίδι. Πρόκειται για ένα «πρωτότυπο» αποκριάτικο έθιμο κατά το οποίο μικροί και μεγάλοι «οπλίζονται» με αλεύρι και φούμο με την πόλη να μετατρέπεται σε «εμπόλεμη ζώνη». Ο συμμετέχοντες ξεκινούν από την καρδιά της πόλης και φτάνουν μέχρι το λιμάνι παίζοντας αλευροπόλεμο. Αργότερα ανάβουν φωτιές και χορεύουν. Τα πρώτα χρόνια μάλιστα έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνα ενώ φορούσαν και μεγάλες κουδούνες στη ζώνη. Οι γαλαξιδιώτες, σύμφωνα με την παράδοση είδαν το έθιμο του αλευρομουτζουρώματος στις ακτές της Σικελίας, ενώ ορισμένοι λαογράφοι αναφέρουν ότι το έθιμο έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο. Σε κάθε περίπτωση στο Γαλαξίδι πραγματοποιείται συστηματικά από το 1840 όταν και αναπτύχτηκε η ναυτιλία και οι ντόπιοι έγινα περίφημοι καπετάνιοι. Το αλευρομουτζούρωμα συνδέθηκε με τον αποχαιρετισμό των ναυτικών και ήταν ένα είδος γιορτής για όσους έφευγαν τον Μάρτιο στα καράβια.

Παρόμοιο έθιμο έχουν και οι Ροδίτες, οι οποίοι συνηθίζουν να βάφουν τα πρόσωπά τους μαύρα και να κυκλοφορούν έτσι όλη την ημέρα. Τα «μουζώματα» στον Αρχάγγελο περιλαβάνουν και «αλευρώματα» στα οποία επιδίδονται μεγάλοι και μικροί κάνοντας ακόμα πιο ξεχωριστό τον εορτασμό της Καθαρής Δευτέρας στο συγκεκριμένο χωριό.

Το έθιμο με τα «μουζώματα» έχει τις ρίζες του αρκετές δεκαετίες πίσω και σύμφωνα με κάποιους λαογράφους είναι κατάλοιπο των Διονυσιακών γιορτών.

Στα Χανιά την σημερινή ημέρα αναβιώνει το έθιμο της καμήλας, ενός διονυσιακού εθίμου που πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Στην κατασκευή της καμήλας συμμετέχουν οι παλαιότεροι αλλά και νέοι σε ηλικία κάτοικοι για να μαθαίνουν από τους παλαιότερους τα μυστικά.

Η καμήλα κατασκευάζεται από μία ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια που αποτελούν τις δύο καμπούρες της καμήλας, με πλαστικό πανί που χρησιμοποιείται για τη συλλογή του ελαιοκάρπου και τον σκελετό του κεφαλιού ενός ιπποειδούς .

Στον ουρανίσκο του κεφαλιού τοποθετείται ένα καρούλι για να ανοιγοκλείνει το στόμα του με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Στα μάτια τοποθετούνται συνήθως δύο μανταρίνια, ενώ στην καμήλα μπαίνουν έως και τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σ’ ένα ξύλο και οι άλλοι δύο με τη βοήθεια των κοφινιών, σχηματίζουν τις καμπούρες της. Η καμήλα ξεκινάει τη βόλτα της, σε κάθε σημείο του χωριού, για να καταλήξει στην κεντρική πλατεία. Πολλοί ντόπιοι ντύνονται με πρωτότυπες αυτοσχέδιες στολές ακολουθώντας την πορεία της. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν κρεμασμένα επάνω τους κουδούνια προβάτων και προβιές ζώων. Το γλέντι συνεχίζεται μέχρι το βράδυ, με τη συνοδεία παραδοσιακών μουσικών κρητικών οργάνων ενώ το σκηνικό συμπληρώνουν οι παραδοσιακοί μεζέδες της Καθαράς Δευτέρας, ντόπιο κρασί και φυσικά άφθονη τσικουδιά.

Τα έθιμα της Σαρακοστής

Η Σαρακοστή ή Τεσσαρακοστή

Τεσσαρακοστή ή απλά Σαρακοστή, ονομάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία η περίοδος νηστείας διάρκειας σαράντα ημερών. Αν και υπάρχει αντίστοιχη περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα η οποία ονομάζεται Μικρή Τεσσαρακοστή ή Σαρανταήμερο, με τον όρο Τεσσαρακοστή αναφερόμαστε κυρίως στην νηστεία της περιόδου πριν το Πάσχα που είναι αρχαιότερη και αυστηρότερη.

Το πιο γνωστό έθιμο της Σαρακοστής είναι «Η κυρά Σαρακοστή». Κάποτε, που έλειπαν τα ημερολόγια και ήθελαν οι άνθρωποι να έχουν κάποια αντίληψη του χρόνου στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, είχαν βρει έναν εύκολο τρόπο κάνοντας το εξής:

Παρίσταναν τη Σαρακοστή εικονικά σαν Καλόγρια. Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί και σχεδίαζαν με το ψαλίδι μια γυναίκα. Η κυρά Σαρακοστή δεν έχει στόμα, γιατί είναι όλο νηστεία, τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές. Έχει 7 πόδια, τις 7 εβδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν κι ένα πόδι. Το τελευταίο πόδι το έκοβαν το Μεγάλο Σάββατο, το έβαζαν μέσα σ'ένα ξερό σύκο ή καρύδι κι όποιος το έβρισκε του έφερνε γούρι! Αλλού την έκαναν και πάνινη την "κυρά Σαρακοστή" τους και τη γέμιζαν με πούπουλα.

Επίσης, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής οι νοικοκυρές καθάριζαν και ασβέστωναν τα σπίτια και έκαναν διάφορες προετοιμασίες για το Πάσχα.

Από τα πιο διαδεδομένα έθιμα, που κάθε χρονιά κρατά το σύνολο σχεδόν των νοικοκυριών, αποτελεί το βάψιμο των αυγών την Μεγάλη Πέμπτη. Η παράδοση τα θέλει κόκκινα, αν και τα τελευταία χρόνια συνηθίζεται να βάφονται τα αυγά σε διάφορα χρώματα και σχέδια. Αν και δεν είναι ξεκάθαρη η προέλευση του κόκκινου χρώματος, οι ερμηνείες λένε πως συμβολίζει τη θυσία του Χριστού και το αίμα του. Το αυγό, ερμητικά κλειστό, λέγεται πως συμβολίζει το τάφο του Ιησού.

Τέλος, στον Πόντο, την Καθαρά Δευτέρα, κάθε οικογένεια έπαιρνε μία πατάτα ψημένη ή ένα κρεμμύδι και επτά φτερά κότας τα οποία συμβόλιζαν τις επτά εβδομάδες της Σαρακοστής, τύλιγε την πατάτα με τα φτερά και την κρεμούσε από το ταβάνι μέσα στο δωμάτιο. Κάθε βδομάδα έβγαζαν και ένα φτερό. Ο "κουκουράς", έτσι το έλεγαν, ήταν ο φόβος των παιδιών. Όταν κάποιο μωρό ζητούσε γάλα ή γιαούρτι, τότε η μάνα χτύπαγε με ένα ξύλο την πατάτα με τα φτερά για να τρομάξει το μωρό και του έλεγε: "Αυτά που είπες τα άκουσε η πατάτα και κινήθηκε". Κάθε εβδομάδα που περνούσε κάθε οικογένεια έβγαζε και από ένα φτερό από την πατάτα του σπιτιού της και το πετούσε μέχρι να έρθει το Πάσχα. Όταν τέλειωναν τα φτερά έφτανε και το Πάσχα και τότε έλεγαν: "Τώρα μπορούμε να φάμε κρέας".